Ομως, όλοι γνωρίζουν - και πολύ περισσότερο ο πρωθυπουργός - ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι συνεπής ως προς τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ενώπιον της αμερικανικής διαμεσολάβησης το βράδυ της κρίσης των Ιμίων και αργότερα με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, όπου προσυπέγραψε την αναγνώριση τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο. Και είναι δύσκολο γιατί «συνέπεια» σε αυτήν την περίπτωση σημαίνει δυσβάσταχτο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, η οποία σήμερα καλείται να αναγνωρίσει την αλλαγή της κατάστασης στο Αιγαίο.
Από το βράδυ της κρίσης των Ιμίων μέχρι σήμερα ο Κ. Σημίτης ακολούθησε μια πολιτική κατευνασμού προς την Τουρκία, εξασφαλίζοντας χρόνο ύφεσης, τον οποίο χρησιμοποίησε για να πετύχει το «μεγάλο» στόχο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ που είχε θέσει και να (ξανα)κερδίσει τις εκλογές.
Ο χρόνος, όμως, όχι μόνο κοστίζει, αλλά δεν είναι και απεριόριστος. Εφτασε, λοιπόν, η ώρα για το λογαριασμό, τον οποίο ζητούν στο ακέραιο Αμερικανοί και Τούρκοι πιστωτές.
Πράγματι, μέσα στο υστερικό κλίμα για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, που δημιουργήθηκε μετά την 11η του Σεπτέμβρη, οι απαιτήσεις της Ουάσιγκτον για απόλυτη ευθυγράμμιση με τις κινήσεις της εξωτερικής της πολιτικής είναι πιεστικές. Η αμερικανική διπλωματία ζητά και προωθεί την αντιμετώπιση μιας σειράς περιφερειακών προβλημάτων, τα οποία διαταράσσουν την εύρυθμη λειτουργία της συμμαχίας που έχει συμπήξει υπό την ηγεσία της. Τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό είναι δύο τέτοια προβλήματα που η Ουάσιγκτον έχει δρομολογήσει την αντιμετώπισή τους.
Πρώτον, η Ελλάδα το βράδυ της κρίσης των Ιμίων ηττήθηκε, αφού η Τουρκία κατόρθωσε να προβάλει πειστικά τη θέση της περί ύπαρξης γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.
Δεύτερον, ο Κ. Σημίτης ένα χρόνο αργότερα, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, αποδέχτηκε την ύπαρξη τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο.
Τρίτον, η ισορροπία σε στρατιωτικό επίπεδο έχει προ πολλού ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας.
Και, τέταρτον, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει στις ΗΠΑ το ρόλο του διαμεσολαβητή, έστω κι αν είναι φανερό πως τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον επιβάλλουν μεροληπτική στάση υπέρ της Τουρκίας, η οποία θεωρείται χώρα - κλειδί για το αμερικανικό παιχνίδι στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία.
Ουσιαστικά, η κυβερνητική πολιτική ασκείται με δεδομένη τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, στη «νέα τάξη», θυσιάζει κυριαρχικά δικαιώματα, υπέρ των ΝΑΤΟικών συμφερόντων.
Η Αγκυρα, λοιπόν, αφού εξασφάλισε την αναβάθμιση των σχέσεών της με την ΕΕ, δέχτηκε πρόθυμα να αναλάβει από την Ουάσιγκτον την υπηρεσία να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια να αποκτήσει η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Αμυνας ΝΑΤΟικό καπέλο. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, η Αγκυρα θα μπορέσει να μεταφέρει τις θέσεις της για το Αιγαίο και στο πλαίσιο των επιχειρησιακών σχεδιασμών του «στρατού» της ΕΕ, όπως ακριβώς το έχει πετύχει και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Με πιο απλά λόγια, ο χρόνος που αγόρασε η ελληνική κυβέρνηση είναι πλέον φανερό ότι κοστίζει πανάκριβα για τη χώρα. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με όσα ορίζει το Διεθνές Δίκαιο περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, πριν από το Δικαστήριο της Χάγης, οι διάδικοι θα πρέπει να αξιοποιήσουν και άλλα μέσα, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο διμερής διάλογος.
Ετσι, λοιπόν, την ίδια στιγμή που οι διεθνείς «πιστωτές» του Κ. Σημίτη συγκεντρώνονται στο γκισέ, η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί, μάλλον αμήχανα, το θέατρο των συνομιλιών που έχουν ξεκινήσει για το Κυπριακό και αναρωτιέται αν θα είναι δυνατό να εκμεταλλευτεί πολιτικά το αποτέλεσμα που θα προκύψει, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα απαιτηθεί τεράστια προπαγανδιστική προσπάθεια για να βαφτιστεί «επιτυχία» η νομιμοποίηση της διχοτόμησης του νησιού.