Σάββατο 26 Φλεβάρη 2022 - Κυριακή 27 Φλεβάρη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Ενεργειακή φτώχεια και παραπέρα εκτίναξη των τιμών το «τίμημα» της εμπλοκής

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι εξελίξεις που πυροδοτούνται και συνδέονται συνολικά με γενικότερες ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις, προκαλούν βαρύ τίμημα στους λαούς. Η ακρίβεια, η αύξηση της τιμής των καυσίμων, η ενεργειακή φτώχεια είναι μερικές από τις οικονομικές επιπτώσεις που ήδη βιώνουν εκατομμύρια εργατικές - λαϊκές οικογένειες εδώ και πάνω από έναν χρόνο, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής ασφυξίας και να αναφέρουν πως ήδη η περίοδος 2022 - 2023 έχει «κλειδώσει» σαν ένας ατέλειωτος «Γολγοθάς». Ο λαός πληρώνει έτσι βαριά και την καπιταλιστική ανάπτυξη και την «προέκτασή» της, την εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.

Ηδη, από τις πρώτες στιγμές τα ξημερώματα της Πέμπτης 24 Φλεβάρη, η τιμή του πετρελαίου ξεκίνησε να καταγράφει τιμές ρεκόρ. Η τιμή του αργού Brent (βαρέλι) αυξήθηκε κατά 6,6% και διαμορφώθηκε στα 103,21 δολάρια το βαρέλι, το υψηλότερο από τον Αύγουστο του 2014, ενώ το αμερικανικό ελαφρύ πετρέλαιο εκτινάχθηκε κατά 6,2% στα 97,75 δολάρια το βαρέλι. Οι τιμές του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί πάνω από 20 δολάρια το βαρέλι από τις αρχές του 2022 καθώς ήταν σε εξέλιξη η κρίση στην Ουκρανία. Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο και πουλάει το μεγαλύτερο μέρος του αργού της σε ευρωπαϊκά διυλιστήρια. Επιπλέον, είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη, παρέχοντας περίπου το 35% των αναγκών της. Την περασμένη Πέμπτη, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχτηκαν περισσότερο από 40%.

Στην Ελλάδα, ήδη από την Παρασκευή, η τιμή των καυσίμων σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασε για τη βενζίνη τα 2 ευρώ το λίτρο και το πετρέλαιο τα 1,6 ευρώ. Την ίδια στιγμή, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 30%, ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για νέα εκτόξευση από τις 28 Φλεβάρη.

Ηδη, κυβερνητικοί παράγοντες κάνουν «προετοιμασία εδάφους», λέγοντας ότι το ισοζύγιο των καυσίμων αναμένεται να καταστεί αρνητικό κατά περισσότερο από 1 δισ. ανά μήνα. Και δεν διστάζουν να προσθέτουν τα μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων με τα ψίχουλα που αφορούν τη στήριξη στα ευάλωτα νοικοκυριά, κάνοντας μία σούμα περί τα 600 με 800 εκατομμύρια ευρώ τον μήνα που θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Αρα, τα όποια μέτρα παρθούν, όχι μόνο δεν θα ανακουφίσουν τους εργαζόμενους αλλά ακόμα χειρότερα θα τα πάρουν πίσω μέσω νέων περικοπών στο άμεσο μέλλον. Επιπλέον, η εκτίναξη των τιμών της Ενέργειας θα δώσει νέα ώθηση στον πληθωρισμό - που θυμίζουμε έκλεισε πάνω από 6,2% τον Γενάρη - ο οποίος με τη σειρά του θα ροκανίσει παραπέρα το λαϊκό εισόδημα.

