Σάββατο 2 Ιούλη 2022 - Κυριακή 3 Ιούλη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Η σύγχρονη ανάγκη για διεπιστημονική προσέγγιση δεν υπηρετείται από την ad hoc συρραφή προγραμμάτων σπουδών ή γνωστικών αντικειμένων (α' μέρος)

Η ιδέα της διεπιστημονικής προσέγγισης στα προγράμματα σπουδών δεν είναι νέα, ούτε στην Εκπαίδευση ούτε στη χώρα μας. Απασχολεί την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα σε όλες τις βαθμίδες, από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο, εδώ και δεκαετίες, τόσο ως προσέγγιση στην έρευνα όσο και ως προσέγγιση της διδακτικής και της ανάπτυξης προγραμμάτων σπουδών και εκπαιδευτικού υλικού.

Στις θέσεις του ΚΚΕ για το Ενιαίο 12χρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας επισημαίνεται: «Στα αναλυτικά προγράμματα, στα σχολικά βιβλία από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας αποτυπώνονται οι παραπάνω κατευθύνσεις. Η διαθεματικότητα, δίχως τη δυνατότητα γενικότερων συσχετίσεων, οδηγεί σε μερικές εμπειρίες που από τη φύση τους είναι και περιορισμένες. Φιλοσοφική βάση αυτής της κατεύθυνσης αποτελεί η διδασκαλία του κονστρουκτιβισμού, σύμφωνα με την οποία η γνώση δεν είναι αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας αλλά κατασκευάζεται, είτε ατομικά είτε κοινωνικά, επομένως δεν υπάρχει δυνατότητα για τον άνθρωπο να την γνωρίσει στην ουσία της».

Για την αποσαφήνιση των εννοιών

Η επίκληση στη διεπιστημονικότητα διατρέχει όλα τα κείμενα της αστικής στρατηγικής στην Εκπαίδευση και την Ερευνα, ενώ ως έννοια εργαλειοποιείται για την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών. Αυτή η εργαλειοποίηση αντανακλάται και στην πληθώρα ορισμών και μορφών με τις οποίες απαντάται. Για παράδειγμα, ο όρος interdisciplinarity απαντάται εναλλακτικά ή σε αντιδιαστολή με τον όρο multi-disciplinarity ή cross-disciplinarity. Στη χώρα μας η αντίστοιχη συζήτηση έχει αναπτυχθεί γύρω από το δίπολο διεπιστημονικότητα - διαθεματικότητα. Για την οικονομία της συζήτησης και επειδή δεν είναι στόχος του παρόντος σημειώματος να εμβαθύνει στην ερμηνεία ή να πάρει θέση για τη χρήση των όρων αυτών, θα αρκεστούμε στην εξής χονδρική διάκριση: Η διεπιστημονικότητα ανιχνεύει, μελετά και αξιοποιεί τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ επιστημονικών αντικειμένων προκειμένου να μελετηθεί ένα φαινόμενο, ενώ η διαθεματικότητα εξετάζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα αξιοποιώντας (ακόμα και ασύνδετες μεταξύ τους) γνώσεις από διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα. Αν υποθέσουμε ότι η γνώση είναι μια απέραντη θάλασσα και τα επιστημονικά αντικείμενα είναι νησάκια που αναδύονται και ψηλώνουν ή βουλιάζουν ανάλογα με τους καιρούς, η εξερεύνηση της θάλασσας μπορεί να γίνει επιφανειακά, πηδώντας από νησί σε νησί, ή σε βάθος, ανακαλύπτοντας τους βυθούς που συνδέουν διαφορετικά νησιά.

Από πρόσφατη κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη ενάντια στις αντιδραστικές αλλαγές στα πανεπιστήμια
Από πρόσφατη κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη ενάντια στις αντιδραστικές αλλαγές στα πανεπιστήμια
Η διεπιστημονικότητα είναι έννοια σύμφυτη με την ανάπτυξη της επιστήμης. Η επιστήμη επιτρέπει στην ανθρωπότητα να κατακτά την αντικειμενική αλήθεια, με κόπο, με πισωγυρίσματα, με μικρά βήματα αλλά και με άλματα. Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση μέσα στους αιώνες, η οργάνωση των κοινωνιών και οι διευρυνόμενες ανάγκες τους, θέτουν διαρκώς νέα προβλήματα προς επίλυση, είτε πρόκειται για τη στοιχειώδη επιβίωση (π.χ. την ανακάλυψη ενός νέου εμβολίου) είτε για τη μελλοντική ανάπτυξη (π.χ. σχεδίαση νέων πόλεων, φιλικών στον άνθρωπο και στο περιβάλλον). Η δε αντιμετώπισή τους απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερη εξειδίκευση, αλλά και ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ διαφόρων ειδικοτήτων.

