Κυριακή 25 Αυγούστου 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΙΣ
Αστείρευτη πηγή κερδών για το κεφάλαιο

Οι επιχειρηματίες απαιτούν και η κυβέρνηση προωθεί τα μέτρα και τις πολιτικές που οδηγούν σε συνεχή αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων

Το κύμα των ανατιμήσεων και η ακρίβεια που έχει φουντώσει στην αγορά, επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη συζητήσεις που είχαν γίνει γύρω από θέματα διαμόρφωσης των τιμών, στα μέσα της δεκαετίας του '80. Την περίοδο που η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε να ισορροπήσει σε δυο βάρκες. Αφ' ενός εισήγαγε γενικόλογα νομοθετήματα για τον έλεγχο των τιμών στην αγορά και αφετέρου ξήλωσε τους μηχανισμούς ελέγχου και κατάργησε τις αγορανομικές διατάξεις που μπορούσαν να συμβάλουν σ' ένα βαθμό στη συγκράτηση των τιμών. Μια πολιτική που φαινομενικά χαρακτηριζόταν από αντιφάσεις και παραδοξολογίες, στην πραγματικότητα όμως αποτελούσε κινήσεις, οι οποίες είχαν αυστηρή προσήλωση στο στόχο που αργότερα άρχισε να ονοματίζεται καθεστώς της «ελεύθερης αγοράς».

Η διαμόρφωση των τιμών στην αγορά είναι μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, που συνδέεται τόσο με το κόστος παραγωγής, όσο και με τις συνθήκες που υπάρχουν στην αγορά. Εξαρτάται, δηλαδή, άμεσα από τα κεφάλαια που διατίθενται για την παραγωγή των εμπορευμάτων και το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται από παράγοντες που συνδέονται, για παράδειγμα, με τη φάση εξέλιξης του οικονομικού κύκλου, την πορεία των τιμών στις πρώτες ύλες, τα επιμέρους συμφέροντα διαφόρων ομάδων καπιταλιστών κ.ο.κ.

Τιμή και κέρδος

Αν περιοριστεί κανείς στον τρόπο που διαμορφώνονται οι τιμές στα εμπορεύματα, τα οποία παράγονται σε μία και μόνο επιχείρηση, τα πράγματα φαίνονται -και ίσως είναι- εύκολα. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο κόστος παραγωγής. Αυτό είναι πρώτον, το κεφάλαιο που τοποθετήθηκε για την εξασφάλιση υποδομών και μέσων παραγωγής, δεύτερον, το κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή της εργατικής δύναμης και τρίτον, οι απαραίτητες δαπάνες που γίνονται για την εξασφάλιση της αδιάκοπης συνέχισης της παραγωγής. Το κόστος αυτό συναθροιζόμενο με την υπεραξία που καρπώνεται ο καπιταλιστής από την απλήρωτη εργασία, μας δίνει την αξία του εμπορεύματος. Εντελώς σχηματικά αυτή είναι η ...χονδρική τιμή του εμπορεύματος. Η τιμή, δηλαδή, «εξόδου» του από την παραγωγή. Η σχέση ανάμεσα σε αυτή την αξία-τιμή του εμπορεύματος με το συνολικό κεφάλαιο (κόστος) που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του, είναι το ποσοστό κέρδους του επιχειρηματία, ενώ η σχέση της με το κεφάλαιο που δαπανήθηκε για την πληρωμή της εργατικής δύναμης, είναι το ποσοστό της υπεραξίας που αποσπάστηκε από τον καπιταλιστή. Από αυτή την άποψη είναι κατανοητό ότι ανάλογα με ενδεχόμενες αλλαγές που επέρχονται στις αναλογίες που έχουν οι συντελεστές κόστους παραγωγής, αλλάζει και η αξία του εμπορεύματος, αλλά και τα ποσοστά του κέρδους ή της υπεραξίας που καταλήγουν στον καπιταλιστή - επιχειρηματία.