Η κατάσταση με την επάρκεια

Ενα ζήτημα που κατατάσσεται πλέον στα θέματα πρώτης γραμμής είναι η ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Και μπορεί η κυβέρνηση να κάνει λόγο για ...θετική συγκυρία λόγω των θερμοκρασιών, ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το χρονικό εύρος της κρίσης είναι άγνωστο και άρα οι όποιες εκτιμήσεις δεν έχουν αντίκρισμα. Πολύ περισσότερο που η «απελευθερωμένη» αγορά ηλεκτρισμού που διαμόρφωσαν όλα τα τελευταία χρόνια όλες οι κυβερνήσεις είναι εκτεθειμένη από παντού στις «διακυμάνσεις» των ανταγωνισμών: Η «μονοκαλλιέργεια» των ΑΠΕ, το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων, η χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου ως βασικού ηλεκτροπαραγωγού καυσίμου, η προτεραιότητα στις εξαγωγές αποτελούν παράγοντες που εκτοξεύουν το κόστος, αλλά και τους κινδύνους για την ενεργειακή επάρκεια.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την περασμένη Τετάρτη το ηλεκτρικό φορτίο κυμαινόταν γύρω στα 6.800 ΜW έναντι 9.000 MW στην καρδιά του χειμώνα. Δούλευαν μόνο 6 μονάδες φυσικού αερίου και αυτές στη μισή τους ισχύ (5 συν οι μικρές του «Ηρωνα» βρίσκονταν εκτός), 2 λιγνιτικές (4 ήταν επίσης εκτός), ενώ είχαμε 1.200 MW από ΑΠΕ. Σε ό,τι αφορά τα υδατικά αποθέματα, αυτά φτάνουν τα 2.400 MW. Στην παρούσα φάση, καμία λιγνιτική μονάδα δεν έχει δηλώσει ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα διαρκείας, πλην του Αγ. Δημητρίου 5. Ωστόσο, το σύστημα ενισχύθηκε τις προηγούμενες μέρες από τις εισαγωγές, οι οποίες με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούν να συνεχιστούν.

Το «μαγικό ραβδί» του LNG

Το ζήτημα της επάρκειας εξαρτάται από το φορτίο του συστήματος και τις υπάρχουσες ΑΠΕ μέχρι τις διαθέσιμες ποσότητες φυσικού αερίου μέσω LNG.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τα φορτία LNG που παρουσιάζονται περίπου ως «ασφαλιστική δικλίδα», αυτά που χωράει με φουλ πληρότητα η Ρεβυθούσα είναι 225.000 κυβικά μέτρα. Τον Φλεβάρη, τα πλοία που έδεσαν συνολικά σε αυτήν, είναι 8 και αντιστοιχούν σε 2,29 TWh (340.000 κυβικά μέτρα). Δύο από αυτά τα φορτία, της ΔΕΗ και της «Elpedison», κατέφθασαν πριν από μερικές μέρες. Για τον Μάρτη έχουν προγραμματιστεί 5 φορτία (1,2 TWh ή 300.000 κυβικά), δύο από τη «Mytilineos», δύο από την «Elpedison» και ένα από τη ΔΕΠΑ.

Με αφορμή την κατάσταση που διαμορφώνεται στην περιοχή, η κυβέρνηση και άλλοι παρουσιάζουν ότι τώρα είναι ευκαιρία και αναγκαιότητα να «τρέξει» ο αμερικανικός ενεργειακός σχεδιασμός «απεξάρτησης» από το ρωσικό αέριο, η αύξηση των εισαγωγών του αμερικανικού LNG, καθώς και ισραηλινού και αιγυπτιακού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά, να προχωρήσουν μια σειρά από σχετικά σχέδια, όπως ο πλωτός σταθμός αποθήκευσης LNG στην Αλεξανδρούπολη, η υποθαλάσσια αποθήκη φυσικού αερίου στη Νότια Καβάλα και ο διασυνδετήριος αγωγός Ελλάδας - Βουλγαρίας.

Πέρα από το προφανές, ότι τα σχέδια αυτά ρίχνουν κι άλλο λάδι στη φωτιά των ανταγωνισμών που πληρώνουν οι λαοί, ενώ βραχυπρόθεσμα οι παραδόσεις LNG μπορούν να καλύψουν κάποιες ανάγκες στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου, μακροπρόθεσμα είναι απίθανο να είναι επαρκείς. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το LNG δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να αποτελέσει άμεση λύση καθώς για μεγάλα φορτία και κάλυψη μεγάλου ποσοστού ενεργειακής επάρκειας απαιτούνται υποδομές και μονάδες που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν. Και βέβαια προφανές είναι ότι το κόστος που θα μετακυληθεί πάραυτα στους λαούς θα είναι και πάλι τεράστιο.

