Σάββατο 6 Μάρτη 2021 - Κυριακή 7 Μάρτη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ορισμένες σκέψεις για τις προωθούμενες αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει σχέδιο νόμου για την τροποποίηση άρθρων του Οικογενειακού Δικαίου . Ισχυρίζεται ότι με τις προωθούμενες αλλαγές απαντά στη συζήτηση που γίνεται και στον προβληματισμό που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια για τα θέματα που αφορούν στην ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου παιδιού, μετά το διαζύγιο των γονιών του.

Πράγματι, η άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του ανήλικου παιδιού και από τους δύο γονείς - μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους - φαίνεται και θα ήταν ο ιδανικός τρόπος που θα έπρεπε να ρυθμίζεται το θέμα αυτό. Ωστόσο, οι προτεινόμενες διατάξεις αντικειμενικά θα λειτουργήσουν μέσα στο υπάρχον σύμπλεγμα των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που σίγουρα δεν έχει στο επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες του παιδιού.

Ετσι, το θέμα δεν μπορεί να περιοριστεί στο δίλημμα άσκηση γονικής μέριμνας (συμπεριλαμβανομένης και της επιμέλειας) και από τους δύο γονείς ή όχι. Γιατί το ζήτημα καθορίζεται από τις κυρίαρχες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις κι αντιλήψεις.

Η ευθύνη των γονιών απέναντι στο παιδί τους και η σχέση τους μαζί του είναι σύνθετο κοινωνικό ζήτημα, που συναρτάται με το επίπεδο και την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης. Στις σχέσεις του ζευγαριού και ειδικά στη «διαδρομή» προς το διαζύγιο, αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από αυτό, υπό την επίδραση των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και αξιών, εκδηλώνονται ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, ο εγωκεντρισμός. Ταυτόχρονα, οι συνθήκες στις οποίες ζουν και εργάζονται οι γονείς - και ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (ανεργία, «ελαστικές» σχέσεις εργασίας, ανασφάλιστη εργασία, απλήρωτοι μισθοί, ωράρια - λάστιχο, τηλεργασία) - επιδρούν καθοριστικά και έχουν αρνητική αντανάκλαση στη σχέση του ζευγαριού, αλλά και στη σχέση γονιού - παιδιού.

Τη χρονική περίοδο της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και μετά απ' αυτήν, που συνήθως κορυφώνεται η ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι - όχι σπάνια - ο ένας γονέας - κυρίως αυτός που διαμένει με το παιδί - «χρησιμοποιεί» την επικοινωνία του άλλου γονιού με το παιδί ως μοχλό πίεσης για την καταβολή διατροφής, μη αμφισβητούμενων βεβαίως των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει (ο γονιός που διαμένει με το παιδί) στην κάλυψη των εξόδων που απαιτούνται για την ανατροφή του. Από την άλλη, ο γονιός που διεκδικεί την από κοινού άσκηση της επιμέλειας θεωρεί - κάποιες φορές - ότι η ανάληψή της τον απαλλάσσει από την υποχρέωσή του για καταβολή από την πλευρά του χρηματικού ποσού (διατροφή) ως συμβολή του στις ανάγκες του παιδιού. Η όποια εκδηλούμενη εκδικητικότητα ανάμεσα στους γονείς, στις περισσότερες περιπτώσεις έχει άμεση αντανάκλαση και στο παιδί. Σε γενικές γραμμές και όχι με τη μορφή κανόνα, αυτή η ένταση και «σύγκρουση» μεταξύ των γονέων διαρκεί - με αυξομειώσεις (αυξάνεται π.χ. πριν από την κάθε δικαστική διαμάχη) - 2 με 3 χρόνια μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Αυτές οι πλευρές, ακριβώς επειδή διαπιστώνονται γενικευμένα, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να αποδοθούν σε στοιχεία του χαρακτήρα του κάθε γονέα.

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολη η ομαλή και προς όφελος του παιδιού κοινή απόφαση και προσπάθεια και των δύο γονιών, αποσπασμένων από τις μεταξύ τους διαφωνίες. Η εξασφάλιση ενός επιπέδου συμφωνίας των γονέων μεταξύ τους και η συναινετική στάση τους απέναντι στα ζητήματα που αφορούν στο παιδί τους, επηρεάζονται αρνητικά από τις δυσκολίες της ζωής, τις συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, την οικονομική ανασφάλεια. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας και πιθανόν η κατανομή της στους δύο γονείς (όπως προβλέπεται στις προτεινόμενες διατάξεις) μπορεί να ρυθμιστεί με τα ίδια δεδομένα στην περίπτωση των γονιών με υψηλά εισοδήματα και αυτών που παλεύουν - κυριολεκτικά ασθμαίνοντας - για το μεροκάματο και την επιβίωση;

Ακόμη όμως και στην υπάρχουσα βαρβαρότητα, θα μπορούσαν να προβλέπονται κάποια μέτρα προστασίας του συμφέροντος των παιδιών. Θα μπορούσαν - για παράδειγμα - να λειτουργούν κρατικές δομές, δηλαδή κρατικές υπηρεσίες με κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, ψυχιάτρους κ.λπ., που θα παρακολουθούσαν στενά τη διαδικασία του διαζυγίου. Θα συμβούλευαν τους γονείς και θα αποφαίνονταν για τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας και ανάθεσης της επιμέλειας, με βάση το πραγματικό συμφέρον του παιδιού.