Τα παραπάνω που μπορεί σε πολύ γενικές γραμμές να δείχνουν τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας τιμής στα εμπορεύματα, αναφέρονται βέβαια στα όρια μιας και μόνο επιχείρησης. Μια επιχείρηση που λειτουργεί απομονωμένη και η οποία δεν εξαρτάται ούτε από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, ούτε από διεργασίες και εξελίξεις που αφορούν άλλους κλάδους (προμήθειας πρώτων υλών, υλικών κλπ.), ούτε πολύ περισσότερο από την κατάσταση που διαμορφώνεται στο εσωτερικό του ίδιου κλάδου. Στην πραγματικότητα βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά και γι' αυτό οι μηχανισμοί διαμόρφωσης των τιμών είναι πολύ πιο σύνθετοι. Αρκεί να αναλογιστούμε μόνο, ότι οι αναλογίες των δαπανών που συνθέτουν το κόστος παραγωγής από επιχείρηση σε επιχείρηση και από κλάδο σε κλάδο διαφέρουν. Βέβαια, στα πλαίσια της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής, σε επίπεδο κοινωνίας, εμφανίζονται - διαμορφώνονται συγκεκριμένοι αυτοματισμοί, που εξασφαλίζουν γενικούς «μέσους όρους», στα όρια των οποίων δραστηριοποιούνται οι καπιταλιστές και οι επιχειρήσεις τους. Ας υποθέσουμε, πως έχουμε δέκα ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν σε καθεστώς ίδιου ποσοστού υπεραξίας και απασχολούν ίδιου ύψους κεφάλαια, αλλά με διαφορετική οργανική σύνθεση. Το κόστος παραγωγής στις επιχειρήσεις με την υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και άρα τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι σαφώς μικρότερο από τις άλλες επιχειρήσεις, και πολύ μικρότερο από εκείνες που θα ποντάρουν στην εργατοβόρα παραγωγή. Αρα και η τιμή-αξία των εμπορευμάτων της κάθε επιχείρησης θα είναι πολύ διαφορετική όπως, κατ' επέκταση διαφορετικό θα είναι και το ποσοστό κέρδους τους. Το γιατί στην αγορά δεν εμφανίζονται αντίστοιχα εμπορεύματα με τόσο διαφορετικές τιμές έχει να κάνει με τους αυτοματισμούς που σημειώθηκαν. Ο οξύς ανταγωνισμός και η συνεχής προσπάθεια των καπιταλιστών να εξασφαλίσουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, μέσα από τη μείωση του κόστους παραγωγής, οδηγεί στο λεγόμενο μέσο ποσοστό κέρδους, ενώ οι επιχειρήσεις των οποίων το κόστος έχει μεγάλη απόκλιση από το ποσοστό αυτό, οδηγούνται είτε στο κλείσιμο, είτε απορροφώνται από επιχειρήσεις με κεφάλαια υψηλότερης οργανικής σύνθεσης.

Θέμα κόστους

Σε κάθε περίπτωση και για το παρελθόν και για όσα ισχύουν σήμερα και για το μέλλον, το βέβαιο είναι ένα: Το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές πίεζαν και θα εξακολουθήσουν να πιέζουν για μεγαλύτερα κέρδη. Η απόσπαση προοδευτικά μεγαλύτερων κερδών είναι συνυφασμένη με την ίδια τη φύση του κεφαλαίου. Κι αυτό μπορεί να γίνεται με πολλούς τρόπους, κοινός παρονομαστής όλων είναι η μείωση του κόστους των παραγόμενων προϊόντων. Αλλά όταν μιλάμε για μείωση του κόστους παραγωγής θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας μια πολύ μεγάλη γκάμα παραγόντων που μπορεί να επιδρούν σ' αυτό. Αρχίζοντας από το θέμα των τιμών στις πρώτες ύλες και τα υλικά, τη φορολογία, τις επιδοτήσεις που δίνονται από το κράτος, τις μαζικές κρατικές προμήθειες και τις αναθέσεις μεγάλων έργων και καταλήγοντας, στην... ουσία του όλου ζητήματος: Τις αμοιβές των εργαζομένων και τις τιμές της αγοράς.

