Πέμπτη 10 Μάρτη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Μισθοί στα τάρταρα και εξαφανισμένες ΣΣΕ: Η άλλη όψη της ανταγωνιστικότητας

Αποκαλυπτικά στοιχεία για την κατακρήμνιση των μισθών τα τελευταία χρόνια

Το τσάκισμα των μισθών, το χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης και των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας συνοδεύουν αδιάλειπτα την αντεργατική επίθεση που ξεδιπλώνεται ενάντια στην εργατική τάξη τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη ένταση από τις αρχές της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης και εξελίσσεται μέχρι και σήμερα, εμπλουτίζοντας διαρκώς το αντεργατικό οπλοστάσιο. Στόχος η μείωση του «κόστους εργασίας» και συνακόλουθα η αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, η καπιταλιστική ανάπτυξη, η ενίσχυση του ανταγωνισμού συνοδεύεται από ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Σημαίνει παγιωμένους μισθούς πείνας, ανακύκλωση της ανεργίας, αλματώδη επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, αύξηση της φτώχειας, ένταση της εξαθλίωσης. Και βέβαια, η εργατική τάξη μαζί με όλο τον λαό καλούνται να πληρώσουν όλο και περισσότερο για την εμπορευματοποιημένη Παιδεία και Υγεία, να αντεπεξέλθουν στο τσουνάμι ακρίβειας, να καταβάλουν δυσβάσταχτους φόρους, ώστε να σταθούν «όρθιοι» οι επιχειρηματικοί όμιλοι, να γίνει πράξη η «επεκτατική» πολιτική.

Ολα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στο ακέραιο από μελέτες και αναλύσεις αρμόδιων οργανισμών, οι οποίες «δικαιώνουν» το κάλεσμα των Συνδικάτων για κλιμάκωση της κοινής αγωνιστικής δράσης, για τη διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα κατοχυρώνουν ουσιαστικές αυξήσεις και σύγχρονα δικαιώματα, για ξήλωμα του αντεργατικού οπλοστασίου, διεκδικήσεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση πάλης που παρουσίασε το ΠΑΜΕ για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Διεκδικήσεις που βρίσκονται μεταξύ άλλων και στο επίκεντρο της οργάνωσης της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας της 6ης Απρίλη.

Μισθοί στο ίδιο ύψος εδώ και 15 χρόνια!


Στο Σχέδιο των Συνδικάτων για μια Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας παρουσιάζεται η πορεία του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, δείχνοντας ότι σήμερα το ύψος του κατώτατου μισθού είναι σχεδόν ίδιο με αυτό που είχε πριν από 15 ολόκληρα χρόνια, το 2007 (πίνακας 1). Η μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 ήταν τόσο μεγάλη ώστε καμία αύξηση από όσες δόθηκαν μέχρι τώρα (10% με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και 2% με κυβέρνηση ΝΔ από τις αρχές του 2022), ούτε κι αυτή που ανακοινώθηκε πως θα δοθεί, δεν φτάνουν για να διαμορφώσουν έναν κατώτατο μισθό που να καλύπτει έστω στοιχειώδεις ανάγκες.

«Αυξήσεις» που εξανεμίζονται από το τσουνάμι ακρίβειας

Πολύ περισσότερο δεν φτάνουν, όταν σήμερα και οι δύο αυξήσεις που δόθηκαν έχουν ήδη εξανεμιστεί από την ακρίβεια που καλπάζει, με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο να εντείνει ακόμα περισσότερο την ήδη άθλια κατάσταση.

Σημειώνεται σχετικά σε πρόσφατη Εκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ: «Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Ομως, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%».

Ετος κατακρήμνισης του κατώτατου μισθού

Οπως φαίνεται στον πίνακα 1, το 2012 ήταν το έτος που με παρέμβαση του αστικού κράτους μειώθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 22% για τους εργαζόμενους από 25 ετών και πάνω και κατά 32% για τους εργαζόμενους μέχρι 25 ετών. Ενα χρόνο μετά, η τότε κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ με τον ν. 4172/2013 καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό και ορίζει ότι αυτός θα καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα» των επιχειρήσεων, δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Νόμο που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, απορρίπτοντας το δίκαιο αίτημα του εργατικού κινήματος για την κατάργησή του, έβαλε σε εφαρμογή το 2019 και έτσι τον έκανε ιδιοκτησία της, τον έκανε «νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου» και με τη βούλα.

