Κυριακή 29 Δεκέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΔΙ...

(Τα μακρινά χρόνια)

ΜΕ ΛΑΧΤΑΡΑ καρτερούσαμε να φτάσουν οι γιορτές και για δυο βδομάδες να σταματήσει να χτυπά η καμπάνα, που πρωί κι απόγιομα μάς προσκαλούσε στο σχολειό. Εμείς βιαζόμαστε και μας φαινόταν πως ξαργούσαν οι μέρες κι όταν, τέλος, φτάναμε είχαμε κι αυτό χειμώνα-καλοκαίρι δουλιές που έπρεπε κι εμείς να δώσουμε στον κάμπο τη βοήθειά μας. Το ψωμί, η ελιά με το λάδι και αντάμα η μαύρη ρώγα, η σταφίδα, σταθήκανε οι πρώτες εμπειρίες. Είχε ανοίξει του κάμπου το αλφαβητάρι πριν ν' ακούσουμε του δασκάλου την καλημέρα. Πρώτη φυσικά διδαχή το ψωμί, καθώς βλέπαμε καθημερινά τα καρβέλια και το τεφτέρι να χρεώνει ψωμί για οχτώ στόματα.

ΤΕΤΟΙΟ καιρό με τις γιορτές και τις διακοπές μπορεί να μη χτυπούσε βέβαια η καμπάνα του σχολειού, είχαμε όμως το προσκλητήριο της ελιάς κι είχαμε λαχτάρες και τρεξίματα, να μπάσουμε το λάδι που μας είχε από καιρό τελειώσει...

ΜΕΝΕΙ πάντα καρφωμένη στη μνήμη μια φράση του πατέρα μας στερεότυπη που τον ακούγαμε να τη λέει πάνω στο τραπέζι, σε ώρα που η οικογένεια είχε τη γενική της σύναξη:

- Οι ελιές - έλεγε ο πατέρας μας - είναι στρώμα στο Μεροβίγκλι... Τις τρώνε τα ζωντανά και θα τις παρασύρουν τα νερά στ' αυλάκια. Κι εμείς φτάσαμε στο «αμήν» και τρέχουμε να χρεωθούμε για το λάδι στου μπακάλη τα τεφτέρια. Και τις αφήνουμε αμάζευτες...

Η ΠΡΟΤΡΟΠΗ εκείνη, υπερβολική ίσως, δε μας έπειθε βέβαια αλλά μας έβαζε μπροστά και ξεκινούσαμε το λιομάζωμα, μια δουλιά που την κρατούσαμε στα χέρια και που δεν είχαμε έξοδα. Ετσι οι γιορτές με τις δεκαπενθήμερες διακοπές έφταναν την πιο κατάλληλη στιγμή αν φυσικά ταίριαζε κι ο καιρός.

ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ το καθημερινό το βάσανο, το δρομολόγιο για το μάζεμά της, που 'θελε πολλά χέρια, άρχιζε πριν καλά καλά βγει το καλοκαίρι. Στους λινούς πατούσαν ακόμη τα σταφύλια κι εμείς με τα ξινάρια καθαρίζαμε από κάτω τα λιόδεντρα για να είναι καθαρισμένα και να μπορούμε να μαζέψουμε τον καρπό πιο εύκολα. Με τις πρώτες βροχές φρεσκάριζε ο τόπος, τα λιόδεντρα και σιγά σιγά ξεκινούσε και το δικό μας «μεροκάματο», που το συνταιριάζαμε με του σχολειού το πρόγραμμα. Σχολειό αλλά και κάμπος που έπρεπε να είναι συνταιριασμένα και το ζούσαμε έτσι χειμώνα - καλοκαίρι.

ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ, τότε, καθώς άρχιζαν τα λιομαζώματα καμιά μετεωρολογική «στήριξη» κι αυτά όλα που γνωρίζαμε και μας βοηθούσαν ήταν εμπειρίες πολύχρονες που είχαν της γης οι ξωμάχοι, κι έφταναν από πατέρα σε παιδί. Ο καιρός είχε και τότε τα ξαφνικά καπρίτσια του, είχε και τότε μπουρίνια, που έπνιγαν τον κάμπο. Σταθερός πόλος αναφοράς μας ήταν η γειτόνισσά μας, η Ζάκυθος. Σ' αυτήν είχαμε του καιρού μας τα σημάδια κι απ' αυτήν και τα μηνύματα για τα ξεσπάσματα που φτάνανε σε λίγο και σε μας.

ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ αυτός ο κοινός λογαριασμός με τη γειτόνισσά μας σε πολλά, αλλά περισσότερο στα νερά αλλά και στα ταρακουνήματα του σεισμού που και τα δύο νησιά έχουν ζήσει στη διαδρομή του χρόνου. Ετσι και τότε μόλις σκοτείνιαζε η Ζάκυθος παίρναμε αμέσως το μήνυμα, πως έπρεπε να βιαστούμε να φύγουμε, αν φυσικά θέλαμε να μπούμε άβροχοι στο σπίτι και να μην έχουμε αρρώστιες με πνευμονίες, που συχνά είχαν και άσχημα τελειώματα.

ΣΤΕΡΝΕΣ ώρες του χρόνου. Το γνώριμο ολλαντέζικο φορτηγό, με την κόκκινη τσιμινιέρα, έχει φουντάρει αρόδου και φορτώνει τη σταφίδα μας. Στη μικρή πολιτεία που τελειώνει τις ετοιμασίες για να δεχτεί το νέο χρόνο η παρέα με τους γνώριμους εκείνους κανταδόρους βγήκε στη γύρα κι άρχισε τον Αϊ-Βασίλη σε μαγαζιά και στα σπίτια σ' όλα με τη σειρά. Στέκονται στο δικό μας σπιτικό κι εμείς τους κερνάμε με το μπρούσκο κρασί μας. Μας χαιρετάνε και μας εύχονται. Κι εμείς ολόγυρα στο τραπέζι μας καρτερούμε τα τηγανόψωμα που σε λίγο θα 'χουμε με το καινούριο λάδι, με τις ελιές, όλες μια μια μαζεμένες με τα χέρια μας. Στη μικρή μας πολιτεία. Στο μεγάλο όμορφο σχολειό της ζωής και του κάμπου, εκεί που από ξάγναντα εδώ κι εβδομήντα χρόνια βλέπαμε και ακούγαμε το βόγκο της θάλασσας.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