Δύο χρόνια χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη
Κι όμως, τα τραγούδια του είναι «παρόντα». Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού η Τέχνη που έπλασε, ζυμωμένη με τους καημούς, τις αγωνίες, την πάλη και τα οράματα των ταπεινών και καταφρονεμένων, είναι διαχρονική και τέτοια θα μείνει. Στα πάνω από 70 χρόνια δημιουργίας του, ευτύχησε να δει τα έργα του να ριζώνουν σε ψυχές, να πυρπολούν τα όνειρα, για να «λάβουν εκδίκηση». «Η μουσική του Μίκη είναι ζυμωμένη με όλα εκείνα τα υλικά που φτιάχνουν τη μεγάλη Τέχνη, την Τέχνη που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η ΚΕ του ΚΚΕ.
Ο λαός που αγωνίζεται, ο λαός που νικά, ο λαός που ηττάται και βασανίζεται, ο λαός που ελπίζει αποτελεί την έμπνευσή του, γιατί μέρος του ήταν και ο ίδιος. Η Τέχνη και ο Αγώνας έγιναν ένα στη ζωή του. Και γι' αυτό κατάφερε με το έργο του να καταγράψει σαν σεισμογράφος τις διακυμάνσεις της συνείδησης του λαού μας, καθώς τη διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα, οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτικές εξελίξεις. «Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτήν τη μουσική», έλεγε. Μια παραδοχή που δεν δίστασε να κάνει φτάνοντας στο τέλος της ζωής του. «Την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ' το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα "Μεγάλα Μεγέθη". Ετσι, βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για τον λόγο αυτό, θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής», έγραφε το 2020 σε επιστολή που άφησε στον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα.
INTIME NEWS |
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925. Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια η μουσική για τον ίδιο είναι η παρηγοριά και η καταφυγή του. Οι πρόβες μιας επαρχιακής ορχήστρας, η θέα ενός πιάνου, τον συγκινούν. Οταν έφηβος ακούει την 9η του Μπετόβεν, τον συγκλονίζει. «Δεν υπάρχει, νομίζω, για έναν μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική...».
Τις δεκαετίες 1940 - 1960, αφού σπούδασε στα Ωδεία Αθηνών και Παρισιού μουσική σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συμφωνική μουσική. Στη συνέχεια, όπως ο ίδιος αναφέρει, την εικοσαετία από το 1958 - με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» - έως και το 1978 αφιερώθηκε στη σύνθεση και διεύθυνση της έντεχνης λαϊκής μουσικής. «Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο δραστηριότητες δεν υπάρχουν σύνορα. Και το πιο μεγάλο μου καλλιτεχνικό όνειρο ήταν και είναι το δημιουργικό πάντρεμα ανάμεσα στη συμφωνική και τη λαϊκή μας μουσική. Νομίζω ότι προς την κατεύθυνση αυτή αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι του έργου μου», δήλωνε ο συνθέτης στον «Ριζοσπάστη» το 1978. Αυτή η προσπάθεια τον καθιστά μια μοναδική περίπτωση, καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό.
«Φαίνεται ότι ο περισσότερος κόσμος δεν έχει καταλάβει ότι οι φυλακές και οι εξορίες που κράτησαν χρόνια και χρόνια ήταν για μας σχολεία. Ως καλλιτέχνης ήταν επόμενο να σκύψω περισσότερο επάνω στα προβλήματα της Τέχνης. Τέχνη και κοινωνία, Τέχνη και Αριστερά, Τέχνη και Πάλη των Τάξεων ήταν το αντικείμενο των ερευνών μου.
Ετσι, μπαίνοντας στον στίβο του λαϊκού τραγουδιού ήμουν ώριμος να περάσω από τη θεωρία στην πράξη. Η επιλογή των λαϊκών μουσικών δεν έγινε, φυσικά, τυχαία. Είχα το χάρισμα ως συνθέτης να εκφράζομαι με τρόπους λαϊκούς, μιας και η ρίζα της έμπνευσής μου ήταν κοινή με εκείνη των λαϊκών μας τροβαδούρων. Γιατί, τι άλλο είμαστε εμείς στα ξερονήσια, παρά Λαός; Και μάλιστα "ενεργητικός", "μάχιμος", "επιθετικός" και προπαντός όρθιος!
Ποιος ήταν ο στόχος μου; Να κατορθώσω, ξεκινώντας από τη βάση του λαϊκού και αφού εξασφαλίσω την εμπιστοσύνη του λαού, να ανυψωθώ εγώ ο ίδιος ταυτόχρονα με τον συνομιλητή μου σε όλο και ψηλότερες κορυφές πνευματικότητας, ώστε κάποτε να φτάσουμε μαζί στην κορυφή μιας Νέας Τέχνης, μέσα στην οποία ο Λαός θα αναγνώριζε τον εαυτό του, μιας Τέχνης εφάμιλλης μ' αυτήν που η άρχουσα τάξη φύλαγε για τον εαυτό της, όπως οι Θεοί του Ολύμπου κρατούσαν για τον εαυτό τους τη Φωτιά. Γι' αυτό ακριβώς ξεκίνησα την προσπάθειά μου, πατώντας επάνω σ' έναν ποιητή, τον Ρίτσο, για να συνεχίσω και με άλλους ποιητές που έως τότε ήταν κτήμα αποκλειστικό των ολίγων».
Με την Τέχνη του, τον λαό και τους αγώνες θέλησε να υπηρετήσει. Εναν «απλό στρατιώτη μέσα στην ακατάβλητη στρατιά των απλών ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να υπερασπίσουν με κάθε θυσία τα δημιουργήματα και τον πολιτισμό του ανθρώπου» χαρακτήριζε τον εαυτό του, στην απονομή του Βραβείου Λένιν.
Τα λόγια του και η στάση του αποτελούν δίδαγμα και για τους σημερινούς καλλιτέχνες...
«Είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης... Ομως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται... Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό... Πώς θέλετε από τον καλλιτέχνη, που τον εκτιμάτε και τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, απομονωμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες, πίσω από τη ζωή, και να φτιάχνει ήρεμος, ξένοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω, στους βουερούς δρόμους, η αδικία αλωνίζει, το ψέμα θριαμβεύει;».