Τεράστιες απώλειες στο σύνολο των μισθών

Στο μεταξύ, η μείωση του κατώτατου μισθού και το χτύπημα των ΣΣΕ συμπαρέσυρε, όπως ήταν αναμενόμενο, τους μισθούς όλων των εργαζομένων. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ, υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας) στην Ετήσια Εκθεσή του το 2013: «Την περίοδο 2010-2013 ο δείκτης του συνολικού κόστους εργασίας ανά ώρα στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε (...) κατά 18,7%. Σε πραγματικές τιμές, το συνολικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 25,2%, το μισθολογικό κόστος κατά 23,5% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 28,5%».

Ετσι, σύμφωνα με επεξεργασία στοιχείων του ΕΦΚΑ, το 2011 ο μέσος μηνιαίος μεικτός μισθός ήταν 1.264 ευρώ και το 2020 ήταν 968 ευρώ (βλ. πίνακα 2)! Δηλαδή (παρά τις δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό), ο μισθός το 2020 παραμένει μειωμένος κατά 23,41% σε σχέση με το 2011, μια πορεία στην οποία όλες οι κυβερνήσεις έβαλαν τη σφραγίδα τους.

Ευθεία χτυπήματα στις ΣΣΕ

Σε μια αλληλένδετη εξέλιξη, οι νόμοι που ψηφίζονται από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα δίνουν ευθεία χτυπήματα στις ΣΣΕ. Αφού πρώτα αφαίρεσαν από τα συνδικάτα τη δυνατότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΕΓΣΕΕ, στη συνέχεια χτύπησαν τις κλαδικές ΣΣΕ και ευνόησαν τη δημιουργία «Ενώσεων Προσώπων» που ουσιαστικά αντικατέστησαν τα επιχειρησιακά σωματεία. Οι Ενώσεις αυτές, ως υποχείρια των εργοδοτών, υπογράφουν επιχειρησιακές ΣΣΕ στα μέτρα της εργοδοσίας. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του ΟΜΕΔ: Το 2004 υπογράφηκαν 223 κλαδικές ΣΣΕ (ΚΣΕΕ), το 2011 65 ΚΣΕΕ και το 2020 μόλις 19 ΚΣΕΕ!

Ακόμα όμως και όταν υπογράφονται, οι κυβερνήσεις φρόντισαν για λογαριασμό της εργοδοσίας να εμποδίσουν την επεκτασιμότητα και υποχρεωτικότητά τους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με εγκύκλιό της το 2018 νεκρανάστησε ανενεργή διάταξη του νόμου 1876/1990 σχετικά με τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών ΣΣΕ, προσθέτοντας μια ολόκληρη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, προκειμένου η ΚΣΕΕ να καταστεί υποχρεωτική για το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι εργοδότες που υπογράφουν την ΚΣΣΕ απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Ομως η απόδειξη αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια των εργοδοτών, οι οποίοι πρέπει να φέρουν τα σχετικά στοιχεία χωρίς να έχουν καμιά κύρωση αν δεν το κάνουν... Η κυβέρνηση της ΝΔ συμπλήρωσε το έργο του ΣΥΡΙΖΑ με τον ν. 4635/2019. Ετσι εκτός από το 51%, ζητά από την εργατική πλευρά να αποδείξει ότι η ΚΣΕΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις «στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη λειτουργία του ανταγωνισμού»! Να αποδείξει με άλλα λόγια ότι η ΚΣΣΕ είναι σε όφελος των εργοδοτών και σε βάρος των εργαζομένων!

Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων δεν καλύπτεται από ΣΣΕ

Το αποτέλεσμα είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να μην καλύπτεται από ΣΣΕ και πάνω από 1/3 των εργαζομένων να αμείβονται με αποδοχές όχι μεγαλύτερες του κατώτατου μισθού.

Το ΕΙΕΑΔ αναφέρει στην «Εκθεση για τον κατώτερο μισθό» (Απρίλης 2021) ότι σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από ΣΣΕ στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 17,8%. Περαιτέρω, επειδή το συγκεκριμένο στοιχείο αναφέρεται στο έτος 2016, σημειώνει ότι «με βάση τις νεότερες εξελίξεις το ποσοστό κάλυψης (...) πιθανότατα έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι το 80%-85% των εργαζομένων στη χώρα μας θεσμικά δεν καλύπτεται μισθολογικά από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ο μισθός του έχει ως ελάχιστο σημείο αναφοράς τον κατώτατο μισθό και άρα η μισθολογική του κατάσταση εξαρτάται από το εκάστοτε ύψος του». Λογική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι «το ποσοστό των εργαζομένων που λαμβάνει αποδοχές στα όρια του κατώτατου μισθού (έως 700 ευρώ) ανέρχεται στο 35,1%».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