Σάββατο 16 Γενάρη 2021 - Κυριακή 17 Γενάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΝΕΟΛΑΙΑ
Ενα νήμα διαπερνά τις αλλαγές στην πρόσβαση στα ΑΕΙ

Η ιστορία όλων των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων μέχρι σήμερα δείχνει ότι μεγάλοι αγώνες μαθητών, εκπαιδευτικών, γονιών έβαλαν φρένο ή τις ακύρωσαν στην πράξη

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι αιφνιδιαστικές αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση στον τρόπο πρόσβασης στα ΑΕΙ, ένα θέμα δηλαδή που αφορά πρωτίστως τις πανελλαδικές εξετάσεις και τους υποψηφίους σε αυτές, «πάει πακέτο» σε ένα νομοσχέδιο που συνυπογράφεται από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και αφορά την επέκταση των μέτρων καταστολής στα ΑΕΙ που ακολούθησαν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.

Η απάντηση όμως είναι απλή: Οι ρυθμίσεις της κυβέρνησης για την πρόσβαση, που για πρώτη φορά δίνουν στα πανεπιστημιακά Τμήματα τη δυνατότητα να έχουν λόγο για τη βάση εισαγωγής τους, αποτελούν το δέλεαρ, το «τυράκι» για να δεχτεί ο πανεπιστημιακός κόσμος τη «φάκα» της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της έντασης της καταστολής στα ιδρύματα. Βέβαια, οι έντονες αντιδράσεις φοιτητών, εργαζομένων και πανεπιστημιακών για τα μέτρα καταστολής δείχνουν ότι ο δρόμος της κυβέρνησης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Με άλλα λόγια, οι αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση στις πανελλαδικές και τον τρόπο πρόσβασης δεν αφορούν την καλύτερη, τη δικαιότερη αξιολόγηση των υποψηφίων, δεν σκοπεύουν να ανακουφίσουν από τον σκληρό ανταγωνισμό της διαδικασίας ή να θεραπεύσουν άλλες παθογένειες του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων. Είναι ρυθμίσεις που έχουν το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά στα ΑΕΙ και δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για την υποστήριξη αυτών των ρυθμίσεων αφορά πρωτίστως τα ΑΕΙ, την ενίσχυση της «αυτονομίας» και την αναβάθμιση του κύρους τους.

Ομως, θα το πούμε για άλλη μια φορά: Το επίπεδο των εισακτέων στα ΑΕΙ δεν κρίνεται στην ουσία ούτε από τη «φωτογραφία» των πανελλαδικών εξετάσεων ούτε από το «τζόκερ» που θα παίζουν οι υποψήφιοι συμπληρώνοντας το μηχανογραφικό τους. Το επίπεδο κρίνεται και διαμορφώνεται στη βάση, στο τι μαθαίνουν τα παιδιά τα 12 χρόνια τους στο σχολείο, σ' αυτό το σχολείο που προσανατολίζεται όλο και περισσότερο σε μια μηχανιστική καλλιέργεια δεξιοτήτων και σε αποσπασματική προσφορά πληροφοριών, σε βάρος της σφαιρικής και ολοκληρωμένης προσφοράς γνώσης και της φροντίδας για την εμπέδωσή της. Κρίνεται επίσης στην τσέπη των γονιών, στο πόσο καλύτερα μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους με φροντιστήρια, ιδιαίτερα, πολύπλευρες δραστηριότητες.

Με αυτό το πρίσμα πρέπει να κοιτάξουμε τις αλλαγές που έχουν επιφέρει οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών στο σύστημα πρόσβασης - είτε αυτές συνοδεύονταν με υποσχέσεις περί πάταξης της παραπαιδείας είτε με υποσχέσεις περί αναβάθμισης του επιπέδου των ΑΕΙ - και τα αποτελέσματά τους.

