Ο Βασίλης Σίμος γεννήθηκε στη Λαμία το 1934.
Ο πατέρας του, αγιογράφος Σίμωνας Σίμου, του έδωσε τα πρώτα του ερεθίσματα στη ζωγραφική. Ξεκίνησε να σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1952 - 1955) με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Real Academia de Bellas Artes de San Fernando στη Μαδρίτη (1955 - 1960) λαμβάνοντας υποτροφία από το ισπανικό κράτος. Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ.
Μετά από μια σύντομη διαμονή στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λαμία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως καθηγητής καλλιτεχνικού σχεδίου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. «Παρά τις πρώτες δυσκολίες που είχα να αντιμετωπίσω και ως δάσκαλος και ως ζωγράφος τον πρώτο καιρό στον τόπο μου, από την αρχή έτυχε να έχω μαθητές που με αγάπησαν ως δάσκαλο και τους χρωστάω πολλά», είχε αναφέρει ο ίδιος.
Το έργο του ανήσυχου και ευαίσθητου δημιουργού είναι βαθιά ανθρωποκεντρικό. Οπως σημειώνει ο Χρήστος Μαρίνος, βασικός άξονας της θεματολογίας του «είναι η αγροτική ζωή και το ελληνικό τοπίο. Αν θέλαμε να αναζητήσουμε την καταγωγή της εικονογραφίας του θα έπρεπε να ανατρέξουμε στους Ελληνες υπαιθριστές, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να αποτυπώσουν την ιδιαιτερότητα του ελληνικού φωτός. Επιπλέον, θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας το προαφαιρετικό έργο του συντοπίτη του, Αλέκου Κοντόπουλου, με τον οποίο μοιράζεται παρόμοια χρωματική γκάμα. Δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα "Καπνοχώραφα" του Καρδιτσιώτη Δημήτρη Γιολδάση, καθώς και πολλούς ακόμα Ελληνες ζωγράφους που καταπιάστηκαν με τη φύση και την ελληνική ύπαιθρο. Κατά κάποιον τρόπο ο Σίμος παίρνει τη σκυτάλη από αυτούς τους ζωγράφους, συνεχίζοντας το όραμά τους.
Το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οιωνός» της Λαμίας το βιβλίο του «Χρώμα και Μνήμες». Ενας συνδυασμός λόγου και εικόνας που συνδέει τα παιδικά του βιώματα στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου με πίνακες που έχει ζωγραφίσει σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. 20 «στιγμές» της παιδικής του ζωής γραμμένες με τρυφερότητα και βαθιά ανθρωπιά.
Αντιγράφουμε εκτενή αποσπάσματα από το κεφάλαιο 19, που έχει τίτλο «Εκτέλεση».
Είχαμε απελευθερωθεί από τον κατακτητή. Ο κόσμος προσπαθούσε να ξαναβρεί το ρυθμό του και περίμενε καλύτερες μέρες. Πριν από δύο χρόνια, οι μεγάλοι νόμιζαν ότι ήξεραν τα προβλήματά τους. ήξεραν τους δρόμους που δεν έπρεπε να βαδίσουν. Ο ήλιος ζέσταινε, μα η ζεστασιά του παράξενη ήταν. Οι αχτίνες του δεν έφταναν μέχρι της καρδιάς μας τα βάθη.
Πλησίαζε Πάσχα και ήμασταν ελεύθεροι πια. Κι εγώ, ο μικρότερος του σπιτιού, με κοντά παντελόνια ακόμα, πάντα φορτωμένος, γύριζα με το ποδήλατο από το χωριό (...) Απόγευμα. Δεν είχε βασιλέψει ακόμα ο ήλιος. Μόλις είχε σταματήσει μια δυνατή ανοιξιάτικη βροχή. Νερά και λάσπη ο δρόμος, παντού υγρασία που σ' έπνιγε. Κοντανάσαινα. Δεν μπορούσα άλλο να προχωρήσω με το ποδήλατο. Οι ρόδες μες στη λάσπη δεν γύριζαν. Κατέβηκα και άρχισα να το σέρνω. Η ανηφόρα δεν ήταν πολύ μεγάλη, μα τα δικά μου πόδια ήταν ακόμα μικρά για να την ανέβουν. Πολέμαγα από τη λάσπη να βγω, κι ο αέρας, βαρύς, δε βοηθούσε στην προσπάθειά μου.
Μακριά, μέσα από τις ελιές, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια της πόλης. Το κάστρο, ψηλά, πρόβαλλε στον γκριζοκίτρινο ουρανό. Βγήκα στο μεγάλο δρόμο. Ισιος, καλοστρωμένος, χωρίς λάσπη ήταν. Πάνω στο ποδήλατο έτρεχα πάλι, και η απόσταση για το σπίτι γινόταν όλο και μικρότερη. Είχα φτάσει στη γέφυρα του Ξηριά, στα ανατολικά της πόλης. Τα στηθαία της άχνιζαν, ξεπροβάλλοντας μέσα απ' τα χορτάρια που φύτρωναν στα κράσπεδά της. Βρεγμένος ακόμα ο δρόμος. Θυμάμαι τη ρόδα του ποδηλάτου να καθρεφτίζεται στα κίτρινα νερά του δειλινού. Μια διαπεραστική μυρωδιά από τα βρεγμένα λουλούδια και το βρεγμένο χώμα κυριαρχούσε. Παράξενο κίτρινο φως από τη δύση έλαμπε, τόσο που δε με άφηνε με ορθάνοιχτα μάτια τον ουρανό να αντικρίσω.
