Κυριακή 28 Απρίλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γαλλικές εκλογές και Αριστερά

Το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών και μάλιστα σε συνδυασμό με τη νίκη του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και τη γενικότερη συντηρητική, συχνά ακροδεξιά, όπως στην Αυστρία, εκλογική στροφή στην Ευρώπη, αν αναλυθεί από την οπτική γωνία της Αριστεράς οδηγεί αβίαστα σε ορισμένα συμπεράσματα και στην αναγκαιότητα ανάληψης σημαντικών πρωτοβουλιών από τις δυνάμεις της μη ενσωματωμένης Αριστεράς.

Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη γαλλική εκλογική αναμέτρηση είναι:

-Το σημαντικό ποσοστό της αποχής (γύρω στο 30% μαζί με τα λευκά και άκυρα).

-Το σημαντικό ποσοστό της ακροδεξιάς (γύρω στα 20%).

-Η ήττα των σοσιαλιστών, που για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία δεν κατορθώνουν να περάσουν στο δεύτερο γύρο των εκλογών (γύρω στο 16,3%).

-Η ιστορική ήττα του Κομμουνιστικού Γαλλικού Κόμματος. το οποίο απέσπασε το πιο χαμηλό εκλογικό ποσοστό από ιδρύσεώς του το 1920 στο συνέδριο της Τουρ (περί το 3,5%).

-Η άνοδος της μη κυβερνητικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, που για πρώτη φορά στην ιστορία ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό ψήφων του ΚΚ (αθροιστικά περίπου τετραπλάσιες ψήφους).

Τα στοιχεία αυτά, παρά το ότι αφορούν στις προεδρικές εκλογές είναι σαφές ότι εκφράζουν, σε μεγάλο βαθμό, τη στάση του εκλογικού σώματος απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης της «κεντροαριστεράς», ότι εκφράζουν τη στάση απέναντι σε προβλήματα που δημιούργησε αυτή η πολιτική.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι εκφράστηκε μια λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην «κεντροαριστερή» κυβέρνηση, βρήκε διέξοδο από τη μια στην ενίσχυση των μη ενσωματωμένων αριστερών σχημάτων που δε συμμετείχαν, αλλά αντιπάλεψαν την κυβερνητική πολιτική και από την άλλη στην ακροδεξιά.


Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι συνήθως μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του Λεπέν προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα, τότε εύκολα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της αποξένωσης, μια στρεβλή έκφραση δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, η οποία, ας μην μας διαφεύγει, υλοποιήθηκε, σε ασίγαστη συνεργασία με την παραδοσιακή Δεξιά στα πλαίσια της συγκατοίκησης. -Δεξιός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «αριστερή» κυβέρνηση.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται από τη μια για ψήφο καταδίκης μιας οικονομικής αντιλαϊκής πολιτικής που αυτοαποκαλούνταν αριστερή, αν και σε ορισμένους τομείς όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και οι απολύσεις ξεπέρασε ακόμη και την παραδοσιακή Δεξιά, και από την άλλη μιας εξωτερικής πολιτικής, που υστερούσε σε ανεξαρτησία απέναντι στην ΕΕ, αλλά και στις ΗΠΑ, ακόμη και του παραδοσιακού ντεγκολικού γαλλικού πατριωτισμού, μιας εξωτερικής πολιτικής, που λόγω πρόσδεσης στην ΕΕ έκανε ακόμη και το λαό της Γαλλίας, να νιώθει ότι αλλού παίρνονται οι μεγάλες αποφάσεις.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη νίκη του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, τον οποίο καλό είναι να θυμόμαστε ότι πολέμησε με πρωτοφανή, για τα ιταλικά δεδομένα, βιαιότητα το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σινάφι, που είχε ταχτεί αναφανδόν υπέρ της «κεντροαριστεράς», την οποία θεωρούσε ως πιο αποτελεσματικό διαχειριστή των συμφερόντων του.


Associated Press

Ο Λεπέν, λοιπόν, εκμεταλλεύτηκε την καταδίκη στη λαϊκή συνείδηση, μιας κατ' όνομα «αριστερής» πολιτικής, προβάλλοντας μια φιλολαϊκή κοινωνικοοικονομική πολιτική, ένα αντιευρωπαϊκό προφίλ, τον γαλλικό εθνικισμό, την ξενοφοβία και την ανασφάλεια των πολιτών, η οποία και ανέκυψε ως πρωτεύον πρόβλημα από την ίδια κοινωνικοοικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Ακόμη και η αύξηση της εγκληματικότητας, η οποία φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υπερψήφισή του, ήταν και αυτή προϊόν αυτής της πολιτικής. Οι ευθύνες, λοιπόν, της πολιτικής της «κεντροαριστεράς» συνολικά, για την άνοδο της ακροδεξιάς είναι τεράστιες.

Ταυτόχρονα, η «κεντροαριστερά», με την πολιτική της, κατόρθωσε να εξαλείψει τα όρια που τη διέκριναν από την παραδοσιακή Δεξιά, έτσι που οι μόνες διέξοδοι να είναι είτε η αποχή, «μια που όλοι είναι μια από τα ίδια και που οι αποφάσεις παίρνονται αλλού», είτε ο Λεπέν από τη μια και η αντιπολιτευόμενη Αριστερά από την άλλη.

