Κυριακή 2 Ιούνη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΜΕΓΑΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Αντιλαϊκός άξονας με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ

Η οικονομική πολιτική όλης της προηγούμενης δεκαετίας ενίσχυσε σε βάρος των εργαζομένων τις θέσεις της οικονομικής ολιγαρχίας. Ομως κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση συμφωνούν με το ΣΕΒ, ότι στο όνομα της διαβόητης ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να ενταθεί η αντιλαϊκή τους επίθεση

Σ' ένα θεαματικό πινκ - πονγκ για τρεις, εξελίχθηκε η ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ την Τρίτη που μας πέρασε. Το πλεονέκτημα του σερβίς το είχαν μεν οι μεγαλοβιομήχανοι, αλλά και στην άλλη πλευρά του φιλέ, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ διαγωνίστηκαν σαν ισάξια συνεταιράκια για το ποιος θα απαντήσει πιο αποτελεσματικά στις αντιλαϊκές πάσες. Το κλίμα, εντελώς διαφορετικό από πέρσι. Τότε που στην αντίστοιχη συνέλευση είχε πυροδοτηθεί η κόντρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΣΕΒ, με αφορμή κυρίως το ασφαλιστικό, στο οποίο η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί χάρη στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Τότε που ο θρασύτατος Λαλιώτης, ανασύροντας το, προ πολλού, αποκηρυγμένο παρελθόν του, έβγαζε ψευτοκορόνες για το «παραμάγαζο του ΣΕΒ». Φέτος, ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε. Επειδή όμως, όπως είπαμε, το παιχνίδι ήταν για τρεις, ο πρόεδρος των μεγαλοβιομηχάνων δεν παρέλειψε να διευκρινίσει ότι οι σχέσεις των εκπροσώπων του κεφαλαίου με την πολιτική και τους πολιτικούς «βασίζονται στην αρχή "κρίνουμε πολιτικές, όχι κόμματα"».

Η ηγεσία του ΣΕΒ κωδικοποίησε το εύρος των αξιώσεων που προβάλλουν οι μεγαλοβιομήχανοι στην περιβόητη ανταγωνιστικότητα. Αυτήν έκλιναν σε όλες τις πτώσεις και οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. «Χρειάζεται ένα νέο όραμα -είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Οδυσσέας Κυριακόπουλος- που θα πάρει τη θέση της ΟΝΕ, και που θα μας συνεγείρει όλους, και θα μας συσπειρώσει, έτσι ώστε να συμβάλλουμε όλοι μαζί για την επιτυχία του. Το όραμα αυτό, δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ανάπτυξη της χώρας μέσα στο παγκόσμιο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον». Και συμπλήρωσε:. «Η πραγματική σύγκλιση, (...) προϋποθέτει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με μια συνεχή διαδικασία αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής».

Χωρίς περιστροφές έδωσε την απάντηση ο Κ. Σημίτης: «Η επιχειρηματικότητα -παραδέχτηκε - ανθεί εκεί όπου υπάρχει ανταγωνισμός, όπου δεν υπάρχουν γραφειοκρατικά εμπόδια», και αμέσως μετά τόνισε με έμφαση: «Αυτή την πολιτική ακολουθούμε».

Ο επί της Οικονομίας υπουργός, Ν. Χριστοδουλάκης, παρουσίασε τις κυβερνητικές απόψεις μ' ένα 28σέλιδο κείμενο. Πριν ξεκινήσει όμως τη θεωρητική ανάλυση των ακραίων νεοφιλελεύθερων επιλογών των κυβερνώντων, αναφώνησε: «Το διαβατήριο της πραγματικής σύγκλισης είναι η ανταγωνιστικότητα».

Λακωνικός, αλλά άκρως συγκεκριμένος ήταν και ο αρχηγός της ΝΔ, Κ. Καραμανλής, που κωδικοποίησε τις θέσεις του λέγοντας: «Η επανίδρυση του κράτους, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, οι τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές, η απελευθέρωση των αγορών, οι πραγματικές αποκρατικοποιήσεις, η ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος παιδείας και η φορολογική μεταρρύθμιση είναι μεγάλες και άμεσες προτεραιότητες».