Η εξέλιξη της επιστήμης οδηγεί με τη σειρά της την εξέλιξη των σπουδών, της εξειδικευμένης δηλαδή επιστημονικής μελέτης μιας περιοχής της γνώσης, χωρίς όμως να χάνεται το νήμα που τις συνδέει. Για παράδειγμα, μέχρι τη δεκαετία του '70 υπήρχαν Σχολές Ηλεκτρολόγων - Μηχανολόγων Μηχανικών, που στην πορεία διαιρέθηκαν σε Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανολόγων Μηχανικών, ώστε να ανταποκριθούν στις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις και να ενσωματώσουν το νέο πεδίο των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της Πληροφορικής. Με τον καιρό οι δύο επιστήμες έχουν αποκτήσει διακριτά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να αποσπώνται από το κοινό «κλαδί» που θρέφει και τις δύο.

Στη θέση 34 της πρότασης του ΚΚΕ «Για το πανεπιστήμιο των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων της εποχής μας» διαβάζουμε ότι «η κατάκτηση νέων περιοχών της διαρκώς αναπτυσσόμενης φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση της γνώσης, οδηγούν στη διαφοροποίηση της επιστήμης και στην ανάδειξη νέων πεδίων πιο εξειδικευμένης μελέτης ιδιοτήτων και νομοτελειών που εκδηλώνονται ή/και προσιδιάζουν σε συγκεκριμένα φαινόμενα και αλληλεπιδράσεις. (...) Η τάση ενοποίησης δυναμώνει όσο η επιστήμη προσεγγίζει πιστότερα την πραγματικότητα μέσα από τη διαφοροποίηση των επιμέρους επιστημονικών αντικειμένων. Το στοιχείο αυτό υπηρετείται και μέσα από τη συγκρότηση και ενίσχυση των διακλαδικών - διατμηματικών - διεπιστημονικών συνεργασιών, ερευνών και σπουδών».

Συνεπώς, η διεπιστημονική προσέγγιση είναι αλληλένδετη με την επιστημονική προσέγγιση. Δηλαδή με την αναζήτηση της λύσης σε ένα πρόβλημα - ερώτημα (τεχνικό, ιατρικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό, ιστορικό κ.λπ.) με καλή γνώση του υποβάθρου και των ορίων της υφιστάμενης γνώσης, και άρα του ίδιου του προβλήματος, αλλά και με μεθοδολογία τέτοια που δεν παραβιάζει τη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης, ώστε η ερμηνεία των αποτελεσμάτων - ευρημάτων να είναι ελεύθερη από ιδεολογήματα και στρεβλώσεις.

Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα με τις προωθούμενες πολιτικές;

«Διεπιστημονικότητα» με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω

Η επίκληση στη διεπιστημονικότητα όπως διαχέεται στα κείμενα της αστικής στρατηγικής και στα αντίστοιχα νομοθετήματα δεν εκκινεί από τη θέση περί διαλεκτικής ενότητας του κόσμου, αλλά από τις κονστρουκτιβιστικές θεωρίες που βασίζονται στην υποκειμενική θεώρησή του. Σύμφωνα με αυτές, το κάθε παιδί ανακαλύπτει μόνο του πλευρές της γνώσης, αρκεί να του παρασχεθούν πολλά ερεθίσματα. Οικοδομεί τη δική του αλήθεια για τον κόσμο που το περιβάλλει. Τον ερμηνεύει υποκειμενικά, όπως μπορεί. Μαθαίνει να μαθαίνει. Με ατομική του ευθύνη, κι ο Θεός βοηθός.

Διαβάζουμε στο «Ενιαίο 12χρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας»: «Ετσι περνά από την ταχεία μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επιστημονικό μεθοδολογικό υπόβαθρο και κριτήριο, στην αποσπασματική μετάβαση από μέρος σε μέρος (βλ. διαθεματικότητα). Επίσης επικεντρώνεται στο περίφημο "μαθαίνω πώς να μαθαίνω", που στην αστική εκπαιδευτική πολιτική συνδέεται με την ικανότητα διαχείρισης πληροφοριών, αναγκαία μεν στο σημερινό επίπεδο αποθέματος και διάχυσης των γνώσεων, που ωστόσο δεν μπορεί να εξασφαλιστεί δίχως ένα επιστημονικό υπόβαθρο κατανόησης του κόσμου».

