Μια εξαιρετικά καλαίσθητη και εικονογραφικά πάμπλουτη έκδοση, για την ιστορία του πρώτου αιώνα του Ελληνικού Κινηματογράφου, του ιστορικού και θεωρητικού Γιάννη Σολδάτου
Οποιος σέβεται το παρελθόν και νοιάζεται για το παρόν και το μέλλον του πολιτισμού μας, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει τη μεγάλη υπηρεσία που προσφέρει, γενικότερα στον πολιτισμό μας, αυτό το έργο του Γιάννη Σολδάτου. Εργο ζωής, το οποίο συνθέτει το «πανόραμα» της ελληνικής κινηματογραφικής δημιουργίας στον 20ό αιώνα και ταυτόχρονα ένα «αντικαθρέφτισμα» της Ελλάδας του 20ού αιώνα, όχι μόνο με το χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων -ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών - αλλά και τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνει και τα κείμενα του Σολδάτου.
«Απόσταγμα», λοιπόν, μακρόχρονου ερευνητικού, μελετητικού, ιστοριογραφικού και συλλεκτικού μόχθου, είναι το δίτομο έργο «Ενας αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος». Ο α' τόμος αφορά στα πρώτα εβδομήντα χρόνια του 20ού αιώνα (1900-1970). Ο β' τόμος στα τελευταία τριάντα χρόνια (1970-2000), καθώς με το έτος 1970 «οριοθετείται» η «έναρξη» του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με πρώτο μεγάλο «σταθμό» του την «Αναπαράσταση» του Θ. Αγγελόπουλου, ο οποίος, όπως και άλλοι σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ξεκίνησαν την πορεία τους στη δεκαετία του '60.
Παρ' ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει την απουσία ενός βιβλίου που να ιστορεί τον ελληνικό κινηματογράφο, λόγω ήθους ο Γ. Σολδάτος δε χαρακτηρίζει το έργο του «ιστορία», κι ας είναι η πρώτη συστηματική και πολύπλευρη προσπάθεια ιστοριογράφησης του ελληνικού κινηματογράφου και παρέχει πληρέστατα την εικόνα του. Ο Γ. Σολδάτος, στον - εξαιρετικά πυκνό, γοητευτικότατο ως γραφή - πρόλογό του υπογραμμίζει: «Δεν αποτελεί Ιστορία, με την αυστηρή του όρου έννοια, το παρόν πόνημα, έστω κι αν υπεισέρχονται ιστορικές παράμετροι, ταξινομήσεις, κρίσεις και συγκρίσεις. Χαρτογράφηση είναι. Οδηγός περιήγησης».
«Χορεύουν φιγούρες στις σελίδες αυτού του βιβλίου, χορεύουν ζώντες και τεθνεώτες: ο Μαδράς παριστάνει το Μάγο της Αθήνας. Ο Σπαθόπουλος το Σαρλό, ντυμένος με τα κλοουνίστικα ρούχα εκείνου. Ολόγυμνοι - παγκόσμια πρόκληση - ο Δάφνις και η Χλόη, στα προϊστορικά χρόνια του κινηματογράφου μας. Ο Αιμίλιος Βεάκης, για να βλέπουμε εμείς που δεν προλάβαμε τη μορφή του, όπως και αυτήν του Βασίλη Αργυρόπουλου. Και εκείνα τα ιερά δαιμόνια: Λογοθετίδης, Μακρής, Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Κωνσταντάρας, Χατζηχρήστος, Σταυρίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος. Ο Θανάσης δε σταματάει να τρέχει - θα μείνει αξεδιάλυτο γιατί τρέχει. Η γατούλα η Βουγιουκλάκη, όλες οι κυρίες του τότε και του τώρα(...) Ο Φίνος, ο Σπέντζος, ο Καραγιάννης, ο Γρηγορίου, ο Τζαβέλλας, ο Δημόπουλος, ο Σακελλάριος, ο Δαλιανίδης, ο Γεωργιάδης, ο Θαλασσινός, ο Γλυκοφρύδης, ο Σκαλενάκης... Και παραδίπλα Κούνδουρος, Κακογιάννης, Κανελλόπουλος, Μανθούλης, Δαμιανός και μετά Αγγελόπουλος, Βούλγαρης κι όλα τα τότε νέα παιδιά και σήμερα σχεδόν υπερήλικες, να μιλάνε και να παλεύουν για έναν νέο κινηματογράφο. Νέο αίμα, ζωντανό να πάλλεται, και το κοινό αλλού, μακριά, πολύ μακριά - κατάρα του τόπου (...)».
