Από το 2003 ακόμη, ο Ευ. Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού, και από το βήμα της συνόδου για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον οπτικοακουστικό τομέα, που είχε πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, είχε καταστήσει σαφές το πλαίσιο των ιδεολογικών στόχων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων του χώρου: «Οποιος ελέγχει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, εν τέλει αποκτά και το πλεονέκτημα αυτού που ονομάζεται πολιτική ηγεμονία. Δεν μπορεί η Ευρώπη να έχει πολιτική υπόσταση, να έχει πολιτική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει και πολιτιστική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει υπό τον στοιχειώδη έλεγχό της τους δικούς της ιδεολογικούς μηχανισμούς».
Ενώ, πριν έναν χρόνο, το ΝΑΤΟ έκανε μία σειρά από διαδικτυακά σεμινάρια εκπαιδευτικής πολιτικής, στα οποία συμμετείχε από την πλευρά της Ελλάδας το ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων), όπου αναλύθηκε το πώς θα μπορούσαν να περάσουν καλύτερα τη στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ στην κοινή γνώμη σε σχέση με μία σειρά ζητήματα όπως π.χ. τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σε αυτά τα σεμινάρια η κύρια κατεύθυνση που δινόταν ήταν ότι ο στόχος αυτός θα έπρεπε να επιτευχθεί όχι με μία προσέγγιση «προστατευτισμού», αλλά με μία «θετική ανάπτυξη της σκέψης των πολιτών». Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ, «σε έναν τρόπο ζωής που έχουμε συνηθίσει να απολαμβάνουμε, αλλά έχουμε έρθει στο σημείο να τον αμφισβητήσουμε... Πρέπει να αναζωογονήσουμε την πίστη στα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνικοοικονομικές δομές και νόρμες».
Τα τελευταία χρόνια εντατικοποιείται η προσπάθεια από μεριάς της ΕΕ, για να αξιοποιηθεί πιο αποδοτικά ο πολιτιστικός τομέας για την ενίσχυση της κερδοφορίας. Ο κινηματογράφος και η οπτικοακουστική βιομηχανία, ως ο πολιτιστικός κλάδος με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου, που έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συνεισφέρει και στην ενίσχυση άλλων, διασυνδεόμενων με αυτόν, τομέων της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η αποκαλούμενη «ψηφιακή οικονομία», οι τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λπ., βρίσκεται στην προμετωπίδα αυτού του αγώνα δρόμου.
Διαχρονικά οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα προσπάθησαν να καλλιεργήσουν στους δημιουργούς του κινηματογράφου και τους φορείς του, καθώς και στο σύνολο των εργαζομένων σε αυτόν τον τομέα, την ψευδαίσθηση ότι οι μεγάλες επενδύσεις στον οπτικοακουστικό τομέα, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων θα εξασφαλίσουν δυνατότητες για την ανάπτυξη του εγχώριου κινηματογράφου, της μικρής «ανεξάρτητης» παραγωγής.
Ομως, η «εξίσωση» «ξένες παραγωγές = ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών και στήριξη των δημιουργών» δεν ισχύει. Οχι μόνο είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη, αλλά, αντίθετα, έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις εθνικές κινηματογραφίες.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα χρειάζεται να εξεταστούν οι εξελίξεις γύρω από τον οπτικοακουστικό τομέα.
Είναι γνωστή η προσπάθεια του αστικού κράτους που «αποσύρεται» συνειδητά από την οικονομική ενίσχυση των δημιουργών, ώστε το τεχνητά δημιουργημένο κενό να καλυφθεί από τις δυνάμεις της «αγοράς»... Ενα σωρό νομοθετικές ρυθμίσεις και στον κινηματογράφο το φανερώνουν.
Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω αλλαγές:
Τώρα που έχει συγκεντρωθεί μια αρχική πείρα από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, τροφοδοτώντας με προβληματισμό τον χώρο των δημιουργών και με ανησυχία τον χώρο των εργαζομένων, χρειάζεται μια πιο αποφασιστική αντιπαράθεση στην προσπάθεια πολιτικών δυνάμεων να αναπαράγουν παλιές και να δημιουργούν νέες αυταπάτες.
Για την αστική τάξη της χώρας ο κινηματογράφος έχει αξία στον βαθμό που συνδυάζεται με τον τουρισμό και άλλους κλάδους της οικονομίας, στον βαθμό που προβάλλει στο εξωτερικό τα χιλιόμετρα των υπέροχων ακτογραμμών, τα σκηνικά των πανάρχαιων μνημείων, το πλούσιο και εναλλασσόμενο φυσικό ανάγλυφο και την πρόσφορη για εκμετάλλευση εγχώρια εργασιακή «αγορά». Ολα αυτά δηλαδή που διαφημίζουν τα γραφεία προσέλκυσης και υποστήριξης οπτικοακουστικών παραγωγών, που έχουν σπαρθεί σε κάθε Περιφέρεια και στους δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Για την αστική τάξη, ο κινηματογράφος έχει με λίγα λόγια σημασία στον βαθμό που προασπίζει την οικονομική εξουσία της και την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της. Ετσι η αντίθεση δεν βρίσκεται ανάμεσα στο «εθνικό» και το «διεθνές», αλλά ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους και τους αυτοαπασχολούμενους σκηνοθέτες και άλλους εργαζόμενους - συντελεστές της κινηματογραφικής παραγωγής.
Σ' αυτό το περίγραμμα για τους σκηνοθέτες και τους τεχνικούς του κινηματογράφου προέχει αυτήν τη στιγμή να ενισχυθεί ο αγώνας τους για την υπεράσπιση των δημιουργικών και εργασιακών δικαιωμάτων τους.
Η διεκδίκηση όμως των δικαιωμάτων θα γίνεται πιο αποτελεσματική, όσο θα δυναμώνει η πεποίθηση ότι χρειάζεται να διαμορφώσουμε ένα ισχυρό ριζοσπαστικό ρεύμα στη νεολαία και την κοινωνία, στο οποίο ο κινηματογράφος και οι τέχνες γενικότερα θα αποτελούν ένα ισχυρό όπλο για να απαντήσουμε στο κλίμα της πνευματικής ρηχότητας της ανεπάρκειας, στο ευτελές και το χυδαίο που αναπαράγει το σύστημα.
Είναι ανάγκη να διαμορφώσουμε ιδεολογικό μέτωπο, που θα βοηθήσει στην παραγωγή και στήριξη του ριζοσπαστικού έργου. Μπορούμε να ερευνήσουμε, να κατανοήσουμε και να δώσουμε στο έργο μας τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Χρειάζεται να παλέψουμε για μια άλλη ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που μέτρο της προόδου της δεν θα έχει το κέρδος, αλλά την καθολική ευημερία και την εξέλιξη του ανθρώπου σε ολόπλευρο άνθρωπο. Και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια νέα οργάνωση της κοινωνίας, όπου όλα τα κοινωνικά αγαθά, τέτοια όπως η Τέχνη, θα πάψουν να είναι εμπόρευμα και θα περάσουν στον κοινωνικό προγραμματισμό και έλεγχο από τους ίδιους τους δημιουργούς τους.