Τις «πεπερασμένες δυνάμεις» του ΕΣΥ επικαλείται ξανά και ξανά η κυβέρνηση, για να υποστηρίξει ότι τάχα «κάνει ό,τι μπορεί» στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και για να συντηρήσει τη λογική της ατομικής ευθύνης για τον εμβολιασμό, που παρουσιάζεται ως το μοναδικό όπλο για να μην επιβαρυνθούν τα ξεχαρβαλωμένα δημόσια νοσοκομεία.
Και, την ίδια στιγμή που ξεδιάντροπα τα κυβερνητικά στελέχη λένε ότι «σε τέτοια νούμερα αρρώστων δεν μπορεί να δοθεί καλή φροντίδα», ότι «δεν είναι δυνατό να υπάρχει προσωπικό σε κάθε θάλαμο για τους διασωληνωμένους», η πληρότητα των κρεβατιών ΜΕΘ στα δημόσια νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας ξεπερνά το 90% και την τελευταία βδομάδα τα κρούσματα αυξήθηκαν σχεδόν 30%. Επίσης, σχεδόν όλα τα τμήματα και οι κλινικές δουλεύουν με ελάχιστο προσωπικό, οι πολύμηνες λίστες αναμονής για θεραπείες και χειρουργικές πράξεις έχουν εκτοξευτεί λόγω και της νέας αναζωπύρωσης της πανδημίας.
Με την ίδια συνταγή των προηγούμενων πανδημικών κυμάτων, τα νοσοκομεία μετατρέπονται και πάλι σε «μιας νόσου», το προσωπικό μετακινείται για να μπαλώσει τρύπες ανοίγοντας περισσότερες, ενώ η κατάσταση αυτή αξιοποιείται για να προωθούνται οι αντιδραστικές αλλαγές με βάση τις κατευθύνσεις του «νέου ΕΣΥ», των ΣΔΙΤ και της ενίσχυσης της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία.
«Δεν θέλουμε να κάνουμε ό,τι έγινε υποχρεωτικά την περίοδο που δεν υπήρχε το εμβόλιο, που το ΕΣΥ περιόρισε όλες τις δραστηριότητές του για να περιθάλψει ασθενείς Covid. Θέλουμε την ίδια πρόσβαση που έχει ένας ασθενής με Covid στο ΕΣΥ, να έχει κι ένας που πάσχει από καρδιά ή έχει πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο», ανέφερε ο υπουργός Υγείας, σε μια ωμή παραδοχή ότι το σύστημα Υγείας έχει μετατραπεί σε «μιας νόσου». Ενώ, ακόμα και τώρα, η όποια εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα «εξετάζεται», πάντα με το αζημίωτο, απορρίπτοντας το δίκαιο αίτημα των υγειονομικών για την επίταξή του.
Αντί λοιπόν για μόνιμες προσλήψεις, για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, για άμεση ενίσχυση της ΠΦΥ, για επίταξη του ιδιωτικού τομέα, η στρατηγική που επιλέγεται είναι αυτή που έφερε την κατάρρευση του συστήματος Υγείας, τόσο στη χώρα μας όσο και στα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη. Είναι αυτή της προώθησης της επιχειρηματικής δράσης, που αποτελεί «εγγύηση» για μεγέθυνση της κερδοφορίας των ομίλων του κλάδου, για νέες περικοπές και παραπέρα υποβάθμιση των υπηρεσιών στον λαό. Είναι αυτή των ανύπαρκτων ελέγχων στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, της απουσίας μέτρων ουσιαστικής πρόληψης. Στον αντίποδα των αναγκαίων αυτών μέτρων, η κατάσταση χειροτερεύει π.χ. με τις συγχωνεύσεις τμημάτων στα σχολεία, στοιβάζοντας έτσι ακόμα περισσότερους μαθητές στην ίδια τάξη και δείχνοντας ως μόνο μέτρο την «αυτοδιάγνωση».
Στην πραγματικότητα, όμως, οι δυνατότητες είναι πολύ περισσότερες, για να έχει σήμερα ο λαός αναβαθμισμένες υπηρεσίες Υγείας δημόσιες και δωρεάν, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες τους. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο η πάλη για άμεσα μέτρα θωράκισης του δημόσιου συστήματος, για την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, πιάνοντας το «νήμα» από την πανυγειονομική απεργία.
Γιατί η ζωή του λαού δεν μπορεί να εξαρτάται από τις «πεπερασμένες δυνατότητες» ενός βάρβαρου, εμπορευματοποιημένου συστήματος Υγείας.