Συνάντηση Τζ. Μπάιντεν - Σι Τζινπίνγκ τη Δευτέρα, ενώ και οι δύο πλευρές εντείνουν προετοιμασίες για οξυμένη σύγκρουση
Από τηλεδιάσκεψη των Προέδρων ΗΠΑ - Κίνας τον περασμένο Μάρτη |
Την ίδια ώρα που εντείνεται με κάθε τρόπο η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον - Πεκίνου για την ενίσχυση των θέσεών τους στην κρίσιμη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων και με άνοδο της στρατιωτικής κινητικότητας, ενώ δυναμώνει ο λεγόμενος «εμπορικός πόλεμος» και κλιμακώνεται επικίνδυνα η «ατμόσφαιρα» σε μέτωπα όπως η Ταϊβάν και η Κορεατική Χερσόνησος, η αμερικανική πλευρά ανέφερε ότι «οι ηγέτες θα συζητήσουν προσπάθειες διατήρησης και εμβάθυνσης των γραμμών επικοινωνίας».
Κατά τα γνωστά ευχολόγια, ο Λευκός Οίκος διατυπώνει τη προσδοκία ότι οι δύο πλευρές «θα διαχειριστούν υπεύθυνα τον ανταγωνισμό και θα συνεργαστούν όπου ευθυγραμμίζονται τα συμφέροντά μας, ειδικά σε διακρατικές προκλήσεις που επηρεάζουν τη διεθνή κοινότητα».
Η δε κινεζική πλευρά υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να δουλέψουν μαζί με την Κίνα ώστε να αποφευχθούν «παρεξηγήσεις» και «εσφαλμένες εκτιμήσεις».
Χαρακτηριστικές βέβαια για το πραγματικό φόντο μέσα στο οποίο θα γίνει η συνάντηση Τζ. Μπάιντεν - Σι Τζινπίνγκ ήταν οι διευκρινίσεις του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζ. Σάλιβαν, ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει να ενημερώσει τις αρχές της Ταϊβάν για «τα αποτελέσματα της συνάντησης», δηλώνοντας μάλιστα πεπεισμένος ότι οι αρχές της Ταϊπέι «θα νιώσουν ασφαλείς και άνετες για τη θέση των ΗΠΑ όσον αφορά την υποστήριξή μας στην ειρήνη και τη σταθερότητα κατά μήκος των Στενών» (που χωρίζουν την κινεζική επικράτεια από την Ταϊβάν).
Αμεση ήταν η αντίδραση του κινεζικού ΥΠΕΞ, ο εκπρόσωπος του οποίου, Ζάο Λιζιάν, μίλησε για «ανήκουστα» σχέδια και πρόσθεσε ότι «η Κίνα αντιτίθεται σθεναρά σε αυτό»...
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αναβαθμίζει εδώ και καιρό τις σχέσεις της με την Ταϊβάν - με πιο κραυγαλέα την επίσκεψη Πελόζι στο νησί παρά τις έντονες κινεζικές προειδοποιήσεις - αμφισβητώντας επί της ουσίας τη θέση του Πεκίνου ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της κινεζικής επικράτειας, αλλά και γυρεύοντας πατήματα για την περαιτέρω αυτονόμηση της αμερικανικής εφοδιαστικής αλυσίδας, σε τομείς πολλαπλά κρίσιμους, όπως αυτός της παραγωγής ημιαγωγών (όπου η Ταϊβάν κατέχει διεθνείς πρωτιές).
Δεν είναι όμως αυτό το μοναδικό μέτωπο όπου οξύνεται η αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας. Μεταξύ άλλων:
-- Η κατάσταση γύρω από την Κορεατική Χερσόνησο «φουντώνει» απειλητικά, με τις διαρκείς βαλλιστικές δοκιμές της Πιονγιάνγκ, από τη μια μεριά, και τις κινήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, από την άλλη, που ενισχύουν μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια - «πρόβες πολέμου», όπως και συνολικά τη συζήτηση για δραστική αναβάθμιση των εξοπλισμών τους στην περιοχή. Σε ένα τέτοιο φόντο π.χ. εξελίσσεται η συζήτηση για «επιστροφή» πυρηνικών όπλων στη Νότια Κορέα ή και στην Ιαπωνία κ.τ.λ.
