Κυριακή 10 Νοέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μπάλα, πολιτική και καρέκλες

Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν από το 1453, οι Ελληνες και οι Τούρκοι προσπαθούν να ξεχάσουν όσα τους χωρίζουν και να έρθουν πιο κοντά. Να ξεχάσουν οι μεν τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο, τον επονομαζόμενο και μαρμαρωμένο και οι δε τον Μωάμεθ, τον δεύτερο, τον επονομαζόμενο και πορθητή και να πουν ο ένας στον άλλον πως ό,τι έγινε έγινε, όπως συμβαίνει με όλα όσα γίνονται στην Ιστορία, χωρίς ποτέ να κατορθώσει κανείς να σταματήσει αυτό το εφιαλτικό ποτάμι που τραβάει το δρόμο του και έτσι εμείς μεγαλώνουμε και τα «πράγματα» μένουν εκεί που έγιναν. Και το κακό είναι πως όταν εμείς φύγουμε, με το καλό με το κακό δεν έχει σημασία, τα «πράγματα»μένουν εκεί που τ' αφήσαμε, για να τα θυμούνται πότε πότε, να τα γιορτάζουν κιόλας και άλλες φορές να είναι χαρούμενοι για όσα θυμούνται και άλλες φορές λυπημένοι. Αυτό, με άλλα λόγια, σύντομα και απλά, είναι η Ιστορία, μια ασταμάτητη πορεία προς τα εμπρός, με τα «πράγματα» να μένουν στη θέση τους και τους ανθρώπους να φεύγουν. Οπως, να πούμε έφυγαν ο Παλαιολόγος ο Κωνσταντίνος και ο Πορθητής ο Μωάμεθ, τα «πράγματά» τους όμως έμειναν και έτσι, είτε μας αρέσουν είτε όχι αυτά, δεν μπορούμε, δεν έχουμε, δηλαδή, το ιστορικό δικαίωμα, να τα ξεχνούμε κι όταν μας τα θυμίζουν να μας κακοφαίνεται. Το μεγάλο πρόβλημα όμως δεν είναι που μας τα θυμίζουν ούτε που μας κακοφαίνεται, είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται αυτό και οι παράγοντες που διαμορφώνουν αυτές τις συνθήκες.

Ας τα πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή: «το απόγεμα της 29ης Μαΐου 1453 ο σουλτάνος μπήκε στην πολυπόθητη πόλη. Ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο, διέσχισε μια λεωφόρο πλημμυρισμένη από θάνατο. Το κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχε παραδοθεί στη λεηλασία από το θριαμβευτή οθωμανικό στρατό. Σύμφωνα με ένα Βενετσιάνο παρατηρητή, αίμα έρεε στους δρόμους σαν το νερό της βροχής ύστερα από ξαφνική μπόρα, πτώματα έπλεαν προς τη θάλασσα σαν τα πεπόνια κατά μήκος κάποιου καναλιού». Ενας Οθωμανός αξιωματικός, ο Τουρσούν Μπέη, έγραψε πως οι στρατιώτες «πήραν ασημένια και χρυσά σκεύη, πολύτιμους λίθους και κάθε λογής αντικείμενα ως και υφάσματα από το αυτοκρατορικό παλάτι και τις κατοικίες των πλουσίων. Ετσι, πολλοί ξέφυγαν από τη φτώχεια και έγιναν πλούσιοι. Ολες οι σκηνές γέμισαν με όμορφα αγόρια και εξαίσια κορίτσια».

Ο σουλτάνος προχώρησε έφιππος, ώσπου έφτασε στη μητέρα εκκλησία της Ανατολικής Χριστιανοσύνης και έδρα του οικουμενικού Πατριάρχη, καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, χτισμένο πριν από χρόνια από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, με το μεγαλύτερο τρούλο της Ευρώπης. Αφίππευσε και έσκυψε να σηκώσει από τη γη μια χούφτα χώμα, με το οποίο περιέλουσε το τουρμπάνι του σε ένδειξη ταπεινότητας ενώπιον του Θεού. Στο εσωτερικό του ναού που οι Ελληνες θεωρούσαν «επίγειο παράδεισο, θρόνο της του θεού δόξης, το όχημα των χερουβείμ», ένας Τούρκος διαλαλούσε «Δεν υπάρχει Θεός παρά ο Αλλάχ Μωάμεθ είναι ο προφήτης του». Ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας είχε γίνει το τέμενος «Αγιά Σοφιά». Τη στιγμή της εισόδου του σουλτάνου, εκατοντάδες Ελληνες που είχαν καταφύγει στον καθεδρικό ναό ελπίζοντας να σωθούν από ένα θαύμα, οδηγούνταν έξω σε αγέλες απ' αυτούς που τους είχαν αιχμαλωτίσει. Ο σουλτάνος σταμάτησε έναν από τους στρατιώτες του που κατέστρεφε το μαρμάρινο δάπεδο, λέγοντας, με την έπαρση ενός πορθητή: «αρκέσου στα λάφυρα και στους σκλάβους, τα κτίρια της πόλης ανήκουν σε μένα» (συνεχίζεται).


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