Τρίτη 22 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

«Εδώ γίνεται της Σοφοκλέους», στο «Αλίκη»
«Εδώ γίνεται της Σοφοκλέους», στο «Αλίκη»
«Εδώ γίνεται της Σοφοκλέους», στο «Αλίκη»

Το τονίζουμε εξ αρχής, η ενασχόληση της στήλης με την κωμωδία του Σπύρου Νικολετάτου «Εδώ γίνεται της Σοφοκλέους» που παρουσιάζει στο θέατρο «Αλίκη» ο Κώστας Βουτσάς, επ' ουδενί σημαίνει «ανταπόδοση» στον κορυφαίο κωμικό, επειδή πρόσφερε την παράστασή του για εκδήλωση στήριξης του ΚΚΕ και του διωκόμενου «Ρ». Εξάλλου, ούτε ο Κ. Βουτσάς επιδίωξε κάποια «ανταπόδοση», αλλά ούτε η κριτική στήλη μπορεί να αποτελέσει «ανταπόδοση» -έστω και κατ' ελάχιστον- σ' αυτή την ουσιαστικότατη και σπάνια προσφορά.

Αν, λοιπόν, η υπογράφουσα, ασχολείται με την παράσταση αυτή, είναι μόνο για να σημειώσει την άλλη προσφορά του δημοφιλούς ηθοποιού. Λέμε για την προσφορά του τεράστιου, πηγαίου, πληθωρικού κωμικού ταλέντου του. Ταλέντο, που βρίσκεται σε μια πολύ καλή του ώρα και «κοινωνεί» το θεατή με την κριτικά σκεπτόμενη, αισιόδοξα διεγερτική, ανακουφιστικά ευφρόσυνη δύναμη του γέλιου. Ο Κώστας Βουτσάς είναι το πλέον γνήσιο, το πλέον ομοαίματο, το πρωτότοκο «τέκνο» όλων των μεγάλων λαϊκών κωμικών, ο κύριος «κληρονόμος» της γενιάς των Αυλωνίτη, Μακρή, Λογοθετίδη, Σταυρίδη, Χατζηχρήστου. Με τη μοναδικότητα της λαοθρεμμένης, αυτοδίδακτης, ριψοκίνδυνης, αυτοσχεδιαστικής, ελεύθερης υποκριτικής τέχνης αυτής της γενιάς «θράφηκε» ο Κ. Βουτσάς και αφομοιώνοντάς της- έως μυελού οστέων- έπλασε ένα απόλυτα δικό του, μοναδικό, αυθεντικά λαϊκό, πληθωρικότατο, ευφάνταστο, πάντα ελεύθερο και πάντα παιγνιώδη, υποκριτικό κώδικα, ανοιχτό και πρόσφορο σ' όλα τα είδη της κωμωδίας. Η υποκριτική, όμως, του Κ. Βουτσά δε σταμάτησε στη διαμόρφωση αυτών των κωδίκων και στη- διά της τεχνικής- κατάκτησή τους. Το μεγάλο «όπλο» της υποκριτικής του Βουτσά, όμως, είναι η μη επανάπαυσή του στους «κώδικές» του. Είναι η εγρήγορση, η συμμετοχή όλου τού είναι του, όλου του οργανισμού του, όλων των κυττάρων του την ώρα του παιξίματος. Αξίζει τον κόπο να παρατηρήσει αδιάλειπτα ο θεατής πόσο πολύ, πόσο αληθινά -και όχι δήθεν- ακούει ο Βουτσάς τούς συμπαίκτες του και κάθε θόρυβο επί σκηνής (και επί πλατείας). Πόσο οργανική, και οργανικά επίσης δεμένη με το λόγο είναι κάθε εισπνοή του και η εκπνοή - διαχείριση της ανάσας του. Πόσο δεμένη είναι η ανάσα του με κάθε χειρονομία και κίνησή του. Πόσο αληθινά λειτουργούν - αντιδρούν τα αιμοφόρα αγγεία του προσώπου του, συμμετέχοντας σ' ό,τι επί σκηνής λέγεται και συμβαίνει και «καθρεφτίζοντας» ολοκάθαρα τους παλμούς της καρδιάς του, οι οποίοι, βεβαίως, καθορίζουν τη ροή της αναπνοής και τους ρυθμούς, τις κορυφώσεις, τις υφέσεις, τις σιωπές του λόγου.

«Θα πάρετε κάτι, κύριε Σαίξπηρ;», στο «Κνωσσός»
«Θα πάρετε κάτι, κύριε Σαίξπηρ;», στο «Κνωσσός»
Ολες οι παραπάνω υποκριτικές αρετές του Κ. Βουτσά είναι το μεγάλο «ατού» της χορταστικά γελαστικής παράστασης που ο ίδιος σκηνοθέτησε με πολύ κέφι και επικαιρική σατιρική πρόθεση. Ο Σπ. Νικολετάτος έγραψε μια ευφάνταστη φάρσα, που, χρησιμοποιώντας ένα ηθελημένα ακραίο μελό εύρημα, γελοιογραφεί καυστικότατα τη θεοποίηση του χρηματιστηρίου, τη «λογική» του μπεζαχτά, της αρπαχτής, που μολύνει ακόμα και φουκαράδες, κυριεύοντας την κοινωνία μας. Μια κοινωνία αλλοπρόσαλλη, χαζοχαρούμενη, ελευθεριάζουσα και ψευτοευδαιμονούσα.