-- «Τρέχουν» συνολικότερα σχέδια ανάπτυξης ή αναβάθμισης στρατιωτικών συνεργασιών και υποδομών στην περιοχή. Χαρακτηριστικές εξελίξεις που βγήκαν στη δημοσιότητα τις τελευταίες μέρες είναι η σχεδιαζόμενη «αμυντική» συμφωνία Ιαπωνίας - Βρετανίας που είναι στα σκαριά, όπως και τα σχέδια για εγκατάσταση αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών στην Αυστραλία. Αντίστοιχα σχέδια ασφαλώς «τρέχει» και η Κίνα, με πιο ενδεικτική τη «συνεργασία» με τις Νήσους Σολομώντα, σε μια περίοδο που εξετάζονται τα πλεονεκτήματα παλιών και νέων βάσεων σε όλη την περιφέρεια του Ειρηνικού.
-- Εξίσου αποκαλυπτική είναι η ταχύτητα με την οποία και οι δύο πλευρές «τρέχουν» οικονομικά σχέδια «συνεργασιών» για τα μονοπώλιά τους, περιορίζοντας παράλληλα τα περιθώρια δράσης των αντίπαλων μονοπωλίων. Η μεν Κίνα προωθεί, για παράδειγμα, το λεγόμενο «Κοινό Αναπτυξιακό Οραμα», με τουλάχιστον 10 νησιωτικές χώρες του Νότιου Ειρηνικού, εστιάζοντας και στην αξιοποίηση του μεγάλου ορυκτού πλούτου. Οι δε ΗΠΑ προτάσσουν μεταξύ άλλων τη δημιουργία του «Οικονομικού Πλαισίου για τον Ινδο-Ειρηνικό», με τη συμμετοχή των μελών του σχήματος Quad (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία, Ινδία) και άλλων 11 χωρών της περιοχής...
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, στη διάρκεια συνάντησής του με στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων τις προηγούμενες μέρες, τόνισε ότι «η ασφάλεια της Κίνας είναι όλο και πιο ασταθής και αβέβαιη».
Οπως μετέδωσε το κινεζικό πρακτορείο «Σινχουά», ο Σι «είπε ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις πρέπει να αφοσιωθούν στη συνολική τους ενέργεια και να εργαστούν για την πολεμική τους ετοιμότητα, να ενισχύσουν την ικανότητά τους να δίνουν μάχες και να τις κερδίζουν και να εκπληρώνουν όλες τις αποστολές και τα καθήκοντά τους τη νέα αυτή περίοδο». Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Σι παρατήρησε ότι τον κόσμο σήμερα χαρακτηρίζουν βαθιές και πρωτόγνωρες αλλαγές.
Το δε αμερικανικό πρακτορείο «Ρόιτερς» μετέδωσε ότι ο Σι επισήμανε ακόμη πως η χώρα πρέπει να προετοιμαστεί «για οποιονδήποτε πόλεμο», οι Ενοπλες Δυνάμεις «να εστιάσουν στην πολεμική ικανότητα ως το μοναδικό θεμελιακό κριτήριο και με αυτόν τον στόχο να κάνουν τη δουλειά τους. Να προετοιμαστούν για πόλεμο και να αποκτήσουν την ικανότητα να τον κερδίσουν».
Την ίδια στιγμή, στα δυτικά επιτελεία επισημαίνεται ανοιχτά ότι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία και η προσπάθεια αποδυνάμωσής της μέσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως... «πρόγευση» για την ακόμα μεγαλύτερη αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα.
«Η κρίση στην Ουκρανία, που διανύουμε, είναι απλώς η προθέρμανση», ανέφερε χαρακτηριστικά σε ομιλία του ο διοικητής της Στρατηγικής Διοίκησης των ΗΠΑ (Stratcom), ναύαρχος Τσ. Ρίτσαρντς, προσθέτοντας ότι «η μεγαλύτερη (σύγκρουση) έρχεται».
«Αξιολογώντας το επίπεδο αποτροπής μας κατά της Κίνας, το πλοίο βυθίζεται αργά. Βυθίζεται αργά, αλλά βυθίζεται, καθώς ουσιαστικά αυξάνουν την ικανότητά τους στο πεδίο πιο γρήγορα από εμάς», κατέληξε ο Ρίτσαρντς.
Αντίστοιχα, ο πρώην γγ του ΝΑΤΟ, Α. Φ. Ράσμουσεν, είχε σημειώσει μερικές μέρες νωρίτερα ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν «να λύσουν το πρόβλημα» της Ρωσίας στηρίζοντας την Ουκρανία, «γιατί είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να έχουν έναν ισχυρό και σταθερό ανατολικοευρωπαίο εταίρο ως προπύργιο ενάντια στις ρωσικές επιθέσεις. Εάν έχουμε σταθερότητα στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ μπορούν να αφιερώσουν περισσότερους πόρους στην πραγματική παγκόσμια μακροπρόθεσμη πρόκληση: Την Κίνα».