Ανεξάρτητα από τη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού στη χώρα μας -και όχι μόνο- οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου πάντα έδιναν ιδιαίτερη προσοχή και διατηρούσαν ανοιχτό ένα μέτωπο με δύο όψεις: Τη δυνατότητά τους να συμπιέζουν τις αμοιβές των εργαζομένων, αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και την εξασφάλιση της ελευθερίας τους να καθορίζουν ανεξέλεγκτα τις τιμές των εμπορευμάτων τους στην αγορά. Να συνυπάρχουν, δηλαδή, το χαμηλό κόστος παραγωγής και οι υψηλές τιμές της αγοράς. Οι κυβερνήσεις όλων των τελευταίων δεκαετιών, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρέθηκαν πιστοί αρωγοί τους. Με πληθώρα παρεμβάσεων που ξεκινούν από πρακτικά ζητήματα κατάργησης των ελέγχων και φτάνουν στα ιδεολογήματα των τελευταίων ημερών «μακριά από εμάς κάθε ιδέα καθορισμού των τιμών», προσπαθούν να μας παραδώσουν αμαχητί στις ακόρεστες αξιώσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Είτε σαν εργαζόμενους που πρέπει να ζουν με απολαβές - ψίχουλα, είτε σαν καταναλωτές που θα «τσουρουφλίζονται» από την ακρίβεια στην αγορά.

Για τους κομμουνιστές το ερώτημα, αν μπορούν να ελεγχθούν οι τιμές της αγοράς ή όχι, είναι απλό. Απλούστατο! Οχι επειδή τέτοιου είδους συστήματα έχουν λειτουργήσει ακόμα και στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, επειδή αυτό σε κάποια φάση υπαγόρευαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες για την ενίσχυση του ίδιου του συστήματος. Ο έλεγχος των τιμών και η αποτροπή της κλοπής των λαϊκών εισοδημάτων, μέσα από τις ανεξέλεγκτες και αυθαίρετες ανατιμήσεις, είναι μια από τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις οποιασδήποτε ευνομούμενης πολιτείας. Μόνο που τέτοιου είδους πραγματικοί μηχανισμοί, δεν μπορούν να υπάρξουν και να διατηρηθούν στα πλαίσια των εκμεταλλευτικών συστημάτων και κοινωνιών. Γιατί, όταν θέλεις να ελέγξεις τις τιμές της αγοράς, πρέπει να μπορείς να ελέγχεις τις τιμές στις πρώτες ύλες, να έχεις λόγο για τις εισαγωγές εμπορευμάτων, να αποφασίζεις για τους όρους, με τους οποίους θα δανείζουν οι τράπεζες, να προσδιορίζεις με ακρίβεια τα ποσοστά κέρδους, με τα οποία θα λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Παρεμβάσεις, δηλαδή, που θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες ζωής για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων, αφού θα αποβλέπουν στη συγκράτηση του κόστους παραγωγής, ώστε να υπάρχει διατήρηση των τιμών της αγοράς σε ελεγχόμενα επίπεδα. Και ταυτόχρονα, βεβαίως, το ύψος των μισθών να καλύπτει όλες τις ανάγκες των εργαζομένων. Μόνο που τότε δε θα μιλάμε για την κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η ιδιωτική ιδιοκτησία στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα μέσα παραγωγής και βασικός νόμος της είναι ο νόμος του κέρδους. Θα είναι η σαφώς οριοθετημένη και διαμετρικά αντίθετη κοινωνία, με λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η οποία με κεντρικό οικονομικό προγραμματισμό και σαφείς στόχους θα επιδιώκει την ευημερία όλου του λαού.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Η ταύτιση της ΠΟΕΜ με τα αφεντικά(2013-10-18 00:00:00.0)
Οι ανατιμήσεις ωφελούν τα κέρδη!(2008-01-13 00:00:00.0)
Η αστική στρατηγική για την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα(2006-05-14 00:00:00.0)
Ελλείμματα, φανερά ή καλυμμένα, και η πραγματικότητα(2000-12-10 00:00:00.0)
Ενα παλιό κακόηχο τροπάρι(1997-11-30 00:00:00.0)
{{ Φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό; }(1997-07-13 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