Κυριακή 31 Μάρτη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
H «ταυτότητα» του Ελληνικού Κινηματογράφου

Μια εξαιρετικά καλαίσθητη και εικονογραφικά πάμπλουτη έκδοση, για την ιστορία του πρώτου αιώνα του Ελληνικού Κινηματογράφου, του ιστορικού και θεωρητικού Γιάννη Σολδάτου

Μακέτα του Γιώργου Βακιρτζή για τη γιγαντοαφίσα που φιλοτέχνησε για την ταινία «Αρραβωνιάσματα», βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό δράμα του Δημ. Μπόγρη
Μακέτα του Γιώργου Βακιρτζή για τη γιγαντοαφίσα που φιλοτέχνησε για την ταινία «Αρραβωνιάσματα», βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό δράμα του Δημ. Μπόγρη
Ο Ελληνικός Κινηματογράφος του 20ού αιώνα απέκτησε την πρώτη, και μοναδική ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη δομή της ιστοριογραφική «κιβωτό» του. Αναφερόμαστε στο δίτομο έργο του ιστορικού και θεωρητικού του Κινηματογράφου, Γιάννη Σολδάτου «Ενας αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος», σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη και εικονογραφικά πάμπλουτη έκδοση του οίκου «Κοχλίας». Πρόκειται για πολύτιμη, για την «κιβωτό», η οποία διασώζει από την πλημμυρίδα του χρόνου αλλά και της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και τη συλλογική μνήμη - δηλαδή την ιστορία του πρώτου αιώνα του Ελληνικού Κινηματογράφου και τη σχέση του με την πορεία της ελληνικής κοινωνίας - και τη μνήμη της ατομικής κινηματογραφικής δημιουργίας.

Οποιος σέβεται το παρελθόν και νοιάζεται για το παρόν και το μέλλον του πολιτισμού μας, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει τη μεγάλη υπηρεσία που προσφέρει, γενικότερα στον πολιτισμό μας, αυτό το έργο του Γιάννη Σολδάτου. Εργο ζωής, το οποίο συνθέτει το «πανόραμα» της ελληνικής κινηματογραφικής δημιουργίας στον 20ό αιώνα και ταυτόχρονα ένα «αντικαθρέφτισμα» της Ελλάδας του 20ού αιώνα, όχι μόνο με το χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων -ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών - αλλά και τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνει και τα κείμενα του Σολδάτου.

Μακέτα για την «Ωραία των Αθηνών»
Μακέτα για την «Ωραία των Αθηνών»
Πριν αναφερθούμε στο έργο, επιβάλλεται να σημειώσουμε την πολύπλευρη προσφορά του Γ. Σολδάτου στον τομέα Κινηματογράφου. Το μακρόχρονο ερευνητικό, μελετητικό, συγγραφικό, κριτικό και εκδοτικό μόχθο του, για την ιστορία, τις επιρροές, τις περιόδους, την ιδεολογία, μορφολογία και αισθητική του κινηματογράφου μας, τα τεχνικά μέσα και τους δημιουργούς. Ο Γ. Σολδάτος, ακάματος «διάκονος» της κινηματογραφικής ιστορίας και θεωρίας, είναι και παθιασμένος συλλέκτης κάθε λογής ντοκουμέντων, μαρτυριών, αισθητικών και κριτικών απόψεων, δημοσιευμάτων για τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο. Εκφραση αυτού του πάθους του για τον κινηματογράφο ήταν και ο εκδοτικός οίκος του, ο «Αιγόκερως», χάρη στον οποίο πλουτίστηκε η μέχρι τότε υπανάπτυκτη ελληνική κινηματογραφολογική βιβλιογραφία, ενθαρρύνθηκε και αναπτύχθηκε η ελληνική κινηματογραφική ιστοριογραφία, η θεωρητική και κριτική σκέψη.

«Απόσταγμα», λοιπόν, μακρόχρονου ερευνητικού, μελετητικού, ιστοριογραφικού και συλλεκτικού μόχθου, είναι το δίτομο έργο «Ενας αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος». Ο α' τόμος αφορά στα πρώτα εβδομήντα χρόνια του 20ού αιώνα (1900-1970). Ο β' τόμος στα τελευταία τριάντα χρόνια (1970-2000), καθώς με το έτος 1970 «οριοθετείται» η «έναρξη» του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με πρώτο μεγάλο «σταθμό» του την «Αναπαράσταση» του Θ. Αγγελόπουλου, ο οποίος, όπως και άλλοι σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ξεκίνησαν την πορεία τους στη δεκαετία του '60.