Πρώτη «πηγή» -ντοκουμέντο για τα εμβρυακά σκιρτήματα του κινηματογράφου στην Ελλάδα, είναι το περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ», όπου, στις 30/12/1928, ο πρώην βουλευτής των Ψαρών και μετέπειτα συγγραφέας, σεναριογράφος, παραγωγός, Δήμος Βρατσάνος, διηγείται ότι το 1914 ο «θαρραλέος επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, εγκαθίσταται ένα πρωί εις ένα υπόγειον της οδού Χαλκοκονδύλη και βάζοντας κάτω εκατό χιλιάδες δραχμές, αρχίζει να κάνει ταινίες». (Ο Βρατσάνος μεταξύ άλλων έγραψε και παρήγαγε το πρώτο ελληνικό κινηματογραφικό μελό: «Της μοίρας τ' αποπαίδι»). Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Οι Χαρίλαος Μαυρογένης, Ζόζεφ Χεπ, Λέστερ, Μιχ. Γλητσός (αυτός γύρισε το 1916 την «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), η εταιρία «Αστυ - Φιλμς» των Κων. Κουμανιώτη - Μικ. Λυκούδη - Π. Τσουκαλά - Δ. Βρατσάνου (ο τελευταίος έγραψε και τη μισοτελειωμένη ταινία «Ο ανήφορος του Γολγοθά»), οι εταιρίες «Ακρόπολις Φιλμ», «Αγγλοελληνική Εταιρία Ταινιών», «Intexifilma CO», και πολλά άλλα ονόματα.
Εντυπωσιάζει, λ.χ. το γεγονός ότι ο Φώτος Πολίτης, φωτισμένη μορφή των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, στο περιοδικό «Πολιτεία» (Νοέμβρης 1922) αποδοκίμαζε και τον κινηματογράφο και τον αθάνατο, πανανθρώπινο Σαρλό του Τσάρλι Τσάπλιν, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Μοναδική χειμωνιάτικη διασκέδασις του Αθηναίου κατάντησεν ο κινηματογράφος. Ενα θέατρον σκιών, όπως περίπου ο Καραγκιόζης. Ο λαϊκός αυτός σκηνικός ήρως υπερτερεί, όμως, του επί της οθόνης συναδέλφου του κατά τούτο: έχει φωνήν και ομιλεί(...) Μεταξύ του Σαρλό, επί παραδείγματι, και του Καραγκιόζη, εκείνος που έχει τα περισσότερα εφόδια διά να επικληθεί χλευαστικώς "καραγκιόζης", είναι όχι ο ομώνυμος ήρως, αλλ' ο Σαρλό. Ο Σαρλό είναι ένας συμπαθής παλιάτσος. Τίποτε περισσότερον. (...). Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν είναι μόνον παλιάτσος. Είναι και τύπος. Χονδροκομμένος, λαϊκός, απελέκητος, αλλά πάντα τύπος. Ο λόγος, η φωνή του δίδουν έκφρασιν, ζωήν. Ενώ ο Σαρλό, ό,τι και να κάνωμεν, δε ζωντανεύει. Κι αν ακόμη απεφάσιζεν ο Τσάρλι Τσάπλιν να περιφέρεται ως Σαρλό εις τους δρόμους, κάνοντας εμπρός μας όλα τα κινηματογραφικά καραγκιοζιλίκια του, πάλιν δε θα ήτο τύπος, αλλ' ανδρείκελον (...)».
Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, όπως σε όλο τον κόσμο, υπήρξε η μαζικότερη ψυχαγωγία του λαού και η μόνη, ίσως, για τα φτωχότερα στρώματα, επειδή ήταν πιο προσιτή οικονομικά. Οι κυβερνώντες, όμως, αντί στήριξης του κινηματογράφου τον ξεζούμιζαν... Χαρακτηριστικά, στον «Κινηματογραφικό Αστέρα» (4/2/1929) ο Δημήτρης Γαζιάδης δήλωνε: «Η στάσις του κράτους απέναντι των κινηματογραφιστών είναι αυτόχρημα άσπλαχνος. Το κράτος εμφανίζεται ως δήμιος της έβδομης τέχνης και της κινηματογραφικής βιομηχανίας που δημιουργείται στον τόπο μας. Εις γειτονικά μας κράτη, όπου ο τοπικός κινηματογράφος είναι ήδη επιβεβλημένος, αι κυβερνήσεις προπαγανδίζουν για τη διάδοσίν του και επαγρυπνούν επί της τύχης του μέχρι σημείου να μποϊκοτάρουν τας ξένας, παρέχουσαι και φορολογικά ευεργετήματα εις τας τοπικάς ταινίας, φθάνοντα μέχρι πλήρους ατελείας».
Απόδειξη της αντικινηματογραφικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η απεργία διαρκείας που πραγματοποίησαν το Γενάρη του 1927 οι κινηματογράφοι της χώρας. «Πρωτοφανή» χαρακτήριζε την απεργία ο «Κινηματογραφικός Αστήρ» στις 13/1/1927. Η φωτογραφία του δημοσιεύματος εικόνιζε αθηναϊκό δρόμο με τοιχοκολλημένες αφίσες για το κλείσιμο των κινηματογράφων, λόγω της μακρόχρονης φορολογίας τους με 65%. Το δημοσίευμα, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Από της παρελθούσης Δευτέρας οι κινηματογράφοι της Ελλάδος διέκοψαν τας εργασίας των, ως προανήγγελλαν, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας κατά της βαρείας φορολογίας και των άλλων καταθλιπτικών μέτρων της Κυβερνήσεως. Δε δυνάμεθα παρά να εξάρωμεν ιδιαιτέρως το γεγονός της απολύτου πειθαρχίας όλων ανεξαιρέτως εις τας αποφάσεις της κεντρικής διοικούσης επιτροπής. Οι κινηματογράφοι της Ελλάδος, αψηφούντες ηθικάς και υλικάς ζημίας έκλεισαν ερμητικώς τας θύρας των. Το κλείσιμον των κινηματογράφων επέφερεν γενικήν αναστάτωσιν εις την εν γένει κίνηση των Αθηνών. Παντού το θέμα συζητήσεως στρέφεται γύρω από το κλείσιμον των κινηματογράφων και δεν υπήρξε δε ουδείς όστις να μη αναγνώρισε τας δικαίας αξιώσεις των απεργών».
Αυτή η πολιτική ακολουθήθηκε και στη συνέχεια. «Το κράτος, πέρα από τα γενικής κατεύθυνσης μέτρα που παίρνει για τον περιορισμό του θεάματος στις επιδιώξεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, ασχολείται για πρώτη φορά επίσημα, εκδίδοντας νόμους για τον κινηματογράφο, το 1937» επισημαίνει ο Γ. Σολδάτος και σταχυολογεί μερικά χαρακτηριστικά άρθρα των μεταξικών, αναγκαστικών νόμων υπ' αριθ. 445 της 20/25 Ιανουαρίου 1937 και 955 της 15/13 Νοεμβρίου 1937. Νόμοι λογοκριτικής και ασφυκτικής αστυνόμευσης των κινηματογραφικών δημιουργών, επιχειρήσεων και αιθουσών. Νόμοι, που φίμωσαν για πολλές δεκαετίες ακόμη την ελεύθερη ιδεολογο-αισθητική έκφραση και καθυστέρησαν πολύ την ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας, με συνέπειες ορατές και στη χαραυγή του δεύτερου αιώνα της.