Κύριοι υπεύθυνοι αυτής της προς τα δεξιά ισοπέδωσης, όπως άλλωστε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι άλλοι από τους σοσιαλιστές. Η πολιτική τους αλλά και οι θέσεις τους, κατά την προεκλογική εκστρατεία, είχαν ως αποτέλεσμα το 65% των Γάλλων, με βάση μια προεκλογική σφυγμομέτρηση, να μη διακρίνουν καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον σοσιαλιστή υποψήφιο και πρωθυπουργό Ζοσπέν και τον δεξιό υποψήφιο, Πρόεδρο Σιράκ. Ομως, οι σοσιαλιστές έχουν και πιο άμεσες ευθύνες για την άνοδο του Λεπέν και τούτο διότι επί χρόνια τον ανέχονταν, αν δεν τον στήριζαν υπόγεια, στο όνομα της δυνατότητας που είχε να αποσπάσει ψήφους από την παραδοσιακή Δεξιά.

Το ΚΚ ευθύνεται γιατί, με τις συνεχείς σχιζοφρενικές του παλινδρομήσεις, απέναντι στους σοσιαλιστές από την εποχή του «κοινού προγράμματος» Μαρσέ - Μιτεράν και την πρόσφατη σταθεροποίησή του στη λογική της αστικής εξουσιολαγνείας, της «παρουσίας στην κεντρική πολιτική σκηνή», δηλαδή της συμμετοχής σε μια αστική κυβέρνηση, αντί να αποτελέσει πόλο μαχητικής αντίστασης, διεκδίκησης και πραγματικής ριζοσπαστικής διεξόδου, λειτουργούσε ως ο καλύτερος κυματοθραύστης του συστήματος.

Ετσι, με πολιτική ευθύνη της «κεντροαριστεράς», αντί η εκλογική τουλάχιστον μάχη, που έτσι και αλλιώς ούτε η μοναδική είναι ούτε η πρωτεύουσα, να διεξάγεται στο δεύτερο γύρο ανάμεσα στους υπερασπιστές της βαρβαρότητας και του νεοφιλελευθερισμού από τη μια και τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις από την άλλη, θα διεξαχθεί ανάμεσα στην παραδοσιακή Δεξιά και την ακροδεξιά.

Και, βεβαίως, η άνοδος της ακροδεξιάς, κάθε άλλο παρά οφείλεται, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, στη μη συγκρότηση από τον πρώτο γύρο ενός ενιαίου κεντροαριστερού μετώπου. Πράγματι, ένα τέτοιο μέτωπο ενδεχομένως να απέτρεπε κοντοπρόθεσμα να βγει δεύτερος ο Λεπέν, ταυτόχρονα, όμως, θα τον καθιστούσε στο άμεσο μέλλον τη μοναδική εναλλακτική λύση στον νεοφιλελευθερισμό και κυρίως θα επικύρωνε μια πολιτική που εκτρέφει κινήματα φασιστικού τύπου.

Οσον αφορά στις δυνάμεις της μη ενσωματωμένης Αριστεράς, παρά την αύξηση των δυνάμεών τους και μάλιστα με δεδομένα τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν, δεν είναι άμοιρες ευθυνών που δεν επιδίωξαν τη συγκρότηση ενός ενιαίου αριστερού ριζοσπαστικού πόλου.

Αν, λοιπόν, η Αριστερά θέλει να βγάλει κάποιο συμπέρασμα τόσο από τις γαλλικές όσο και από τις ιταλικές εκλογές και όχι μόνον, αυτό είναι κατά κύριο λόγο ότι η «κεντροαριστερή» λύση, δηλαδή η μετατροπή της σε διεκπεραιωτή της αστικής διαχείρισης, αποτελεί το νεκροθάφτη της, ενώ ταυτόχρονα νεκρανασταίνει την ακροδεξιά.

Με αυτά τα δεδομένα, ένας μόνο δρόμος απομένει στην Αριστερά, πόσο μάλλον αν λάβει κανείς υπ' όψη του τον αρνητικό διεθνή σε βάρος της συσχετισμό. Είναι ο δρόμος του μετωπικού αντικαπιταλιστικού αγώνα. Στο βαθμό που όλες οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κόμματα, κινήσεις, κινήματα, ανένταχτοι αριστεροί, δε συνειδητοποιήσουν άμεσα την αναγκαιότητα να παραμερίσουν όχι τις αρχές τους, αλλά τις δευτερεύουσες, συχνά τεχνητές ή και πραγματικές διαφορές τους, με στόχο τη διαμόρφωση, τόσο κατά την πάλη για τα καθημερινά προβλήματα, όσο και κατά τους αγώνες και για τα μεγάλα τοπικά ή διεθνή ζητήματα, αλλά και για τις εκλογές, ενός αριστερού αντικαπιταλιστικού μετώπου, στο βαθμό που θα συνεχίζουν να θέτουν πάνω απ' όλα και να αναγάγουν σε αυτοσκοπό τα μεγαλύτερα ή μικρότερα ...μαγαζιά τους, θα είναι συνυπεύθυνες όχι μόνο για την πολύ πιθανή δική τους συρρίκνωση, όχι μόνο για τη διαιώνιση με μπλε, πράσινες, ροζ, ή πολύχρωμες αποχρώσεις της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά ακόμη και για τα αυγά του φιδιού που μπορούν και εκκολάπτονται και χάρη στη δική τους πολυδιάσπαση. Ο καθένας, λοιπόν, ανάλογα με το ειδικό του βάρος, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της αδράνειάς του, ας αναλάβει τις ευθύνες του πριν είναι πολύ αργά.


Του
Γιώργη ΡΟΥΣΗ*
* Ο Γ. Ρούσης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