Το «ψητό»

Ανταγωνιστικότητα, λοιπόν, και πραγματική σύγκλιση. Αυτό είναι το «όραμα» που παρουσίασε πέρσι το Σεπτέμβρη ο Κ. Σημίτης από το βήμα της Θεσσαλονίκης, αυτό προβάλει -και ταυτόχρονα αξιώνει- ο Σύνδεσμος των βιομηχάνων. Αλλωστε, εδώ βρίσκεται και το... ψητό. Στην εξασφάλιση των όρων που απαιτούνται, ώστε να καταφέρει η ντόπια ολιγαρχία να επιπλεύσει στις συνθήκες του σύγχρονου ανταγωνισμού, στην οικονομική ένωση των «15». Και όταν, σε μια ταξικά ανταγωνιστική κοινωνία, μιλάμε για όρους και προϋποθέσεις αύξησης της ανταγωνιστικότητας, εννοούμε ένταση της οικονομικής απομύζησης των οικονομικά ασθενών στρωμάτων. Νέες αντιλαϊκές πολιτικές που θα συμβάλλουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ανατροπές και καινούρια δεδομένα σε ό,τι αφορά τη θέση που έχει η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι στο σύστημα των παραγωγικών σχέσεων της κοινωνίας.

Στο μεταξύ η πολιτική που εφαρμόστηκε στο όνομα του... προηγούμενου οράματος, της ένταξης στην ΟΝΕ, έχει δώσει ήδη θεαματικά αποτελέσματα. Οι άλλοτε μεγάλες επιχειρήσεις έγιναν ακόμα μεγαλύτερες, είτε απορροφώντας δεκάδες μικρότερες, είτε εκτοπίζοντάς τις από το χάρτη. Ετσι για παράδειγμα, τα στοιχεία για τη λεγόμενη «κινητικότητα της ελληνικής βιομηχανίας», όπως παρουσιάζονται στην ετήσια έκδοση του ΣΕΒ (σελίδα 70), δείχνουν ότι από το 1993 παρουσιάζεται μια έξαρση του συγκεκριμένου δείκτη. Εκείνη τη χρονιά, επί συνόλου 4.213 βιομηχανικών επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ) εμφανίστηκαν 1.045 νέες επιχειρήσεις και διέκοψαν τη λειτουργία τους 766, ανεβάζοντας το δείκτη της «κινητικότητας» σε επίπεδα - ρεκόρ (43%) όλης της δεκαετίας. Μεγάλες εξελίξεις είχαμε και τα επόμενα χρόνια, με το δείκτη σε χαμηλότερα επίπεδα. Ολόκληρη τη δεκαετία εμφανίστηκαν 8.931 νέες επιχειρήσεις, ενώ έκλεισαν 6.922. Για να αντιληφθούμε όμως το μέγεθος των αλλαγών που συνέβησαν στη βιομηχανία, πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι στο ίδιο διάστημα έβαλαν οριστικό λουκέτο πολλές χιλιάδες βιοτεχνίες, κύρια οικογενειακού χαρακτήρα, με βασικό γνώρισμα την αυτοαπασχόληση των ιδιοκτητών και το μικρό αριθμό μισθωτών που απασχολούσαν.

Η πολιτική επίθεσης στα λαϊκά εισοδήματα και καταχτήσεις, οι ποικιλόμορφες ενισχύσεις και τα «δώρα» που προσέφεραν οι κυβερνώντες στο μεγάλο κεφάλαιο μαζί με την πολιτική αφανισμού μεγάλου μέρους της παραγωγής από τη βιοτεχνία στις βιομηχανίες, οδήγησε σε σημαντική ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, με κριτήριο τα απασχολούμενα κεφάλαια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ενώ το 1995 οι βιομηχανίες που «απασχολούσαν» κεφάλαια πάνω από 1 δισεκατομμύριο δραχμές, αποτελούσαν περίπου το 19% του συνόλου των βιομηχανιών, το 2000, το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο 30%! (στο ίδιο, σελίδα 94).