Οταν οι ανάγκες του παιδιού «τσαλακώνονται»

Αξίζει να σημειωθεί ότι «το συμφέρον του τέκνου» είναι διακηρυκτικά η προμετωπίδα του Οικογενειακού Δικαίου , αλλά στην πράξη εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι όχι μόνο δεν προστατεύεται, αλλά απεναντίας το παιδί και οι ανάγκες του «τσαλακώνονται» από την ανυπαρξία κρατικών δομών Πρόνοιας, φροντίδας και υποστήριξης. Ουσιαστικά, η έλλειψη κρατικών μέτρων στήριξης και φροντίδας για το παιδί και τους γονείς έρχεται να επιδεινώσει την αντικειμενικά άσχημη οικονομική, κοινωνική κατάσταση της οικογένειας που συνθλίβει και τους δύο γονείς, οι οποίοι μεταφέρουν άγχος και απόγνωση στο σπίτι και στη σχέση τους με το παιδί, κατάσταση που διογκώνεται και από τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης, αφού πλέον τα έξοδα διογκώνονται.

Η παραπάνω αναφορά στην επιτακτική αναγκαιότητα ύπαρξης κρατικών δομών σίγουρα δεν αντιμετωπίζει ολόπλευρα το κοινωνικό φαινόμενο του διαζυγίου και των συνεπειών του στη ζωή του παιδιού. Η ανυπαρξία όμως τέτοιων δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών είναι πλέον κραυγαλέα.

Το ισχύον Δίκαιο θέλει σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, το θέμα της ανάθεσης της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού, αλλά και της επικοινωνίας του με τον γονέα που δεν θα διαμένει μαζί, να οδηγείται μόνο στο δικαστήριο. Σήμερα, όταν οι γονείς διαφωνούν για την ανάθεση της επιμέλειας του παιδιού, εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον δικαστή, ο τελευταίος συναντά το παιδί σε μια οποιαδήποτε αίθουσα των δικαστηρίων και συνομιλεί μαζί του για λίγη ώρα. Μετά από αυτήν τη συνομιλία και τα όσα βεβαίως περιλαμβάνονται στους φακέλους των δύο γονέων που οι ίδιοι κατέθεσαν στο δικαστήριο καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων, ο δικαστής αποφαίνεται για το θέμα της ανάθεσης της επιμέλειας. Αν σκεφτεί κανείς ότι σ' όλη αυτήν τη διαδικασία δεν έχει παρέμβει πουθενά οποιαδήποτε μορφή κρατικής κοινωνικής υπηρεσίας, έστω γνωμοδοτικά, θα αντιληφθεί ότι η όλη διαδικασία δικαστικής ανάθεσης της επιμέλειας πάσχει! Ο δικαστής, για τον σχηματισμό της δικαστικής του κρίσης, διαθέτει επιστημονικά τη νομική επάρκεια, δεν διαθέτει όμως τα επιστημονικά εργαλεία των επιστημόνων ψυχικής υγείας, οι οποίοι, από την άποψη της κρατικής μέριμνας, στην όλη δικαστική διαδικασία είναι ανύπαρκτοι. Κι αυτό σίγουρα δεν μπορεί να θεραπευτεί με τα σεμινάρια στην Εθνική Σχολή Δικαστών, που προβλέπει το σχέδιο νόμου για τους δικαστές που θα δικάζουν τέτοιες υποθέσεις.

Δεν είναι σπάνιες οι φορές που κάποιοι γονείς - στο πλαίσιο της δικαστικής διένεξής τους με τον άλλο γονέα για θέματα επιμέλειας ή/και επικοινωνίας με το παιδί - απευθύνονται ιδιωτικά σε ψυχολόγους ή παιδοψυχιάτρους για να αποσπάσουν σχετικές γνωματεύσεις, υποστηρικτικές των ισχυρισμών τους, τις οποίες προσκομίζουν στο δικαστήριο. Δεν είναι δυνατόν όμως η δικανική κρίση να στηρίζεται σε γνωματεύσεις που είναι αποτέλεσμα ιδιωτικών συναλλαγών, με ό,τι αυτό σημαίνει.

Χαρακτηριστικό της κατάργησης έστω και των όποιων ελάχιστων προσχηματικών μορφών κοινωνικής παρέμβασης είναι ότι ενώ προβλεπόταν η υποχρέωση του γονέα που διεκδικεί δικαστικά την επιμέλεια του παιδιού του, να υποβάλει πριν από τη δικάσιμο τη σχετική αγωγή του στην Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων (η οποία στην πραγματικότητα ποτέ βεβαίως δεν παρενέβαινε), εν τέλει καταργήθηκε κι αυτό. Η συγκεκριμένη διάταξη καθιέρωνε στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας που περιλάμβανε την έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και ζητούσε αναλυτική έκθεση, συνοδευόμενη από ψυχιατρική έκθεση, εφόσον από το δικόγραφο της αγωγής προέκυπτε ότι ο ένας από τους γονείς ή το ανήλικο τέκνο παρουσίαζε ψυχικά προβλήματα.