Ενδεικτική άλλωστε είναι και μια πληροφορία που δημοσιοποιήθηκε σε ξένα ΜΜΕ μέσα στη βδομάδα: Στην Κίνα - που στην παγκόσμια αγορά έχει τα 2/3 της συνολικής ζήτησης - η τιμή του LNG εκτινάχθηκε την περασμένη Πέμπτη σε επίπεδα - ρεκόρ λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούν. Μια εξέλιξη που, όπως εκτιμούν αναλυτές, μπορεί να οδηγήσει τους εισαγωγείς στην αύξηση των προμηθειών από την αγορά και στην περαιτέρω πίεση της παγκόσμιας προσφοράς.

Στην Κίνα, η τιμή του LNG διαμορφώνεται ελεύθερα με όρους αγοράς, σε αντίθεση με τη ρυθμιζόμενη από το κράτος τιμή του φυσικού αερίου που διακινείται μέσω αγωγών. Ετσι, η Κίνα μπορεί να στραφεί στην προμήθεια φορτίων LNG από τη διεθνή αγορά για μείωση της τιμής. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα στην Ευρώπη, καθώς οι χώρες εισαγωγής έχουν εκδηλώσει μεγάλη ζήτηση για LNG.

Επιπλέον, όσοι στρέφουν το βλέμμα στο Κατάρ, που καλύπτει με LNG ένα σημαντικό μέρος της αγοράς, μάλλον θα απογοητευτούν, αφού την Τετάρτη 23 Φλεβάρη, ο υπουργός Ενέργειας της χώρας δήλωσε ξεκάθαρα πως οι ποσότητες είναι δεσμευμένες με μακροχρόνια συμβόλαια και μόνο ένα 10 - 15% μπορεί να κατευθυνθεί προς τις ευρωπαϊκές χώρες.

Επιπτώσεις και στην αγορά τροφίμων

Οι συνέπειες θα είναι άμεσες και στα τρόφιμα, καθώς η Ουκρανία θεωρείται ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Ουκρανία και Ρωσία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 25% της παγκόσμιας αγοράς σίτου, γύρω στο 20% στο καλαμπόκι και 80% στο ηλιέλαιο. Αυτό σημαίνει νέες αυξήσεις σε βασικά τρόφιμα. Οι τιμές των δημητριακών σκαρφάλωσαν από την Πέμπτη σε υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, οι τιμές του σιταριού και του καλαμποκιού στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης στο Σικάγο σημείωσαν τη μέγιστη επιτρεπτή από το χρηματιστήριο άνοδο και παρέμεναν κλειδωμένες στο limit up τους για αρκετές ώρες.

Η τιμή του αρτοποιήσιμου σίτου στο Παρίσι έφτασε να σημειώνει άνοδο έως και 16%, σημειώνοντας ρεκόρ όλων των εποχών, ενώ οι ελαιούχοι σπόροι κινούνται επίσης σε ανοδική τροχιά, εντείνοντας την ανησυχία για περαιτέρω επιτάχυνση του πληθωρισμού στις τιμές των τροφίμων. Το σιτάρι στο χρηματιστήριο Chicago Board of Trade του Σικάγου ήταν 5,7% υψηλότερα, στα 9,34 δολάρια το μπούσελ, κλειδωμένο στο limit up, έχοντας σημειώσει τη μέγιστη επιτρεπτή κίνηση έναντι του προηγούμενου κλεισίματος. Το καλαμπόκι και η σόγια ήταν επίσης περίπου 5% υψηλότερα.

Την ίδια ώρα, η αύξηση του κόστους των λιπασμάτων επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση: Ηδη οι τιμές έχουν πάρει την ανηφόρα λόγω των μειωμένων προμηθειών ποτάσας από τη Λευκορωσία μετά τις αμερικανικές κυρώσεις και οποιαδήποτε μείωση στις εξαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία θα εντείνει την πίεση. Επίσης, αν οι αγρότες περιορίσουν τη χρήση θρεπτικών συστατικών, οι καλλιέργειες μπορεί να μην έχουν την ίδια απόδοση, αυξάνοντας τις ανησυχίες για την προσφορά.

