Την ίδια ώρα, οι κατευθύνσεις της ΕΕ για την «πράσινη μετάβαση» προβλέπεται να δημιουργήσουν επιπλέον εμπόδια για την απόκτηση ή την ενοικίαση κατοικίας από τη λαϊκή οικογένεια, καθώς αυξάνουν ακόμα περισσότερο το κόστος.
Με βάση τον νέο κανονισμό που εγκρίθηκε και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όλες οι κατοικίες που είτε θα νοικιάζονται είτε θα πωλούνται, από το 2030 θα πρέπει να ανήκουν τουλάχιστον στην κατηγορία Ε' των Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης.
Ετσι, όσα ακίνητα κατατάσσονται σήμερα στις δύο τελευταίες κατηγορίες, σε περίπτωση που δεν αναβαθμιστούν ενεργειακά, θα τεθούν εκτός διαθεσιμότητας. Να σημειωθεί ότι υπολογίζεται πως το 55% του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος αφορά ακίνητα που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980, χωρίς καμία μόνωση, ενώ δεν ακολουθούν και τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς.
Μάλιστα, ο «πήχης» θα ανέβει από το 2033, κατά ακόμα μία κατηγορία ενεργειακού πιστοποιητικού, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση όπου θα υπάρχει μεγάλο απόθεμα ακινήτων τα οποία δεν θα πληρούν τα κριτήρια, και δεν θα μπορούν ούτε να πουληθούν αλλά ούτε και να ενοικιαστούν.
Παρά τα όσα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς κατοικίας, το σύνολο των νοικοκυριών στην ΕΕ αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα.
Σύμφωνα με την Eurostat, από το 2010 έως το 2022 τα ενοίκια σε όλη την ΕΕ αυξήθηκαν 18% κατά μέσο όρο. Επίσης, αυξάνεται διαρκώς το ποσοστό των νοικοκυριών (πάνω από 10%) που καταβάλλουν τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης.
Οι επενδύσεις στις κατοικίες δεν βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά αντίθετα «ζεσταίνουν» την αγορά και τα ενοίκια παίρνουν φωτιά. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, από το 2010 μέχρι σήμερα, το 25% των κατοικιών στις τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις έχουν περάσει στα χέρια επενδυτών, που με τη σειρά τους εκτόξευσαν τα ενοίκια.