Κυριακή 2 Ιούνη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Οι γερανοί καταμαρτυρούν

Προδημοσίευση*

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ω γερανοί καταμαρτυρήσατε και κολάσατε τους ληστάς

Ιβυκος ο ποιητής

Αναχώρηση από το Μαυροβούνι 25/9/46

Λίγες μέρες από τη σύλληψη του πατέρα πιέστηκα από τη μάνα να φύγω για την Αθήνα.

Αφηνα το πανέμορφο Μαυροβούνι, αγνάντεψα τη θάλασσα, τα βουνά, τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, τα Κύθηρα, το Αλαφονήσι, την Κρανάη και το φάρο, τον πανέμορφο μαρμάρινο φάρο με κείνο το φανάρι που αγναντεύαμε ομαδικά στη ρούγα τα παιδιά και οι μεγάλοι. Τι όνειρα πλάθαμε κοιτάζοντας τις πολύχρωμες ανταύγειες του όταν αυλακώνανε τη θάλασσα. Αχ, σε εκείνο το φάρο δεν ανέβηκα ποτέ και ας το 'θελα πολύ. Τα πρώτα κυκλάμινα είχαν φυτρώσει. Χοιρινά, κότες, γαϊδούρια έβοσκαν αμέριμνα τη μικρή χλόη που ξεπρόβαλε μετά από τις πρώτες φθινοπωριάτικες βροχές. Η κοπριά μύριζε και αφού φαινότανε άγια μυρωδιά. Ολους τους άφηνα πίσω μου. Τη μάνα, το Μιχάλη, την Ελένη, τη Μαρία, τη θεία την Ποτά την αγράμματη, το κοφτερό μυαλό, που μας είχε στην καρδιά της, τη θεία τη Ζαφείρω, τον μπάρμπα Μιχάλη, αδέλφια του πατέρα μου, τη θεία τη Γιωργίτσα, τη φιλόξενη που πούλαγε με το γαϊδουράκι της μαναβική, και πάντα θα είχε στην τσέπη της φουστάνας της ένα παξιμαδάκι, μια καραμέλα, ένα πενηνταράκι για μας και εμείς την αγκαλιάζαμε και τη φιλούσαμε και κείνη μας έλεγε: Ε! άντε πηγαίνετε τώρα.

Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι χωριανοί όλοι μαζεύονταν στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα, από τα νύχια των ποδιών μου μέχρι τα μαλλιά κάτι με 'σφιγγε. Γονάτισα, ξάπλωσα καταγής, αγκάλιασα την πέτρα, φύλαγα το χώμα, κόλλησα κάτω και έκλαιγα πνιχτά μη ντροπιαστώ μπροστά στη θεία μου την Κατίγκο που με πήγαινε στο καράβι για να με στείλει στην Αθήνα. Γονάτισε πλάι μου, μου χάιδεψε το κεφάλι. Σώπα παιδάκι μου, σώπα μην κλαις θα ξανάρθεις στη μανούλα σου και έκλαιγε και κείνη. Με σήκωσε, ήμουνα σαν κουρέλι. Με παρηγόρησε - λίγο, συνήλθα.

Μπροστά το γαϊδουράκι με τα λίγα πράγματα που έπαιρνα μαζί μου ξοπίσω εμείς πηγαίναμε για το λιμάνι του Γυθείου. Το πλοίο το 'βλεπα, το εχθρευόμουνα, πού θα με πάει; Η μάνα μου με στέλνει στην Αθήνα για να γλιτώσω, να γλιτώσω από το θάνατο. Εκείνη, τα αδέλφια μου, η θεία μου η Ποτά;

Τα βουνά τριγύρω γκριζοπράσινα, όμορφα. Ο ήλιος λαμπερός, σύννεφο δεν υπήρχε στον ουρανό, η καρδιά μου; Η καρδιά μου κάρβουνο, θεέ μου πως αντέχω!