Γοητευτική περιήγηση

Παρ' ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει την απουσία ενός βιβλίου που να ιστορεί τον ελληνικό κινηματογράφο, λόγω ήθους ο Γ. Σολδάτος δε χαρακτηρίζει το έργο του «ιστορία», κι ας είναι η πρώτη συστηματική και πολύπλευρη προσπάθεια ιστοριογράφησης του ελληνικού κινηματογράφου και παρέχει πληρέστατα την εικόνα του. Ο Γ. Σολδάτος, στον - εξαιρετικά πυκνό, γοητευτικότατο ως γραφή - πρόλογό του υπογραμμίζει: «Δεν αποτελεί Ιστορία, με την αυστηρή του όρου έννοια, το παρόν πόνημα, έστω κι αν υπεισέρχονται ιστορικές παράμετροι, ταξινομήσεις, κρίσεις και συγκρίσεις. Χαρτογράφηση είναι. Οδηγός περιήγησης».

Το εξώφυλλο του α' τόμου
Το εξώφυλλο του α' τόμου
Μια «περιήγηση» διπλά χαρισματική. Γιατί, απευθυνόμενη σε ειδικούς αλλά και απλούς κινηματογραφόφιλους, με τα κείμενα και τα ντοκουμέντα της, προσφέρει πολύπτυχη γνώση (για τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία, τις άλλες τέχνες, τους διανοούμενους της εποχής, τον Τύπο - περιοδικό και ημερήσιο - τους πρωτοεργάτες της κινηματογραφικής κριτικής (όπως λ.χ. ο Μάριος Πλωρίτης), την παράλληλη πορεία του ξένου κινηματογράφου κλπ.), και ταυτόχρονα μεγάλη απόλαυση. Γιατί ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, συμβαίνει αυτό που προλογικά περιγράφει ο συγγραφέας του:

«Χορεύουν φιγούρες στις σελίδες αυτού του βιβλίου, χορεύουν ζώντες και τεθνεώτες: ο Μαδράς παριστάνει το Μάγο της Αθήνας. Ο Σπαθόπουλος το Σαρλό, ντυμένος με τα κλοουνίστικα ρούχα εκείνου. Ολόγυμνοι - παγκόσμια πρόκληση - ο Δάφνις και η Χλόη, στα προϊστορικά χρόνια του κινηματογράφου μας. Ο Αιμίλιος Βεάκης, για να βλέπουμε εμείς που δεν προλάβαμε τη μορφή του, όπως και αυτήν του Βασίλη Αργυρόπουλου. Και εκείνα τα ιερά δαιμόνια: Λογοθετίδης, Μακρής, Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Κωνσταντάρας, Χατζηχρήστος, Σταυρίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος. Ο Θανάσης δε σταματάει να τρέχει - θα μείνει αξεδιάλυτο γιατί τρέχει. Η γατούλα η Βουγιουκλάκη, όλες οι κυρίες του τότε και του τώρα(...) Ο Φίνος, ο Σπέντζος, ο Καραγιάννης, ο Γρηγορίου, ο Τζαβέλλας, ο Δημόπουλος, ο Σακελλάριος, ο Δαλιανίδης, ο Γεωργιάδης, ο Θαλασσινός, ο Γλυκοφρύδης, ο Σκαλενάκης... Και παραδίπλα Κούνδουρος, Κακογιάννης, Κανελλόπουλος, Μανθούλης, Δαμιανός και μετά Αγγελόπουλος, Βούλγαρης κι όλα τα τότε νέα παιδιά και σήμερα σχεδόν υπερήλικες, να μιλάνε και να παλεύουν για έναν νέο κινηματογράφο. Νέο αίμα, ζωντανό να πάλλεται, και το κοινό αλλού, μακριά, πολύ μακριά - κατάρα του τόπου (...)».

Τα πρώτα βήματα

Ο Ελληνας «Σαρλό» Κίμων Σπαθόπουλος,στην ταινία «Ο παλιάτσος της ζωής»
Ο Ελληνας «Σαρλό» Κίμων Σπαθόπουλος,στην ταινία «Ο παλιάτσος της ζωής»
Ο Γ. Σολδάτος αρχίζοντας την περιήγησή του επισημαίνει ότι ο κινηματογράφος έφτασε στην Ελλάδα, όπως «όλα τα "παράξενα" βιομηχανικά μηνύματα της Δύσης που, ήρθαν να ταράξουν τον τεχνολογικό μας μεσαίωνα, την ηθογραφική μας στερεότητα. Και μετά εγκλιματίζονται με έναν τρόπο διαβολικά ρωμέικο, γίνονται μέρος της δικής μας παράδοσης. Ο κινηματογράφος βρήκε χώρο και κατέλαβε ζωτικό κομμάτι από το ελληνικό λαϊκό θέαμα».

Πρώτη «πηγή» -ντοκουμέντο για τα εμβρυακά σκιρτήματα του κινηματογράφου στην Ελλάδα, είναι το περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ», όπου, στις 30/12/1928, ο πρώην βουλευτής των Ψαρών και μετέπειτα συγγραφέας, σεναριογράφος, παραγωγός, Δήμος Βρατσάνος, διηγείται ότι το 1914 ο «θαρραλέος επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, εγκαθίσταται ένα πρωί εις ένα υπόγειον της οδού Χαλκοκονδύλη και βάζοντας κάτω εκατό χιλιάδες δραχμές, αρχίζει να κάνει ταινίες». (Ο Βρατσάνος μεταξύ άλλων έγραψε και παρήγαγε το πρώτο ελληνικό κινηματογραφικό μελό: «Της μοίρας τ' αποπαίδι»). Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Οι Χαρίλαος Μαυρογένης, Ζόζεφ Χεπ, Λέστερ, Μιχ. Γλητσός (αυτός γύρισε το 1916 την «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), η εταιρία «Αστυ - Φιλμς» των Κων. Κουμανιώτη - Μικ. Λυκούδη - Π. Τσουκαλά - Δ. Βρατσάνου (ο τελευταίος έγραψε και τη μισοτελειωμένη ταινία «Ο ανήφορος του Γολγοθά»), οι εταιρίες «Ακρόπολις Φιλμ», «Αγγλοελληνική Εταιρία Ταινιών», «Intexifilma CO», και πολλά άλλα ονόματα.

Αφίσα για την ταινία «Η φωνή της καρδιάς» του Δημ. Ιωαννόπουλου, με πρωταγωνιστές τους Αιμ. Βεάκη, Τ. Χορν, Κ. Πάνου, Τ. Λειβαδίτη
Αφίσα για την ταινία «Η φωνή της καρδιάς» του Δημ. Ιωαννόπουλου, με πρωταγωνιστές τους Αιμ. Βεάκη, Τ. Χορν, Κ. Πάνου, Τ. Λειβαδίτη
Η περιήγηση συνεχίζεται με κείμενα που ιστορούν μεταξύ άλλων: Την πρώτη δημόσια προβολή (1898), σε μια αίθουσα τυχερών παιχνιδιών στην πλατεία Κολοκοτρώνη, των ταινιών των αδελφών Λιμιέρ «Αφιξη του τρένου» και «Εξοδος των εργοστασίων». Την κάλυψη από Γάλλο οπερατέρ (1906) των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Τις «Υφάντρες» (1905) των αδελφών Μανάκη. Τα ελληνικά ζουρνάλ. Την εμφάνιση (1910) της πρώτης κινηματογραφικής εταιρίας «Αθήνη» του Σπύρου Δημητρακόπουλου, γνωστού ως «Σπυριδιών», ενός κωμικού που συνδύαζε στοιχεία του Καραγκιόζη και γκαγκ του «Χοντρού» Φάτι Αρμπακλ του αμερικάνικου κινηματογράφου. Το ζουρνάλ του Κ. Θεοδωρίδη «Η επάνοδος του βασιλέως Κωνσταντίνου». Το φιλοβασιλικό «Ανάθεμα του Βενιζέλου», την «Είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλονίκη» (1912) και άλλες ταινίες του Ζόζεφ Χεπ. Την κινηματογραφική «Γκόλφω» και «Τύχη της Μαρούλας» (1914-15). Τον «Λιονταρή και τα χασαπάκια» (1915) του ηθοποιού Τηλέμαχου Λεπενιώτη. Τον «πατριάρχη» του κινηματογράφου μας Αχιλλέα Μαδρά, που ονειρευόταν ένα «ελληνικό Χόλιγουντ» και γύρισε μεταξύ άλλων τις ταινίες «Η τσιγγάνα των Αθηνών», «Ο δολοφόνος φάντασμα», «Ο μάγος των Αθηνών». Τα ζουρνάλ για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, λ.χ. το «Ελληνικό θαύμα» της εταιρίας «Dag Gilm», των αδελφών Γαζιάδη, για τη μικρασιατική καταστροφή και που αργότερα γύρισαν μεταξύ άλλων την «Αστέρω» του Π. Νιρβάνα (πρωταγωνιστές οι Αιμ. Βεάκης, Αλ. Θεοδωρίδου, Κ. Μουσούρης), ταινίες για τα εργοστάσια του Πειραιά και τις Δελφικές Γιορτές των Αγγελου και Εύας Σικελιανού. Τους κωμικούς «Βιλάρ» (Νίκο Σφακιανάκη), «συνάδελφο» του Σαρλό, και Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Τον Δημήτρη Μεραβίδη που είχε κινηματογράφους και καφενεία στην Κωνσταντινούπολη και το 1915 άρχισε να γυρίζει ταινίες στην Αθήνα, σε συνεργασία με τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, τον Ελληνα «μιμητή του Σαρλό». (σ.σ. Ο αξιαγάπητος Κ. Σπαθόπουλος για πολλά χρόνια, μέχρι και τη δεκαετία του '70, βιοποριζόταν πουλώντας στους ηθοποιούς τα αναγκαία για το θεατρικό και κινηματογραφικό μακιγιάζ προϊόντα).

Αποθησαύριση ντοκουμέντων

Μακέτα του Στέφανου Αλμαλιώτη για την «Κάλπικη λύρα»
Μακέτα του Στέφανου Αλμαλιώτη για την «Κάλπικη λύρα»
Το έργο του Γ. Σολδάτου, αποδελτιώνει σπουδαία κειμενικά και φωτογραφικά ντοκουμέντα, προσωπικές μαρτυρίες, κρίσεις, δημοσιεύματα σπανιότατων εντύπων (και του εξωτερικού), προγράμματα προβολών, διαφημιστικά φυλλάδια, γιγαντοαφίσες, αφισέτες, λογότυπους κινηματογραφικών εταιριών, πίνακες εισιτηρίων κλπ., που είχε στη διάθεσή του. Καθώς είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε τον τεράστιο πλούτο των 658 σελίδων του α' τόμου και των 494 του β' τόμου, ανθολογούμε ελάχιστες ψηφίδες του, γενικότερης πολιτιστικής σημασίας.

Εντυπωσιάζει, λ.χ. το γεγονός ότι ο Φώτος Πολίτης, φωτισμένη μορφή των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, στο περιοδικό «Πολιτεία» (Νοέμβρης 1922) αποδοκίμαζε και τον κινηματογράφο και τον αθάνατο, πανανθρώπινο Σαρλό του Τσάρλι Τσάπλιν, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Μοναδική χειμωνιάτικη διασκέδασις του Αθηναίου κατάντησεν ο κινηματογράφος. Ενα θέατρον σκιών, όπως περίπου ο Καραγκιόζης. Ο λαϊκός αυτός σκηνικός ήρως υπερτερεί, όμως, του επί της οθόνης συναδέλφου του κατά τούτο: έχει φωνήν και ομιλεί(...) Μεταξύ του Σαρλό, επί παραδείγματι, και του Καραγκιόζη, εκείνος που έχει τα περισσότερα εφόδια διά να επικληθεί χλευαστικώς "καραγκιόζης", είναι όχι ο ομώνυμος ήρως, αλλ' ο Σαρλό. Ο Σαρλό είναι ένας συμπαθής παλιάτσος. Τίποτε περισσότερον. (...). Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν είναι μόνον παλιάτσος. Είναι και τύπος. Χονδροκομμένος, λαϊκός, απελέκητος, αλλά πάντα τύπος. Ο λόγος, η φωνή του δίδουν έκφρασιν, ζωήν. Ενώ ο Σαρλό, ό,τι και να κάνωμεν, δε ζωντανεύει. Κι αν ακόμη απεφάσιζεν ο Τσάρλι Τσάπλιν να περιφέρεται ως Σαρλό εις τους δρόμους, κάνοντας εμπρός μας όλα τα κινηματογραφικά καραγκιοζιλίκια του, πάλιν δε θα ήτο τύπος, αλλ' ανδρείκελον (...)».

Κράτος και κινηματογράφος

Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, όπως σε όλο τον κόσμο, υπήρξε η μαζικότερη ψυχαγωγία του λαού και η μόνη, ίσως, για τα φτωχότερα στρώματα, επειδή ήταν πιο προσιτή οικονομικά. Οι κυβερνώντες, όμως, αντί στήριξης του κινηματογράφου τον ξεζούμιζαν... Χαρακτηριστικά, στον «Κινηματογραφικό Αστέρα» (4/2/1929) ο Δημήτρης Γαζιάδης δήλωνε: «Η στάσις του κράτους απέναντι των κινηματογραφιστών είναι αυτόχρημα άσπλαχνος. Το κράτος εμφανίζεται ως δήμιος της έβδομης τέχνης και της κινηματογραφικής βιομηχανίας που δημιουργείται στον τόπο μας. Εις γειτονικά μας κράτη, όπου ο τοπικός κινηματογράφος είναι ήδη επιβεβλημένος, αι κυβερνήσεις προπαγανδίζουν για τη διάδοσίν του και επαγρυπνούν επί της τύχης του μέχρι σημείου να μποϊκοτάρουν τας ξένας, παρέχουσαι και φορολογικά ευεργετήματα εις τας τοπικάς ταινίας, φθάνοντα μέχρι πλήρους ατελείας».

Απόδειξη της αντικινηματογραφικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν η απεργία διαρκείας που πραγματοποίησαν το Γενάρη του 1927 οι κινηματογράφοι της χώρας. «Πρωτοφανή» χαρακτήριζε την απεργία ο «Κινηματογραφικός Αστήρ» στις 13/1/1927. Η φωτογραφία του δημοσιεύματος εικόνιζε αθηναϊκό δρόμο με τοιχοκολλημένες αφίσες για το κλείσιμο των κινηματογράφων, λόγω της μακρόχρονης φορολογίας τους με 65%. Το δημοσίευμα, μεταξύ άλλων ανέφερε:

«Από της παρελθούσης Δευτέρας οι κινηματογράφοι της Ελλάδος διέκοψαν τας εργασίας των, ως προανήγγελλαν, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας κατά της βαρείας φορολογίας και των άλλων καταθλιπτικών μέτρων της Κυβερνήσεως. Δε δυνάμεθα παρά να εξάρωμεν ιδιαιτέρως το γεγονός της απολύτου πειθαρχίας όλων ανεξαιρέτως εις τας αποφάσεις της κεντρικής διοικούσης επιτροπής. Οι κινηματογράφοι της Ελλάδος, αψηφούντες ηθικάς και υλικάς ζημίας έκλεισαν ερμητικώς τας θύρας των. Το κλείσιμον των κινηματογράφων επέφερεν γενικήν αναστάτωσιν εις την εν γένει κίνηση των Αθηνών. Παντού το θέμα συζητήσεως στρέφεται γύρω από το κλείσιμον των κινηματογράφων και δεν υπήρξε δε ουδείς όστις να μη αναγνώρισε τας δικαίας αξιώσεις των απεργών».

Αυτή η πολιτική ακολουθήθηκε και στη συνέχεια. «Το κράτος, πέρα από τα γενικής κατεύθυνσης μέτρα που παίρνει για τον περιορισμό του θεάματος στις επιδιώξεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, ασχολείται για πρώτη φορά επίσημα, εκδίδοντας νόμους για τον κινηματογράφο, το 1937» επισημαίνει ο Γ. Σολδάτος και σταχυολογεί μερικά χαρακτηριστικά άρθρα των μεταξικών, αναγκαστικών νόμων υπ' αριθ. 445 της 20/25 Ιανουαρίου 1937 και 955 της 15/13 Νοεμβρίου 1937. Νόμοι λογοκριτικής και ασφυκτικής αστυνόμευσης των κινηματογραφικών δημιουργών, επιχειρήσεων και αιθουσών. Νόμοι, που φίμωσαν για πολλές δεκαετίες ακόμη την ελεύθερη ιδεολογο-αισθητική έκφραση και καθυστέρησαν πολύ την ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας, με συνέπειες ορατές και στη χαραυγή του δεύτερου αιώνα της.


Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