Το ίδιο νήμα πιάνει και η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ. Η υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως, ομολόγησε ότι στόχος της είναι προοπτικά να μετρούν οι επιδόσεις του Λυκείου στην πρόσβαση. Το ίδιο δηλαδή που είχε προταθεί και στο παρελθόν από την Α. Διαμαντοπούλου και πιο πρόσφατα από τον Κ. Γαβρόγλου.

Παράλληλα, επαναφέρει την ελάχιστη βάση εισαγωγής, που κανείς να μην έχει αμφιβολία ότι θα σημάνει χιλιάδες λιγότερους εισακτέους, όπως κι όταν εφαρμόστηκε ξανά επί υπουργίας Μ. Γιαννάκου. Ενώ «κλέβει» και την ιδέα των δύο μηχανογραφικών, το πρώτο με λίγες επιλογές, από τον ΣΥΡΙΖΑ, βάζοντας το «μαχαίρι στο λαιμό» των υποψηφίων να «τζογάρουν» συμπληρώνοντας το μηχανογραφικό τους παίζοντας στην τύχη το μέλλον τους. Και μπορεί ο καθένας να καταλάβει ότι από αυτήν τη «λοταρία» η κατανομή των υποψηφίων στις σχολές κάθε άλλο παρά θα σημάνει το να περνούν οι υποψήφιοι στις σχολές που θέλουν.

Οι ρυθμίσεις αυτές θα φέρουν αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών - ιδιαίτερα των πιο φτωχών λαϊκών οικογενειών - από τα ΑΕΙ, ενώ παράλληλα θα εμφανιστούν και πάλι κενές θέσεις σε Τμήματα ΑΕΙ, ανοίγοντας συζήτηση για νέα αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Αυτά έρχονται και δένουν με την επιδίωξη της κυβέρνησης να διαμορφώσει ένα τοπίο μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με κολέγια, αναβαθμισμένα ιδιωτικά ΙΕΚ κ.ά., πιο οργανικά συνδεδεμένο με τις ανάγκες του κεφαλαίου κάθε στιγμή, στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για πτυχία και προσόντα που θα τα δίνει οποιοσδήποτε και τελικά θα τα κρίνει η αγορά.

Το ελάχιστο που θα μπορούσε σήμερα να ανακουφίσει τους υποψηφίους στην αγχώδη και κοστοβόρα διαδικασία των πανελλαδικών θα ήταν η απεριόριστη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών προτίμησης, με δικαίωμα επανάληψης της διαδικασίας όσες φορές επιθυμούν οι υποψήφιοι, με κατοχύρωση βαθμολογίας μαθημάτων για τις επόμενες χρονιές και διευρυμένες επιλογές σχολών ανάλογα με τα μαθήματα.

Η ιστορία όλων των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων μέχρι σήμερα δείχνει ότι μεγάλοι αγώνες μαθητών, εκπαιδευτικών, γονιών έβαλαν φρένο ή τις ακύρωσαν στην πράξη. Αυτό μπορεί να γίνει και σήμερα και το ΚΚΕ θα είναι δίπλα σε αυτούς τους αγώνες.

«Κόβει ο ένας, ράβει ο άλλος»...

Το 1998, ο Γεράσιμος Αρσένης (ΠΑΣΟΚ) φέρνει τα πάνω - κάτω στο εξεταστικό προκαλώντας μεγαλειώδεις μαθητικές κινητοποιήσεις. Θεσπίζει την εξέταση 13 - 14 μαθημάτων (όλων δηλαδή) σε πανελλαδικές εξετάσεις για Β' και Γ' Λυκείου, ενώ οι πανελλαδικές εξετάσεις εντάσσονται οργανικά μέσα στο απολυτήριο του Λυκείου! Το μέτρο ίσχυσε το 1999 για τη Β' Λυκείου και το 2000 για τη Γ' Λυκείου, εξαντλώντας τους υποψηφίους από όλες τις απόψεις... Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι εκείνης της δεκαετίας μπορούν σίγουρα να θυμηθούν και να συγκρίνουν ότι σε τίποτα δεν βελτιώθηκε το επίπεδο των φοιτητών τους μέσα από αυτά. Γονείς και υποψήφιοι επίσης της εποχής θυμούνται την εκτίναξη του άγχους, του ανταγωνισμού και της παραπαιδείας, η οποία υποτίθεται ότι θα χτυπιόταν επειδή θα εξετάζονταν όλα τα μαθήματα...

