Ωστόσο, το άρθρο για το βιασμό έχει τη δική του «αμαρτωλή» ιστορία στο νέο Ποινικό Κώδικα (ΠΚ), με πρωταγωνιστές την προηγούμενη και τη σημερινή κυβέρνηση.
Καταρχάς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στο νομοσχέδιο για το νέο ΠΚ που κατέθεσε για διαβούλευση ως κυβέρνηση, δεν περιέλαβε, όπως θα έπρεπε, την έλλειψη συναίνεσης του θύματος, ως τη βασική προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του βιασμού, σύμφωνα και με την ορθή και σύγχρονη διεθνή νομική προσέγγιση.
Αντίθετα, εισήγαγε αυστηρότερες διατυπώσεις για την πλήρωσή του, καθώς έθετε ως προϋπόθεση την απειλή άμεσου κινδύνου για τη ζωή του θύματος, ή τη σωματική του ακεραιότητα και όχι γενικά κινδύνου, όπως προβλεπόταν πριν.
Παράλληλα, στη νέα αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, περιλήφθηκαν μόνο η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, και όχι όλες οι ασελγείς πράξεις, οδηγώντας έτσι σε περιορισμό, αλλά και ασάφεια ως προς το είδος των πράξεων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ίσης βαρύτητας με τη συνουσία.
Επιπλέον, μείωσε τα όρια της προβλεπόμενης ανώτατης ποινής, από 20 σε 15 έτη κάθειρξης, στο πλαίσιο της γενικής οριζόντιας μείωσης των ποινών στον νέο ΠΚ.
Επιπρόσθετα, στο νέο άρθρο του ΠΚ, που τελικά εισήγαγε και ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, διατηρήθηκαν και οι υπόλοιπες αρνητικές αλλαγές που προαναφέρθηκαν.
Η ΝΔ, στη συνέχεια, παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις της για τον νέο ΠΚ, μολονότι αύξησε το κατώτατο όριο ποινής για το βασικό αδίκημα του βιασμού, διατήρησε τόσο την απαράδεκτη διάκριση στη βάση της έλλειψης συναίνεσης του θύματος και τη διαφοροποίηση στο ύψος της ποινής, όσο και τις άλλες αρνητικές και προβληματικές διατυπώσεις στη νομοτυπική μορφή του βασικού αδικήματος.