Το σούρουπο παρατεινόταν σε μια ατελείωτη γαλήνη. Και ξαφνικά, το κίτρινο του ουρανού μαύρο το είδα. Παγωμένος στάθηκα. Δεξιά μου ήταν το κοιμητήρι της πόλης. Με τρόμαξε η εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Εβλεπα λευκό τοίχο, πάλλευκο. Μπροστά του ανθρώπινες φιγούρες ακίνητες στέκονταν, κι απέναντί τους ένοπλοι άντρες ασάλευτοι περίμεναν. Πίσω γυναίκες, χορό αρχαίας τραγωδίας θύμιζαν. Μια κρύα σιωπή προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Κι αμέσως όλα γύρω μου σεισμός έγιναν και γοργή κίνηση. Και είδα τα θεόρατα κυπαρίσσια κατάμαυρα να γίνονται και να χτυπιούνται κάτω, λες και οι κορυφές τους ήθελαν το χώμα να φιλήσουν, και κάργιες πολλές - κατάμαυρες κι αυτές - τον ουρανό να σκίζουν. Και είδα λάμψεις πολλές κι άκουσα κρότους, όχι από τις πέτρες και τα ξύλα που κυλούσαν μετά τη βροχή στο ποτάμι. Ηταν κρότοι από τουφέκια που σημάδευαν τον πάλλευκο τοίχο.
Δε θυμάμαι πόσο φύσαγε ο αέρας, πόσο φώναζαν οι κάργιες κι αν βούιξε ο Ξηριάς. Ξεκάθαρο θρήνο άκουσα. Κι έψαχνα με τα μάτια να δω από πού ερχόταν. Φοβήθηκα. Γιατί να μην έχουν μείνει όλα όπως ήταν πριν από λίγο; (...)
Καρφώθηκε η ψυχή μου σ' αυτή την εικόνα. Δεν τολμούσα τα μάτια μου πάλι προς τα εκεί να στρέψω. Προσπάθησα να φύγω. Καμιά δύναμη δε με βοηθούσε. Το σώμα μου, ακουμπισμένο σ' ένα καχεκτικό δέντρο, δεν πειθαρχούσε στη θέλησή μου. και ήμουνα μόνος. Γύρω σκοτείνιαζε. Οι σφαίρες σταμάτησαν, ο αέρας κόπασε, ο Ξηριάς ηρέμησε, τα κυπαρίσσια στυλώθηκαν. Μα οι άνθρωποι; Οι ιδέες; Επεσαν; Σκιές... Ποιοι είχανε τη δύναμη στον άσπρο τοίχο να σημαδέψουν, να κόψουν ανάσες μέσα σ' αυτό το γαλήνιο δειλινό;
Ολα έγιναν εκεί, κοντά στο κοιμητήρι, χωρίς παπά και τελετές. Το κλάμα θέριεψε. Ο θρήνος ενώθηκε με το σκοτάδι, που νίκησε προσωρινά το φως. Μια μάζα ανθρώπων θρηνούσε, μια σιωπούσε οριστικά και μια άλλη έφευγε με βαρύ φορτίο. Ποιος είναι ο χωρισμός;
Γύρισα αργά στο σπίτι, χωρίς να έχω δύναμη να πω ούτε μια λέξη γι' αυτά που έζησα και γράφτηκαν βαθιά στην ψυχή μου. Δεν μπόρεσα ποτέ στις σφαίρες ή στα άψυχα κορμιά το δίκιο να δώσω. Ολο αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια που είναι πάντα όρθια, γερμένα να τα δω. γιατί αυτά τα χέρια που έδειχναν τον ουρανό, τη γη να αγκαλιάσουν.
Αμφίβολη εποχή. Ποιος ξέρει αν αυτοί που έπεσαν στη γη σώπασαν για πάντα. Αν οι ιδέες τους, που δεν έπεσαν στη γη αλλά ανέβηκαν ψηλά, αιώνια στον κόσμο θα πλανιούνται.
Μακρινή ανάμνηση... Ακόμα δεν ξεδιάλυνα αν σταματώντας τη ζωή, σταματάς και το Πιστεύω. Αν έχεις το δικαίωμα τη ζωή να σταματάς. Ξεγελασμένη εποχή. Το Πιστεύω είναι πολύ δύσκολο - ίσως αδύνατο - να το σβήσεις, να το ξεγράψεις από τις ψυχές που πάλεψαν γι' αυτό...