Κατηφορίζαμε τον παλιό δρόμο. Η άσφαλτος άρχιζε να ζεσταίνει, ήτανε ακόμα Σεπτέμβρης. Οι αναμνήσεις στριμοχνώντουσαν στο μυαλό μου οι διαβάτες λίγοι, τα περισσότερα σπίτια κλειστά, ο τρόμος παντού, φτάσαμε στο λιμάνι. Εκεί είχε κόσμο πολύ. Μας κοίταζαν λοξά, μερικοί κάτι ψιθύριζαν, με αγριοκοίταζαν. Η θεία μου η Κατίγκο ανήκε σε δεξιά οικογένεια με στρατηγούς και ναυάρχους, κανείς δεν τολμούσε να την προσβάλει. Ετσι περνώντας ανάμεσά τους φτάσαμε στο καράβι. Εκανε νόημα σε ένα ναύτη. Ο ναύτης ήρθε να με πάρει, ίσως κατάλαβε.

Η θεία με έσφιξε στην αγκαλιά της, με φίλησε, καλό κουράγιο παιδάκι μου, καλή τύχη. Εφραξε το στόμα της με την τσεμπέρα της και γύρισε να φύγει βιαστικά, ίσως για να μη δω τα μάτια της, μα εγώ τα πρόλαβα, τρέξανε σαν βρύσες.

Ο ναύτης με τράβαγε από το μανίκι να ανεβώ τη σκάλα. Εγώ κοίταζα τη θεϊκιά σιλουέτα, την ψηλόλιγνη μαυροφόρα που απομακρυνόταν.

Πρόσεξε θα πέσεις φώναξε ο ναύτης, και σαν να τον άκουσε η θεία γύρισε και κούνησε το χέρι της, τη χαιρέτησα κι εγώ, τώρα προσοχή είπε ο ναύτης μέχρι να σαλπάρουμε. Με πήγε ανάμεσα σε κάτι βαρέλια κοντά σε άλλους ναύτες και μου είπε δε θα το κουνήσεις ρούπι.

Αγκάλιασα ένα μικρό χαρτόκουτο με λίγα σταφύλια, το σακουλάκι μου με λίγο τραχανά και χυλοπίτες και ένα δεματάκι με ψωμί και ελιές τσακιστές για το ταξίδι. Κουλουριάστηκα και έσφιγγα την καρδιά μου.

Προσπάθησα να εξηγήσω τα όσα μου συμβαίνουν, δεν μπόρεσα. Εδωσα ένα δυνατό μπάτσο με τα δυο μου χέρια στο πρόσωπό μου και έπεσα μπρούμυτα στο κατάστρωμα, από δάκρυα τίποτ' άλλο.

Ενα ανθρώπινο ουρλιαχτό μ' έκανε να ανασηκωθώ στα γόνατα. Πνίχτε το Βούλγαρο, πνίχτε την κομμούνα.

Χίτες είχανε ανέβει στο καράβι και πετάξανε έναν νεαρό στη θάλασσα. Στο κατάστρωμα πανικός, φωνές, οργισμένος φώναζε ο καπετάνιος. Οι ναύτες έτρεχαν. Το δίχτυ, ρίχτε το δίχτυ και με το δίχτυ ανέβασαν το παλικάρι που σπάραζε σαν το πιασμένο ψάρι στο κατάστρωμα. Ητανε ο Μήτσος ο Μιχαλακάκος από το Νύφι.

To πλοίο σαλπάρει φώναξε ο καπετάνιος και ταυτόχρονα οι τουρμπίνες άρχισαν να λειτουργούν, ακούστηκε το γρύλισμα της άγκυρας και ο αφρός πετάχτηκε από την προπέλα. Το πλοίο φεύγοντας αυλάκωνε τη θάλασσα. Τα ουρλιαχτά των κανίβαλων ακούγονταν ακόμα. Ολος ο εσμός των χιτών και των ταγματασφαλιτών μαζευότανε στο λιμάνι όταν ερχότανε το καράβι.

Ουρλιάχτε σκύλοι ψιθύρισα, ουρλιάχτε, ξοπίσω σας μένει κι άλλο ανθρώπινο κρέας να φάτε, αχόρταγοι.