Ο νέος νόμος - πλαίσιο για τα πανεπιστήμια που ετοιμάζει η κυβέρνηση της ΝΔ ομνύει σε αυτήν ακριβώς την ψευδεπίγραφη διεπιστημονικότητα και την υπηρετεί με πλήθος διατάξεων για την κινητικότητα, τα προγράμματα - κολάζ πιστωτικών μονάδων, τα διπλά και κοινά πτυχία, τις ατομικές μαθησιακές διαδρομές. Δεν πρόκειται για πρωτότυπη ιδέα, ούτε για ευρωπαϊκή «καλή πρακτική». Αποτελεί κοινό τόπο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που «τρέχουν» τις τελευταίες δεκαετίες σε όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αντιφάσεις που γιγαντώνονται από τη ραγδαία όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στην ιδιοποίηση του πλούτου και την κοινωνικοποίηση της εργασίας: Ανεργία και εργασιακή περιπλάνηση των επιστημόνων (brain drain) από τη μία, έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων από την άλλη. Αυξημένες ανάγκες για επιστημονική εξειδίκευση από τη μία, ανάγκη για «ευέλικτους» και «κινητικούς» εργαζόμενους από την άλλη. Επιστημονική πρόοδος και κοινωνική καθυστέρηση.

Οι «διεπιστημονικές» σπουδές είναι ήδη ένα από τα πιο πολυδιαφημιζόμενα εκπαιδευτικά προϊόντα σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο κ.α. Τα αντίστοιχα προγράμματα σπουδών σχεδιάζονται με βάση επαγγελματικά περιγράμματα που παραγγέλνει η αγορά εργασίας. Τα μαθήματα στοχεύουν στην απόκτηση διαφορετικών γνώσεων γύρω από το αντικείμενο ενός δυνητικού επαγγέλματος, στην εξάσκηση σε συναφείς τεχνικές και εργαλεία και στην ανάπτυξη «soft skills», ώστε ο μελλοντικός απασχολήσιμος να μπορεί να είναι «ευέλικτος» και να έχει «μάθει να μαθαίνει». Τα υποχρεωτικά μαθήματα υποδομής είναι λίγα, ενώ τα επιλογής μπορεί να ανήκουν και σε εντελώς διαφορετικά προγράμματα σπουδών. Δηλαδή οι φοιτητές είναι ατομικά υπεύθυνοι για τη μαθησιακή τους διαδρομή και το πού αυτή θα τους οδηγήσει. Στα πλέον εμπορευματοποιημένα εκπαιδευτικά συστήματα, τα διεπιστημονικά προγράμματα προσφέρονται για προσέλκυση πελατών με ελάχιστο λειτουργικό κόστος: «Πακετάρουν» μαθήματα από διάφορα προγράμματα σπουδών σε ένα νέο, «διεπιστημονικό», και έτσι προσθέτουν ένα ακόμα προϊόν στη βιτρίνα.

Η εμπειρία που μας έρχεται από το εξωτερικό δημιουργεί έντονους προβληματισμούς. Οι φοιτητές σε αυτά τα προγράμματα έχουν διαφορετικό επίπεδο γνώσεων κάθε φορά - αφού έχουν ακολουθήσει διαφορετική μαθησιακή διαδρομή μέχρι εκεί - με αποτέλεσμα ένα μάθημα να μην μπορεί να αναπτυχθεί όπως έχει σχεδιαστεί (στην Ελλάδα αυτό το ζούμε ήδη στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, που, ως προγράμματα ειδίκευσης, δέχονται φοιτητές από διάφορα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών). Αυτό αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα για τους διδάσκοντες, οι οποίοι και χρεώνονται συνήθως την αποτυχία τέτοιων «διεπιστημονικών» προγραμμάτων. Οι δε απόφοιτοι έχουν ελλείψεις σε γνώσεις αλλά και σε ικανότητα κατανόησης, ή καταλήγουν με πτυχία απροσδιόριστου αντικειμένου. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το λειψό ή ασαφές προφίλ το χρεώνονται οι ίδιοι ως εργαζόμενοι.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου θα παρουσιάσουμε τις διάφορες μορφές «διεπιστημονικών» προγραμμάτων σπουδών που προσφέρονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και το αποτύπωμά τους στην ποιότητα των σπουδών και της επαγγελματικής διαδρομής των αποφοίτων.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