Ο Μαγιακόφσκι δεν μπήκε στην ποίηση από την πόρτα της τρυφερότητας, την έσπασε με τη γροθιά του.
Μαθητής ακόμα, σχετίζεται με μπολσεβίκους φοιτητές, μελετά τη μαρξιστική βιβλιογραφία, μπαίνει στο Κόμμα και το 1908 εργάζεται στην Επιτροπή Μόσχας. Πιάνεται τρεις φορές για επαναστατική δράση και το 1909 κλείνεται στην απομόνωση των φυλακών Μπουτίρσακα της Μόσχας. Στη φυλακή ξεκινάει να γράφει. Οταν απελευθερώνεται, εντάσσεται και στο κίνημα των Ρώσων φουτουριστών, όχι για να μιμηθεί τις μόδες της Δύσης, αλλά για να διαλύσει την παρακμή και τον ακαδημαϊσμό.
«Χτυπάμε με το πόδι την κοιλιά του χρόνου!» έγραφε το 1912 στο μανιφέστο «Ενα χαστούκι στο γούστο του κοινού». Είναι μόνο 19 ετών και ήδη ορμητικός και ανυποχώρητος, έτοιμος να ανατινάξει την αισθητική των σαλονιών. Απαιτεί την Τέχνη στρατευμένη, δυναμική, ρηξικέλευθη.
Το 1915 γράφει:
«Μεριάστε να διαβώ
έτσι όπως έρχομαι
με τα εικοσιτέσσερά μου χρόνια
δεν είμαι άντρας εγώ,
είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια».
Είναι τότε 22 ετών.
Ο Μαγιακόφσκι δεν τραγούδησε την Επανάσταση εκ των υστέρων. Την προφήτεψε, τη δούλεψε, την έζησε και την πλήρωσε. Μετά το 1917, γίνεται ποιητής - στρατιώτης της σοβιετικής υπόθεσης. Γράφει ποιήματα - προκηρύξεις, σλόγκαν, αφίσες για το κρατικό πρακτορείο Τύπου, ενώ συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Ροντσένκο και ο Λισίτσκι, για να συνδυάσει ποίηση και προπαγάνδα.
Γράφει: «Είμαι ο πρώτος απεσταλμένος μιας νέας χώρας. Την Αμερική τη χωρίζουν απ' τη Ρωσία 9.000 μίλια κι ένας πελώριος ωκεανός. Τον ωκεανό μπορείς να τον περάσεις σε 5 μέρες. Τη θάλασσα όμως της ψευτιάς και της συκοφαντίας δεν την περνάς έτσι γρήγορα (...) Εκανα ένα σάλτο 7.000 βέρστια μπροστά, μα βρέθηκα 7 χρόνια πίσω. (...) Ο τρόπος που κέρδισες τα εκατομμύριά σου, δεν ενδιαφέρει καθόλου εδώ στην Αμερική. Ολα είναι μπίζνες, όλα επιχείρηση, όλα όσα γεννούν δολάρια. Πήρες ποσοστά από κάποιο ποιητικό σου έργο που έκανε κρότο; Αυτό είναι μπίζνες. Εκλεψες και δεν σ' έπιασαν; Και αυτό μπίζνες. Τις μπίζνες σού τις μαθαίνουν από τα παιδικάτα σου».
Η ποίησή του εκφράζει πίστη στον θρίαμβο των κομμουνιστικών ιδανικών. Με την επαναστατική στάση του συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας νέας ποίησης, γεμάτης με αρώματα αλήθειας, αγνότητας και εκφραστικότητας.
«H ποίηση είναι
σαν του ραδίου την παραγωγή.
Για μια και μόνη λέξη
χαλάς και αποβάλλεις
χιλιάδες τόνους λεκτικών μεταλλευμάτων»
Τον Οκτώβρη του 1917, παρακολουθεί από κοντά την περιπέτεια της Επανάστασης. Συμμετέχει σ' αυτήν με τον τρόπο του, με «στρατευμένα» ποιήματα και δραματικά έργα, την «Ωδή στην Επανάσταση», την «Αριστερή Πορεία» και το «Μυστήριο Μπούφο». Πιστεύει με πάθος στον κομμουνισμό και είναι βέβαιος πως θα αλλάξει την πορεία του κόσμου.
Δημιουργεί ένα πρωτότυπο ποιητικό είδος, που με πολλούς τρόπους επηρεάζει την εξέλιξη της παγκόσμιας ποίησης, από τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Λουί Αραγκόν, τον Πάμπλο Νερούδα, τον Γιοχάνες Μπέχερ κ.ά.
Το έργο του δεν είναι απλώς πολιτικό, είναι και γλωσσικά ριζοσπαστικό. Ο Μαγιακόφσκι σπάει τη σύνταξη, επινοεί λέξεις, χρησιμοποιεί την τυπογραφία σαν καμβά. Η ποίησή του είναι κραυγή και σφυγμός - ένας συνδυασμός avant garde και συναισθηματικής έκρηξης. Οποιος τον διαβάζει, ακόμα και σε μετάφραση, νιώθει αυτό το ρεύμα, τη σύγκρουση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, στο πάθος και την ιδεολογία.
Εχει βαθιά πίστη στον Λένιν και γράφοντας το ποίημα «Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν» αναπλάθει καλλιτεχνικά, πάνω σ' ένα πλατύ ιστορικό φόντο, τη ζωή και το έργο του ηγέτη της προλεταριακής επανάστασης. Ο Μαγιακόφσκι αναγνωρίζει την τεράστια σημασία της προσωπικότητας του Λένιν, «του ανθρωπινότερου ανθρώπου» και «οργανωτή της νίκης» του προλεταριάτου.
