Κυριακή 3 Νοέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Κ. Βάρναλης για τον Τ. Κόντο και την εξορία

Από την εφημερίδα της Αθήνας «Ανεξάρτητος» της 1 Γενάρη 1936

Με τους εξόριστους της Αθήνας εις τα νησιά του θανάτου - Μια ζωή φρίκης και ηρωισμού

Του επανελθόντος εκ της εξορίας επιφανούς συγγραφέως και ποιητού κ. Κώστα Βάρναλη

ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Στη Μυτιλήνη μείναμε έξη μέρες. Περιμέναμε να περάσει το βαπόρι της αγόνου γραμμής, που κάνει τη συγκοινωνία Μυτιλήνης - Αη Στράτη - Λήμνου για να μας φέρει στην ...τελευταία μας κατοικία. Κι ωστόσο αυτό το βαπόρι δεν αντικαθιστούσε καθόλου το πλοίο του Χάρωνος. Είτανε η περίφημη σ' όλες εκείνες τις άξενες θάλασσες, η συμπαθητική «Μαρία Λ.». Συμπαθητική και αγαπημένη, γιατί ο ερχομός της κάθε εβδομάδα στο νησί μας είτανε το μεγαλύτερο γεγονός της εξορίας μας. Από τη «Μαρία Λ.» κρεμότανε η ψυχή μας κ' η τύχη μας. Αυτή μας έφερνε τα γράμματα των αγαπημένων μας προσώπων, χρήματα σε όποιους είχανε ποιος να τους στείλει κ' εφημερίδες. Αυτή μας έφερνε με κάθε της ταξίδι όλο και καινούργιους εξόριστους κι απ' αυτούς μαθαίναμε τις τελευταίες πολιτικές ειδήσεις. Κι αυτές οι ειδήσεις μας ενδιαφέρανε πάρα πολύ. Γιατί από την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων περιμέναμε κ' εμείς ή το τέλος των δεινών μας (την ανάκληση) ή τη συνέχειά τους.

Καλή μας «Μαρία»! Οι ...παλμοί της καρδίας μας σε συνοδεύανε πάντα και σε φυλάγανε από κάθε κακό! Και συ δεν το ήξερες! Ούτε μια φορά δεν έλειψες να κάνεις το χρέος σου άξια και παλληκαρήσια.

Οι έξη μέρες, που μείναμε στη Μυτιλήνη, είτανε οι ωραιότερες απ' όσες περάσαμε στα χέρια των αστυνομικών. Μας είχανε εγκαταστήσει τους μισούς στο Α΄ αστυνομικό τμήμα, σ' ένα μεγάλο θάλαμο κάτου στην αυλή. Και μας αφήσανε λεύτερους να κυκλοφορύμε μέσα έξω, χωρίς να μας κλείνουνε την πόρτα. Λεύτερους από το πρωί ίσαμε το βράδι (...)

Μια μέρα ήρθε ο πατέρας του Τάκη του Κόντου. Γέρος 90 χρονώ. Ολόασπρος μ' ένα υπογένειο στυλ Ναπολέοντα του Γ΄ (μόδα της νεότητάς του, του 1870!). Ηρθε με μια μαύρη βελάδα και παναμά. Μισοκάθησε στο περβάζι ενός παραθυριού στο διπλανό μας κελλί κι ακουμπώντας τα δυο του χέρια στο ραβδί του έπιασε μια σιγανή κουβέντα με το γιο του τον Τάκη. Λες και δεν έτρεχε τίποτα το εξαιρετικό. Λες και δεν είχανε καιρούς και ζαμάνια να ιδωθούνε. Ούτε σχετλιασμοί, ούτε δάκρυα, ούτε αγκαλιάσματα. Είχε ο γέρος τη σεβάσμια αξιοπρέπεια των αρχαίων συγκλητικών στις ώρες της δυστυχίας. Ανθρωπος, που γνώρισε κι έπαθε πολλά στη μακρυόχρονη ζωή του, άνθρωπος, που είτανε κι αυτός στον καιρό του ...επαναστάτης ή καλύτερα ...αποστάτης. Τον είχε αφορίσει δω και πενήντα χρόνια ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γος. Γιατί; Γιατί ο γέρο-Κόντος είτανε τότε στα νιάτα του, επί τουρκοκρατίας δάσκαλος και τόλμησε να τα βάλει με το πατριαρχείο, αν και δάσκαλος! (...)

Οσοι δεν μπορούσανε ή δεν τολμούσανε να έρθουν οι ίδιοι να μας ιδούνε και να μας χαιρετήσουν, μας στέλνανε με άλλους προφορικά ή γραφτά σημειώματα. Πόσο μας συγκινούσαν όλα αυτά! Νιώθαμε, πως δεν είμαστε μοναχοί μας. Υπήρχαν άνθρωποι, που μας σκεφτότανε και μας συμπαθούσαν και μας φροντίζανε από μακριά. Αόρατοι. Αγνωστοι και γνωστοί (...)

Μιαν άλλη μέρα μάς ήρθε το ακόλουθο σημείωμα από τους μαθητές κάποιου ανώτερου δημόσιου σκολειού: «Μεγάλοι πνευματικοί ηγέτες και λοιποί αγωνιστές της τάξης μας Βάρναλη, Γληνέ, Κόντε κτλ. Ο βούρδουλας του χωροφύλακα μας αναγκάζει να σας σφίξουμε από μακριά τα χέρια. Οι νέοι όλοι είνε στο πλευρό σας».

Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μας έκανε πραγματικά «επικίνδυνους»!


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