Εγερνε το δειλινό, τα βουνά γίνονταν γκρίζα. Το απαλό κυματάκι λαμπύριζε και η καταγάλανη θάλασσα αγκάλιαζε την ακτή. Ολα όμορφα και γαλήνια. Δεν μπορείς να νιώσεις την ομορφιά του Γυθείου αν δεν το δεις από καράβι. Αν δεν το αγκαλιάσεις ολόκληρο με τα μάτια σου και την καρδιά σου.

Η δική μου καρδιά λαβωμένη σαν το λαβωμένο πουλί.

Τα μάτια μου πέσανε στο νεκροταφείο του χωριού, ξεχώριζα τους σταυρούς. Εβλεπα τα κεραμίδια του σπιτιού μας, το καμπαναριό του Αγιάννη και άλλα σημάδια.

Μου φαινότανε πως πέφτω σε λήθαργο. Εκλεισα τα μάτια να μη βλέπω. Εσφιξα το στήθος μου με τα δυο μου χέρια και άρχισα να ψιθυρίζω στίχους του Μαρκορά:

Μες στο γοργό πλεούμενο που στα νερά του τρέχει

τώρα που η ξάστερη βραδιά καμιά πνοή δεν έχει

να 'ξερες θάλασσα καλή με πόση τρικυμία

χτυπάει ψυχές αδύνατες νύχτα κρυφή και κρύα...

Ανοιξα τα μάτια μου μπροστά στο βράχο του Καβομαλιά. Ενα στοιχειό, ένα θεόρατο στοιχειό. Πρώτη φορά περνούσα, πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο γκρεμό.

Εκεί στη μέση του βράχου ήτανε μια σπηλιά. Ενας κολασμένος για να αγιάσει κατέβηκε με ένα σκοινί στη σπηλιά και μετά δεν μπορούσε ούτε να ανέβει, ούτε να κατέβει.

Εδενε στο σκοινί ένα καλάθι και ένα σταμνί και τα περαστικά πλεούμενα του έδιναν τρόφιμα και νερό.

Τώρα ο καλόγηρος δεν υπάρχει, έγινε θρύλος.

Δεν ξανακοιμήθηκα. Τα φώτα του καραβιού δε μ' άφηναν να αγναντεύω τη θάλασσα και τα νησιά.

Αρχισε να χαράζει. Το κρύο με περόνιαζε. Στο αμπάρι δεν τολμούσα να κατέβω, μου φαινότανε πως θα κατέβω στον Αδη.

Σηκώθηκα όρθιος, ήμουνα σα μεθυσμένος. Προσπάθησα να περπατήσω. Τρέκλιζα. Πιασμένος δω, πιασμένος κει έφτασα στην κουπαστή. Το κύμα αφροστεφάνωνε το καράβι, το χάζεψα λίγο. Το στομάχι μου άδειο, μου ερχότανε αναγούλα. Ξαναγύρισα στη θέση μου. Ξεδίπλωσα το δεματάκι, δεν είχα όρεξη να φάω.

θυμήθηκα τη μάνα μου, μου έλεγε, όταν δεν έχεις όρεξη να φας, φάε λίγο η πρώτη μπουκιά είναι τρυπάνι, η όρεξη ανοίγει και η άλλη πάει και δεν την πιάνει.

*Από το ανέκδοτο βιβλίο του Λευτέρη Αναστασάκου


Του Λευτέρη ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΟΥ*

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Στο στόμα του λύκου για το συμφέρον του εφοπλιστικού κεφαλαίου(2024-02-28 00:00:00.0)
Ο φόνος στο αλάτι(2023-06-17 00:00:00.0)
«Ποιητική Αδεία»(2008-07-12 00:00:00.0)
«Συνήθης πρακτική» οι δολοφονικές παρατυπίες(2007-01-23 00:00:00.0)
«Μάθημα πορείας νυχτερινό»(2003-02-09 00:00:00.0)
Στο βωμό της εφοπλιστικής εκμετάλλευσης(1999-01-16 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