Το έργο του δεν εξαντλείται σε ύμνους προς τη σοβιετική εξουσία (παρόλο που έγραψε και τέτοιους), αλλά συχνά συγκρούεται με τη γραφειοκρατία. Κάνει κριτική. Αμφισβητεί. Κάποια στιγμή, όπως είναι φυσικό, δυσαρεστεί μηχανισμούς και γραφειοκράτες, αφού - όπως λέει κι ο ίδιος - γίνεται «χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός».
Είναι τότε που και η κριτική τον αντιμετωπίζει με καχυποψία.
Πέρα από την πολιτική, ο Μαγιακόφσκι ήταν και ένας άνθρωπος βαθύτατα τραγικός. Ερωτεύτηκε με τρόπο απόλυτο (ακόμη κι εκεί ανατρεπτικός...), πλήγωσε και πληγώθηκε, έζησε με ένταση. Η Λιλή Μπρικ ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του, αλλά εκείνος δεν τα πήγε ποτέ καλά σ' αυτόν τον τομέα, παραήταν ευαίσθητος για να αντέξει τη σκληρότητα και τις κακουχίες του έρωτα.
Τα πήγαινε καλύτερα με τον αυτοσαρκασμό, προτιμούσε να εκτίθεται, δεν ήταν σοβαροφανής, ήταν μόνο ένας αληθινός, πληγωμένος, παθιασμένος καλλιτέχνης.
Κι εμείς για όλα αυτά τον αγαπάμε, αλλά και για κάτι ακόμα.
«Αν εγώ δεν λάμψω / εσύ πώς θα ξεχωρίσεις στο σκοτάδι;»
Αυτό κάνει σήμερα ο Μαγιακόφσκι. Λάμπει ακόμη. Και μας φωτίζει - όχι σαν άγιος, αλλά σαν μετεωρίτης. Σαν κάποιος που έπεσε απότομα και έσκαψε τον ουρανό.
Το 1930, σε ηλικία 36 ετών, ο υμνητής της ζωής, στις 14 Απρίλη, αυτοκτονεί με μια σφαίρα στην καρδιά.
Το γράμμα που αφήνει, ξεκινάει έτσι:
«Σύντροφοι, να μην κατηγορηθεί κανένας για τον θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο μακαρίτης τα απεχθανόταν τρομερά».
Και λίγο πιο κάτω:
«Μαμά, αδερφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανέναν), μα εγώ δεν έχω άλλη διέξοδο.
Λιλή, αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλή Μπρικ, η μαμά, οι αδερφές και η Βερόνικα Βιτόλντοβνα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, ευχαριστώ.
Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα βρουν άκρη.
Ως λένε, το επεισόδιο θεωρείται λήξαν το λοιπόν, η βάρκα του έρωτα στον καθ' ημέραν βίον έχει συντριφτεί.
Είμαστε πάτσι και πόστα οι δυο μας.
Να 'στε καλά».
Το Κόμμα τον αποχαιρετά με τιμές. Ο Στάλιν λέει αργότερα πως «ο Μαγιακόφσκι είναι και θα παραμείνει ο καλύτερος κι ο πιο ταλαντούχος ποιητής της σοβιετικής εποχής».
Θυμόμαστε σήμερα τον Μαγιακόφσκι, αυτόν τον «νυμφίο του έρωτα, της επανάστασης και του θανάτου», γιατί ήταν ποιητής της φωτιάς, όχι των σαλονιών.
μήτε των γηρατειών τη στοργή!
Μέγας ο κόσμος,
με της φωνής τη δύναμη,
έρχομ' όμορφος,
στα εικοσιδυό μου χρόνια»
Σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο - που πάντα κυνηγά τον εντυπωσιασμό και τη γρήγορη κατανάλωση - ο Μαγιακόφσκι αναδυόμενος από τα ερείπια του σαπισμένου κόσμου της τσαρικής Ρωσίας επαναστάτησε και μας έδειξε πώς να παίρνουμε θέση, πώς να μιλάμε στο όνομα των πολλών, πώς να μην προδώσουμε τη γλώσσα για χάρη της εξουσίας.
«Αν δεν βγαίνετε έξω στους δρόμους και δεν φωνάζετε, η ποίηση πεθαίνει. Αν φοβάστε να λερωθείτε, τότε έχετε ήδη λερωθεί», έλεγε.
Η ποίησή του είναι συγκλονιστικά σημερινή. Διαβάζοντάς την, δεν βλέπεις μόνο έναν ποιητή του 1917. Βλέπεις έναν νέο του σήμερα, του 2025, που παλεύει με τη μοναξιά, την ήττα, την αδικία, την εκμετάλλευση, το ψέμα και μέσα από αυτά εξακολουθεί να φωνάζει:
«Ακούστε! Αν ανάβουν τα αστέρια, είναι γιατί κάποιος τα έχει ανάγκη».
Σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι παραμένει κάτι παραπάνω από ένας σπουδαίος ποιητής της ρωσικής πρωτοπορίας.
Σήμερα, 19 Ιούλη, θυμόμαστε όχι έναν νεκρό ποιητή, αλλά έναν ζωντανό φάρο της επαναστατικής σκέψης. Τον Μαγιακόφσκι δεν τον αναγνωρίζουμε επειδή τον τιμούν κράτη και εκδότες, αλλά επειδή τον τιμά ο λαός.
Κι επειδή έγραψε:
Δεν ζητούμε το έλεος του χρόνου εμείς.
Ο καθένας από εμάς
Κρατάει στα χέρια του
Τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος!