Η Δανάη Κατσαμένη μιλάει στον «Ριζοσπάστη» για την παράσταση «Η νύχτα των δολοφόνων»
Το έργο που χάρισε διεθνή αναγνώριση στον Κουβανό συγγραφέα Χοσέ Τριάνα ανεβαίνει στο θέατρο 104 από την ομάδα α-silen(θ)io σε σκηνοθεσία Δανάης Κατσαμένη. Παίζουν οι Γιώργος Δρίβας, Βίκυ Λέκκα και Αριάδνη Μιχαηλάρη.
Λίγο μετά την επίσημη πρεμιέρα και αφού το άγχος και η γλυκιά προσμονή έδωσαν τη θέση τους στη χαρά με το έργο να βρίσκει, ήδη, τη θέση του στην καρδιά και το μυαλό των θεατών, είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε με την Δανάη Κατσαμένη που υπογράφει τη σκηνοθεσία. Μας μίλησε για το έργο και την αλληγορία του, για το πώς δούλεψε το έργο συλλογικά με την ομάδα, για τον «μόνο δρόμο» που ανοίγεται μπροστά μας, αλλά και για τον ρόλο του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης στις σημερινές συνθήκες.
-- Το συγκεκριμένο έργο, από γραφής, είναι ένα κείμενο ιδιαίτερα σύνθετο και απαιτητικό, με πολλούς συμβολισμούς, πολλά επίπεδα και πολυδιάστατες σημειολογικές αναφορές. Στη ροή του, υπάρχουν διαρκείς και πολύ γρήγορες εναλλαγές ρόλων. Ενας ηθοποιός, για παράδειγμα, καλείται μέσα σε μία σκηνή να διανύσει την απόσταση από την ερμηνεία του βασικού του χαρακτήρα στον ρόλο του αυταρχικού πατέρα, στη συνέχεια της χειριστικής μάνας, ενός δικηγόρου, των ενοχλητικών γειτόνων κ.τ.λ. Αυτό όμως, για να μπορέσει να συμβεί με επιτυχία, χρειάζεται τον κατάλληλο συντονισμό των ηθοποιών, γιατί τα πάντα είναι μετρημένα.
Νομίζω πως η επιτυχία μας είναι ότι καταφέραμε να σπάσουμε το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του έργου και να δώσουμε προτεραιότητα και έμφαση στην αλληγορία για την κοινωνία. Δηλαδή την πραγματική διάσταση του ίδιου του κειμένου και μάλιστα στο συγκεκριμένο ιστορικό της πλαίσιο. Πως το παλιό - δηλαδή η καπιταλιστική κοινωνία της Κούβας την εποχή του Μπατίστα και της αμερικάνικης παρέμβασης - πρέπει να πεθάνει από το καινούργιο, δηλαδή την Κουβανική Επανάσταση με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο. Παράλληλα, αναδεικνύουμε στην παράσταση στοιχεία αυτής της σήψης στην προεπαναστατική Κούβα και το πώς αντανακλώνται και στην οικογένεια.
-- Το έργο φωτίζει μια κατάσταση, όπου το «παλιό» - μάταια - προσπαθεί να επιβάλει με κάθε τρόπο «όλα να παραμείνουν ακίνητα...». Τελικά, το γκρέμισμα και η ανατροπή είναι η λύση;
-- Η απάντηση δίνεται από τους ίδιους τους ήρωες, καθώς όπως λένε «αυτός είναι ο μόνος δρόμος». Το έργο όμως φωτίζει κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Οι ήρωες δεν περιμένουν απλά να γίνει η ανατροπή, να έρθει δηλαδή μια «μεγάλη μέρα». Παλεύουν για να φτάσουν αυτό το σημείο. Παλεύουν με τους εαυτούς τους για να ξεπεράσουν αναστολές, κατάλοιπα και αμφιβολίες. Παλεύουν με έναν κόσμο σάπιο και γερασμένο, με εμπόδια που συναντούν στην πορεία και αναρωτιούνται αν κάνουν το σωστό. Ο θεατής παρακολουθεί αυτήν τη διαρκή τους προσπάθεια με πολλά πισωγυρίσματα και αμφιταλαντεύσεις για να φτάσουμε, όπως λένε οι ίδιοι οι ήρωες, «μέχρι το τέλος».
-- Πρόκειται για μια απαιτητική παράσταση. Ουσιαστικά, ο θεατής παρακολουθεί θέατρο μέσα στο θέατρο. Πώς το δουλέψατε με την ομάδα;
-- Μεγάλο κομμάτι της προετοιμασίας του έργου, εκτός φυσικά από τη σκληρή προσωπική δουλειά κάθε ηθοποιού ξεχωριστά, ήταν να πετύχουμε τις μεταβάσεις από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο με μια μεγάλη πλαστικότητα στις μεταμορφώσεις. Αυτό απαιτούσε τη «μουσική» αντιμετώπιση του κειμένου, κατά την οποία το έργο ρέει και μεταπλάθεται ανάμεσα στις διαφορετικές καταστάσεις και σκηνές, δίνοντας ταυτόχρονα και τον χρόνο στον θεατή να μπορέσει να επεξεργαστεί τις πολλαπλές αυτές εναλλαγές. Και όλα αυτά, χωρίς να μετατραπεί σε ένα αδιέξοδο έργο μιας εσωτερικής αναζήτησης αλλά να αναδειχθούν τα κωμικά και πολύ σουρεαλιστικά του στοιχεία.
-- Είναι η επόμενη σκηνοθεσία σου μετά το «Χορεύετε». Και τα δύο έργα πιάνουν το νήμα ιστορικών και ταραγμένων εποχών, στηλιτεύουν την καταπίεση... Δεν καταπιάνεσαι με θέματα ανώδυνα. Αυτό είναι το θέατρο που θέλεις να υπηρετείς;
-- «Το σαλόνι δεν είναι σαλόνι. Το σαλόνι είναι κουζίνα». Είναι μια φράση που ακούγεται σε όλη τη διάρκεια του έργου και θεωρώ ότι είναι το βαθύτερο ζήτημα που πρέπει να μας προβληματίσει. Οτι ο κόσμος γύρω μας δεν είναι αυτός που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι κι ότι φυσικά ο κόσμος που έχουμε πραγματικά ανάγκη, δεν είναι ο σημερινός κόσμος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, του αδιεξόδου κ.τ.λ. Το θέατρο κατά τη γνώμη μου και η τέχνη συνολικά χρειάζεται να προβληματίζει τον θεατή πάνω σ' αυτά τα ζητήματα. Να συμβάλει στην καλλιέργεια αμφισβήτησης, για να μη θεωρείται ο σημερινός κόσμος του καπιταλισμού ως μονόδρομος, να βοηθά στην κατανόηση της βαθύτερης ουσίας σημαντικών ιστορικών στιγμών και έτσι να αναδεικνύει το πώς είναι ο κόσμος σήμερα, γιατί υπάρχει εκμετάλλευση, τι πρέπει να αλλάξει. Και στο τι πρέπει να αλλάξει, ο συγγραφέας δίνει σαφή κατεύθυνση στον θεατή, γιατί όπως λέει και μία από τις ηρωίδες του έργου η Μπέμπα, «θα το γκρεμίσουμε αυτό το σπίτι».
-- Ο καλλιτεχνικός κόσμος βρίσκεται ξανά σε κίνηση... Ποια πιστεύεις ότι πρέπει να είναι τα κέρδη αυτού του αγώνα την επόμενη μέρα;
-- Οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες γενικότερα βρέθηκαν στον δρόμο τους προηγούμενους μήνες με αφορμή το ΠΔ υποβάθμισης των σπουδών τους και των πτυχίων τους. Ομως αυτό ήταν μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Είμαστε αναγκασμένοι να δημιουργούμε μέσα σε μια ασφυκτική κατάσταση, οικονομική, υποδομών και με επιβολή άμεσα ή έμμεσα στο περιεχόμενο του έργου μας. Αυτό είναι που δημιουργεί οργή, αγανάκτηση και διάθεση για αγώνα. Οι τελευταίες μέρες μετά το προμελετημένο έγκλημα στα Τέμπη και η μεγάλη αντίδραση του κόσμου, έδειξαν πιο ξεκάθαρα ότι το σημερινό αδιέξοδο - που τα κέρδη ως κριτήριο της ανάπτυξης βάζουν μια μεγάλη θηλιά στην τέχνη μας, στην καθημερινότητά μας - θέτουν σε κίνδυνο τις ίδιες μας τις ζωές. Το μεγάλο κέρδος αυτού του αγώνα θα είναι ακόμα περισσότεροι συνάδελφοι να βγάλουν συμπεράσματα για τον πραγματικό ένοχο αυτής της κατάστασης και να μην οδηγηθούν στην απογοήτευση αλλά να βρουν την ελπίδα τους, στην κοινή πάλη με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, για τη ζωή που πραγματικά έχουμε ανάγκη σήμερα.