Περαιτέρω, η δικαστική διαδικασία είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα για μια λαϊκή οικογένεια και είναι σημαντικό ότι δεν εξαντλείται με ένα δικαστήριο, προστιθέμενης πλέον και της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, που τελικά το μόνο που θα «προσφέρει» στον γονέα είναι ένα επιπλέον έξοδο. Αν συνυπολογίσει κανείς και τις εντάσεις που αντικειμενικά δημιουργούνται ανάμεσα στους δύο γονείς, για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την προετοιμασία του κάθε δικαστηρίου από τα διάδικα μέρη (γονείς), αλλά και μετά από αυτό, αφού στην αίθουσα του δικαστηρίου θα έχουν ακουστεί μέσω των μαρτύρων, των δικηγόρων και ενίοτε και από τους ίδιους τους διαδίκους σκληρές κατηγορίες του ενός γονέα προς τον άλλον, σε συνδυασμό με την οικονομική εξάντληση των γονέων, που πληρώνουν δυσβάσταχτα γι' αυτούς ποσά σε δικηγόρους και δικαστικά έξοδα, αντιλαμβανόμαστε ότι το πλαίσιο της δήθεν δικαστικής διευθέτησης των θεμάτων που αφορούν στο παιδί (επιμέλεια, επικοινωνία, διατροφή), λειτουργεί αντικειμενικά υπονομευτικά στη σχέση των γονέων μεταξύ τους, αλλά και του κάθε γονιού με το παιδί. Πολύ δε περισσότερο που με τις προτεινόμενες διατάξεις περί προσφυγής στα δικαστήρια για την κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας, τα δικαστήρια και μαζί μ' αυτά τα έξοδα των γονιών θα πολλαπλασιάζονται.

Επίσης, ανησυχία γεννά η διαμόρφωση της κυβερνητικής πρότασης ως προς τον κίνδυνο να αφαιρεθούν τυχόν δικαιώματα (π.χ. επιδόματα) από τον γονέα που διαμένει με το παιδί. Ακόμη, ορατός κίνδυνος είναι και ο όρος της αμετάκλητης καταδίκης του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, για να κριθεί ως κακή η από την πλευρά του άσκηση της γονικής μέριμνας. Δεδομένης της καθυστέρησης εκδίκασης των υποθέσεων, πρακτικά σημαίνει ότι μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του, θα συνεχίσει να αποφασίζει για τη ζωή του παιδιού.

Η συζήτηση για την ανάθεση και άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του ανήλικου παιδιού είναι πραγματικά κενό γράμμα. Χωρίς την παραμικρή αυταπάτη περί ολοκληρωμένης αντιμετώπισης του θέματος στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, είναι επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης ειδικού κρατικού σώματος, στελεχωμένου με επαρκή αριθμό επιστημόνων ψυχικής υγείας, που θα ασχολείται ουσιαστικά και για όσο χρόνο κριθεί κάθε φορά, θα επιλαμβάνεται των θεμάτων, του τρόπου και των κριτηρίων άσκησης της γονικής μέριμνας (συμπεριλαμβανομένης και της επιμέλειας), του τρόπου επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δεν θα διαμένει και θα αποφαίνεται γνωμοδοτικά.

Για να «ανθίσουν» οι ισότιμες σχέσεις μεταξύ των γονιών και των παιδιών

Είναι γεγονός ότι τόσο η ισότιμη σχέση μεταξύ των γονέων όσο και η εν γένει δυνατότητά τους να ασχοληθούν ουσιαστικά και αποτελεσματικά με τις ανάγκες ομαλής ψυχοσωματικής ανάπτυξης κι ολόπλευρης κοινωνικοποίησης του παιδιού τους μπορούν να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν μόνο στο έδαφος της διασφάλισης καθολικών σύγχρονων δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών στη σταθερή εργασία, με σταθερό ωράριο εργασίας και εισόδημα που να καλύπτει τις εργατικές, λαϊκές ανάγκες, με μέτρα προστασίας της μητρότητας και ολόπλευρη κρατική στήριξη της οικογένειας, προστασία των παιδιών (μέσω ενός αποκλειστικά δημόσιου και δωρεάν συστήματος Υγείας - Πρόνοιας και Παιδείας, δωρεάν αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες).

Η ολόπλευρη αντιμετώπιση του ζητήματος προϋποθέτει την κατάργηση της εκμεταλλευτικής οικονομικής βάσης, τη διαμόρφωση κράτους θεμελίωσης της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της κοινωνικής παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπου θα διαμορφώνεται το υπόβαθρο για μεγαλύτερη συναντίληψη των γονέων σε θέματα αρχών κι αξιών, καθώς δεν θα υπάρχουν οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στις σχέσεις των γονιών μεταξύ τους και του καθενός με το παιδί.


Χαρά ΜΑΡΟΥΛΗ
Μέλος του Γραφείου της ΤΕ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