Η ευφρόσυνη παράσταση, σκηνογραφημένη εύστοχα από τον Μανόλη Μαριδάκη, προσφέρει επίσης το πηγαίο επίσης λαϊκό κωμικό ταλέντο της Δέσποινας Στυλιανοπούλου. Από τους νεότερους ηθοποιούς ξεχωρίζει ο Σίλας Σεραφείμ, με τη στέρεη και με αίσθηση του κωμικού ερμηνεία του, ενώ γόνιμα συμβάλλουν και οι: Αβα Γαλανοπούλου, Ελενα Τσαβαλία, Στηβ Ντούζος, Θεοδώρα Βουτσά, Δημήτρης Βασιλειάδης, Γιώτα Κουτσουδάκη.

«Θα πάρετε κάτι κύριε Σαίξπηρ;», στο «Κνωσός»

Πώς θα ήταν ο έγγαμος βίος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, αν μια σειρά από μοιραίες συμπτώσεις δεν τους κόστιζαν τη ζωή, όπως συμβαίνει στο σαιξπηρικό δράμα που φέρει το όνομά τους; Θα ήταν ένα ευτυχισμένο, αρμονικό, ιδανικό ζευγάρι σε όλη τους τη ζωή ή θα αλληλοτρώγονταν καθημερινά για τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα της ζωής, θα ζούσαν πλουσιοπάροχα σε ένα αρχοντικό ή μίζερα σε μια, περίπου, τρώγλη εξ αιτίας της τσιγκουνιάς της μάνας της Ιουλιέτας, της κυρίας Καπουλέτου, κάνοντας ο Ρωμαίος το δάσκαλο χορού και η Ιουλιέτα τη νοικοκυρά άνευ υπηρετρίας; Αν είχαν αποκτήσει κόρη και τη λέγαν, λ.χ. Λουκρητία θα ήταν υπάκουη παρθένα ή μια ανυπάκουη νυμφομανής, κατά το πρότυπο της Βοργία; Η στοργική παραμάνα της Ιουλιέτας και ο αγαθός πατήρ Λαυρέντιος που τους πάντρεψε, μήπως θα είχαν γίνει η πρώτη μια ζηλιάρα στρίγκλα και ο δεύτερος ένας ξεκούτης ερωτύλος; Κι αν λ.χ. ανασταινόταν ο Σαίξπηρ και έβλεπε ότι άλλο το θέατρο κι άλλο η ζωή, ότι το θέατρο μπορεί να πλάθει ανύπαρκτες ιστορίες, παραμύθια ρομαντικού έρωτα, αλλά η ζωή σκληρή κι αμείλικτη, με τις καθημερινές ανάγκες της σκοτώνει και τον έρωτα, τι θα έλεγε; Θα μπορούσε να μεταμορφώσει, να θεραπεύσει τη ζωή; `Η μήπως, με φρίκη, θα ξανάφευγε από τη γη, αφήνοντας τους ανθρώπους να ζουν με τον αιώνιο πόθο του ιδανικού έρωτα και της ευτυχίας, πόθου τόσο δυνατού που για να αυτοπαρηγορηθεί γεννά τη μεγάλη ποίηση.

Αυτή η σκέψη, αυτά τα υπαρξιακά, αλλά και ταυτοχρόνως ποιητικής αναζήτησης, ερωτήματα φαίνεται να οδήγησαν τη δραματουργική πένα του Εφραίμ Κισσόν, στο να γράψει αυτό το ευφυέστατο, χυμώδες έργο του με τίτλο «Θα πάρετε κάτι, κύριε Σαίξπηρ;». Μια γλυκόπικρη κωμωδία που αποτελεί τιμητική αναφορά στον Σαίξπηρ, απογείωση στη «χώρα» της ποιητικής φαντασίας και ταυτοχρόνως προσγείωση στην πραγματικότητα, στον αληθινό βίο των ανθρώπων. Μια κωμωδία που παραπέμπει στο είδος του «θεάτρου στο θέατρο» και προσφέρει στους ηθοποιούς ένα υπέροχο παιχνίδι συνεχών μεταμορφώσεων.

Το έργο μεταφρασμένο με αίσθηση του χιούμορ, σε ρέουσα, άμεση, θεατρικά λειτουργική γλώσσα από τους Σωτήρη Τσόγκα- Ευγενία Τσελέντη, με ευφάνταστο, πρόσφορο για το σκηνικό παιχνίδι σκηνικό και καλαίσθητα κοστούμια από τη Λαμπρινή Καρδάρα, επενδυμένο μουσικά και τραγουδιστικά με πολύ κέφι από τον Σάκη Τσαλίκη και χορογραφημένο εκφραστικότατα από τον Δημήτρη Παπάζογλου, ευτύχησε και με την προσεγμένη, ευφάνταστη, με αίσθηση του κωμικού και του παιγνίου, σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου (η καλύτερη δουλιά του τα τελευταία χρόνια).

Οι καθοριστικοί όμως παράγοντες του ποιοτικού και κωμικά εύφορου σκηνικού αποτελέσματος είναι οι τρεις ερμηνευτές. Η Μαίρη Ραζή που μεταμορφώνεται σε απαυδισμένη Ιουλιέτα, σε μια χαριτωμένη, ασυγκράτητη Λουκρητία, και σε ξεμωραμένη παραμάνα. Ο Λάμπρος Τσάγκας που με πολύ χιούμορ πλάθει έναν μεσήλικα ανασούμπαλο Ρωμαίο και ένα ραμολί Λαυρέντιο. Ο Σωτήρης Τσόγκας πλάθει ένα ρωμαλέο ομοίωμα του Σαίξπηρ, «ντύνοντας» και με προσεγμένες, σεβαστικές προς το μύθο του μεγάλου ποιητή, ανάλαφρες δόσεις κωμικού.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