Αυτές οι επιπτώσεις χτυπάνε με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα τους βιοπαλαιστές αγρότες της χώρας μας που όλο αυτό το διάστημα δίνουν αγώνα επιβίωσης για να μπορούν να μείνουν και να καλλιεργούν στον τόπο τους. Αυτοί άλλωστε θα φορτωθούν και το κόστος από το νέο εμπάργκο που ετοιμάζεται για τη Ρωσία, που θα έρθει να προστεθεί στα όσα ήδη πληρώνουν από το 2014, όταν το εμπάργκο προκάλεσε σοβαρά εμπόδια στις ελληνικές εξαγωγές οπωροκηπευτικών, οι οποίες, πριν από την επιβολή του, ξεπερνούσαν τα 160 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, προκαλώντας μεγάλες απώλειες εισοδήματος στους αγροτοπαραγωγούς. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατή η αντιστάθμιση των συγκεκριμένων απωλειών, καθώς η παραγωγή αρκετών τομέων οπωροκηπευτικών της Ελλάδας ήταν επί δεκαετίες προσανατολισμένη στις εξαγωγές προς τη Ρωσία. Επιπλέον, κανένα ουσιαστικό μέτρο στήριξης των αγροτοπαραγωγών και αναπλήρωσης χαμένου εισοδήματος δεν έχει ληφθεί και οι όποιες ενισχύσεις έχουν δοθεί (π.χ. λιγότερα από 50 εκατομμύρια για de minimis όλη την περίοδο 2014 - 2021) από τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ΕΕ δεν ήταν παρά ασπιρίνες, που δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 40% των απωλειών αφορούν στον τομέα των πυρηνόκαρπων (ροδάκινα, νεκταρίνια, κεράσια, βερίκοκα), στον οποίο δραστηριοποιούνται περισσότεροι από 30.000 καλλιεργητές. Οι συνολικές απώλειές τους την εξαετία 2014 - 2019 ξεπερνούν τα 400 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που μεταφράζεται σε μέση απώλεια ανά παραγωγό πάνω από 13.000 ευρώ.

Ανησυχίες για τα αστικά επιτελεία

Η ρωσική εισβολή και οι συνέπειές της προκαλούν την ίδια ώρα σοβαρές ανησυχίες στα αστικά επιτελεία σχετικά με την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας στη χώρα μας.

Οπως ήδη γράφεται σε αστικά μέσα ενημέρωσης, οι υψηλές τιμές στην Ενέργεια θα επιβαρύνουν την πρωτογενή παραγωγή, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τον τουρισμό. Εντοπίζουν πως θα σημειωθούν καθυστερήσεις σε επενδύσεις σε τομείς της οικονομίας με σχετικά υψηλή ενεργειακή εξάρτηση.

Σε ό,τι αφορά στον Τουρισμό, θεωρούν ότι η αβεβαιότητα με τις μετακινήσεις, το υψηλότερο κόστος, η μείωση εισοδημάτων, καθώς και η μειωμένη ζήτηση από Ρωσία και Ουκρανία που κάθε καλοκαίρι διατηρούσαν υψηλό ποσοστό ζήτησης σε ελληνικούς προορισμούς, ανατρέπουν άρδην τις αισιόδοξες εκτιμήσεις ότι στον Τουρισμό η φετινή εικόνα θα προσεγγίσει εκείνη του 2019.

Οι ανησυχίες τους αφορούν και στον τομέα του υψηλού εξωτερικού δημόσιου χρέους. Προϊδεάζουν βέβαια για ακόμα μεγαλύτερη ένταση στα αντιλαϊκά μέτρα που έχουν αποφασιστεί προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα μετά από τα δύο χρόνια πανδημίας και να παρθούν πίσω όσα προσωρινά μέτρα - ψίχουλα ανακούφιζαν σε έναν βαθμό τον λαό. Αυτό για το οποίο προετοιμάζουν τώρα, είναι ότι χρειάζονται μέτρα που θα «καταστήσουν χειρότερη τη γενναία δημοσιονομική προσαρμογή»...


Κ. Πασ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