Ο βουλευτής του ΚΚΕ επισήμανε ότι η πολιτική της «απολιγνιτοποίησης» - αποτέλεσμα της οποίας είναι οι τεράστιες επενδύσεις που σχεδιάζονται στον τομέα των ΑΠΕ - δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εξειδίκευση της στρατηγικής της ΕΕ για την «πράσινη μετάβαση». Υπογράμμισε ότι πρόκειται περί υποκρισίας, αφού η πολιτική αυτή «δεν σχετίζεται με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά είναι η ανάγκη απεξάρτησης της ΕΕ από εισαγόμενα καύσιμα, το γεγονός ότι η ΕΕ συγκριτικά έχει ένα πλεονέκτημα στον τομέα των ΑΠΕ σε σχέση με τους ανταγωνιστές της των ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά και το γεγονός ότι η "πράσινη" μετάβαση αποτελεί διέξοδο για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια».
Αφού ξεκαθάρισε ότι το ΚΚΕ θεωρεί την πολιτική της «πράσινης μετάβασης» βαθύτατα αντιλαϊκή και εχθρική προς το περιβάλλον, υπογράμμισε ότι «πράσινη» Ενέργεια αυξάνει τον κίνδυνο της ενεργειακής φτώχειας για ευρύτερα λαϊκά στρώματα, ενώ παράλληλα η «απολιγνιτοποίηση» θα οδηγήσει σε απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Τα φωτοβολταϊκά πάρκα, είπε, αντισταθμίζουν ένα ελάχιστο ποσοστό των θέσεων εργασίας, ενώ οι επενδυτές του χώρου θα αξιοποιήσουν την αντεργατική νομοθεσία για ένα πολύ φτηνό και ιδιαίτερα αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
Σημείωσε επίσης το σοβαρό πρόβλημα της άναρχης χωροθέτησης και την απειλή που προκαλούν στο ορεινό τοπίο οι αιολικές εγκαταστάσεις και τις αρνητικές επιπτώσεις στις άλλες οικονομικές δραστηριότητες, στην κτηνοτροφία, στη μελισσοκομία, στη διαχείριση των υδάτινων πόρων κ.λπ.
Ο Ν. Καραθανασόπουλος τόνισε ότι «το ΚΚΕ δεν είναι ενάντια στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, ως συμπληρωματικό εργαλείο, αλλά στα χέρια των αρπακτικών της "πράσινης" Ενέργειας είναι σε βάρος των λαϊκών αναγκών αλλά και της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, αφού για ένα μεγάλο διάστημα η χώρα θα εξαρτάται από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, το οποίο έχει οριστεί ως καύσιμο μετάβασης».
Νωρίτερα, ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος Κ. Σκρέκας, παρουσιάζοντας ορισμένα οικονομικά στοιχεία του έργου, προσδιόρισε το ύψος της επένδυσης στα 83,7 εκατ. ευρώ και ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για επένδυση που θα ωφελήσει «τόσο τη ΔΕΗ όσο και τους πολίτες». Ο διευθύνων σύμβουλος της «ΔΕΗ Ανανεώσιμες», Κ. Μαύρος, ανέφερε ότι το έργο θα ξεκινήσει αμέσως μετά την έγκριση της σύμβασης από τη Βουλή και θα παραδοθεί οριστικά σε 42 μήνες περίπου.