Υψηλοί δείκτες για την ολιγαρχία

Οι πολυδιαφημισμένοι όμως «υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης» και η «καλή πορεία της οικονομίας», συνδυάστηκαν και με άλλα ευεργετήματα προς το βιομηχανικό κεφάλαιο, αφού ταυτίστηκαν με τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής δομής των επιχειρήσεων. Μια πολιτική που αρχικά πήρε τη μορφή της συνεχούς και άνευ όρων χρηματοδότησης των επιχειρηματιών και συνεχίστηκε με το κόλπο του χρηματιστηριακού τζόγου, που απέφερε στην ολιγαρχία κεφάλαια πάνω από 10 τρισεκατομμύρια δραχμές. Τα στοιχεία που αφορούν τη σχέση των ιδίων κεφαλαίων προς τα ξένα κεφάλαια με τα οποία εξασφαλίζεται η λειτουργία των επιχειρήσεων, εκτός από όλα τα άλλα απαντά και στους κομπασμούς εκείνων που ισχυρίζονται ότι δήθεν με δικά τους κεφάλαια φτιάχνονται οικονομικές τους αυτοκρατορίες. Η σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια αποδεικνύει ότι οι διάφοροι σημερινοί επιχειρηματικοί όμιλοι χρωστούν στην ευρωστία τους, πέρα από τις προκλητικές αναθέσεις που είχαν εκ μέρους του δημόσιου τομέα και την αντιλαϊκή πολιτική συνολικά και σε ένα πακτωλό κεφαλαίων που εισέρευσαν από το τραπεζικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας για κάθε δραχμή που δήλωναν ότι επένδυαν οι μεγαλοβιομήχανοι, αντιστοιχούσαν ακόμα 2,6 δραχμές ξένων, κύρια τραπεζικών, κεφαλαίων. Η πολιτική ενίσχυσης των επιχειρηματιών που ακολουθήθηκε ολόκληρη τη δεκαετία, στο όνομα της ΟΝΕ, είχε σαν αποτέλεσμα, στο τέλος του 2000 τα ίδια προς τα ξένα κεφάλαια να καταλήξουν στο 1 προς 1...

Τα οφέλη που απέσπασαν οι μεγαλοβιομήχανοι, μαζί με τους άλλους εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας, χάρη στην εφαρμοζόμενη πολιτική της προ ΟΝΕ εποχής, είναι δεδομένα και χειροπιαστά. Οπως χειροπιαστές είναι για το σύνολο της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων οι δυσμενείς συνέπειες και οι δυσβάστακτες επιπτώσεις αυτής της πολιτικής. Αυτό όμως που αντάλλαξαν ως δέσμευση και απηύθυναν ως μήνυμα προς τους υπόλοιπους οι τρεις πρωταγωνιστές της συνέλευσης του ΣΕΒ, ήταν ότι... υπάρχουν και χειρότερα. Και τα χειρότερα αυτά κάνουν ήδη την εμφάνισή τους και στο χώρο των εργασιακών σχέσεων και στο ασφαλιστικό και στην απασχόληση και στην υγεία και στην παιδεία και παντού. Και μέχρι το λαϊκό κίνημα, το Μέτωπο των δυνάμεων που πλήττονται από αυτή την πολιτική καταφέρει να μετουσιώσει την κλιμακούμενη αντίσταση σε οριστικό φραγμό και ολομέτωπη αντεπίθεση, τόσο οι -υπάρχουσες και εν αναμονή- κυβερνήσεις θα απεργάζονται από κοινού με το ΣΕΒ και τις άλλες δυνάμεις της ολιγαρχίας το δικό τους αντιλαϊκό άξονα. Το μαύρο μέτωπο, που έχοντας στο στόχαστρό του τον «εχθρό λαό», θα θωρακίζει και θα επιβάλει ό,τι πιο αντιδραστικό και αντιλαϊκό σχέδιο εκπονείται στα επιτελεία της πλουτοκρατίας.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