Το 2001, ο υπουργός Παιδείας, Πέτρος Ευθυμίου (ΠΑΣΟΚ), επιχειρεί να απαλύνει το οικοδόμημα Αρσένη, μειώνοντας τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα σε 9 - 10. Αυτό ωστόσο δεν φέρνει ουσιαστική ανακούφιση στους υποψηφίους και τις οικογένειές τους. Και το διαπιστώνει κανείς καθώς και από τις ρυθμίσεις των επόμενων χρόνων τίποτα δεν αλλάζει στις εξετάσεις της παπαγαλίας και της οικονομικής αφαίμαξης των λαϊκών οικογενειών από τα φροντιστήρια. Να σημειωθεί επίσης ότι την ίδια περίοδο συντελούνται η λεγόμενη διεύρυνση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ κατ' όνομα και η σπορά δεκάδων Τμημάτων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ σε όλη τη χώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς υποδομές και στελέχωση με το απαραίτητο προσωπικό.

Τη σχολική χρονιά 2004 - 2005 η Μαριέττα Γιαννάκου (ΝΔ) καταργεί εντελώς τις πανελλαδικές εξετάσεις στη Β' Λυκείου, ενώ από την επόμενη σχολική χρονιά οι μαθητές της Γ' Λυκείου θα εξετάζονται σε 6 μαθήματα αντί για 9. Καταργείται όμως η δυνατότητα κατοχύρωσης βαθμολογίας για τους υποψηφίους που επιλέγουν να ξαναδώσουν εξετάσεις την επόμενη χρονιά. Τότε κάνει την πρώτη της εμφάνιση και η λεγόμενη ελάχιστη βάση εισαγωγής που φέρνει σήμερα και η παρούσα κυβέρνηση με διαφορετικό όμως τρόπο. Η Μ. Γιαννάκου θεσμοθετεί το 2005 (και εφαρμόζει από το 2006) τη «βάση του 10» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Εδώ πια τα «επιχειρήματα» περί αναβάθμισης του επιπέδου των φοιτητών και του κύρους των ΑΕΙ... οργιάζουν. Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα; Χιλιάδες κενές θέσεις σε όλα τα ΤΕΙ αλλά και Πανεπιστήμια, χιλιάδες υποψήφιοι εκτός Ανώτατης Εκπαίδευσης, καμιά ουσιαστική αναβάθμιση των ιδρυμάτων - συνέχιζαν να παραπονιούνται για το επίπεδο των πρωτοετών οι πανεπιστημιακοί -, καμιά απάλυνση του σκληρού συστήματος εισαγωγής. Τέλος, να θυμίσουμε ότι αυτήν την περίοδο θεσμοθετείται η δυνατότητα κλεισίματος Τμημάτων των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, προλειαίνοντας το έδαφος για μια μελλοντική αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Τρία χρόνια αργότερα, το 2010, η υπουργός Αννα Διαμαντοπούλου (ΠΑΣΟΚ) καταργεί τη βάση του 10, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να εισάγονται και πάλι χιλιάδες φοιτητές στα Πανεπιστήμια και τα Τεχνολογικά Ιδρύματα με βαθμούς 3 και 4, αλλά δεν μένουν πια κενές θέσεις. Ευχαριστημένα, λοιπόν, και πάλι τα Τμήματα των ΑΕΙ που έβλεπαν να κινδυνεύει η υπόστασή τους. Ωστόσο, οι αντίστοιχες αναδιαρθρώσεις της περιόδου για τη βασική εκπαίδευση, το λεγόμενο «νέο σχολείο» της υπουργού, με τα αναλυτικά προγράμματα και τα νέα βιβλία, που είχαν αρχίσει σταδιακά να αλλάζουν από το 2007 (κυβέρνηση ΝΔ), αφήνουν ήδη το στίγμα τους στο επίπεδο του σχολείου και των αποφοίτων του. Σήμερα υπάρχει πια αρκετή πείρα από αυτά και οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι απόφοιτοι γνωρίζουν την αποσπασματικότητα και τα αποτελέσματά τους.

Επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου έπεσε για πρώτη φορά η ιδέα της «τράπεζας θεμάτων» και των περιφερειακών εξετάσεων πανελλαδικού τύπου και στις τρεις τάξεις του Λυκείου. Το 2013 ο υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (ΝΔ, σε συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), θέσπισε την «τράπεζα θεμάτων» για τις προαγωγικές εξετάσεις, αρχής γενομένης από τους μαθητές της Α' Λυκείου. Οι εξετάσεις πραγματοποιούνται κατά 50% μέσω κλήρωσης από την «τράπεζα θεμάτων» αλλά σοβαρές αντιδράσεις. Υπήρξαν και σοβαρές συνέπειες με το 30%-40% των μαθητών να αποτυγχάνει στις ενδοσχολικές εξετάσεις. Η «τράπεζα θεμάτων» μπήκε σε καραντίνα και από τον διάδοχό του Ανδρέα Λοβέρδο (ΠΑΣΟΚ, σε συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) και καταργήθηκε το 2015 από τον Αριστείδη Μπαλτά (ΣΥΡΙΖΑ).

Στην πραγματικότητα, η «τράπεζα θεμάτων» στην περίοδο της εφαρμογής της δεν έπαιξε ρόλο στις πανελλαδικές εξετάσεις και την πρόσβαση, ωστόσο τη θυμίζουμε γιατί:

  • Την επαναφέρει η σημερινή κυβέρνηση.
  • Η λογική της θεσμοθέτησής της είναι να εφαρμοστεί σε όλες τις τάξεις του Λυκείου και να κάνει πιο αντικειμενική τη βαθμολόγηση των ενδοσχολικών εξετάσεων, ώστε να μετράει ο βαθμός όλων των τάξεων του Λυκείου στην πρόσβαση.
  • Τα αποτελέσματά της είναι όχι μόνο η αποτυχία μεγάλου ποσοστού μαθητών, αλλά και η απογείωση της παπαγαλίας, που οδηγεί τους μαθητές να... διαβάζουν και να αποστηθίζουν λύσεις θεμάτων, αντί να μαθαίνουν να βρίσκουν οι ίδιοι τις λύσεις, που είναι τελικά άκρως αντιπαιδαγωγικό για τους μαθητές και τη διαμόρφωση της σκέψης τους.

Να σημειωθεί εδώ ότι αν και στα πρώτα χρόνια που εξετάζουμε οι κυβερνήσεις έφερναν αλλαγές στην πρόσβαση υποστηρίζοντας ότι με αυτές θα αποδεσμευτεί το Λύκειο από τις πανελλαδικές εξετάσεις και θα ανακτήσει τον παιδαγωγικό - μορφωτικό του ρόλο, τελικά αποδεικνύεται ότι με κάθε νέα ρύθμιση το Λύκειο υποτάσσεται ακόμα περισσότερο στις εξετάσεις και την πρόσβαση.

Το 2018, ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου (ΣΥΡΙΖΑ), παρουσίασε ένα σύστημα πρόσβασης με στοιχεία από όλα τα παραπάνω: Να μετρούν οι βαθμοί όλων των τάξεων του Λυκείου στο απολυτήριο και βαθμιαία ο βαθμός του απολυτηρίου να είναι καθοριστικός για την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Γι' αυτό, και όχι άδικα, χαρακτηρίστηκε μια επαναφορά του σχεδίου του Κ. Αρβανιτόπουλου. Μίλησε ακόμα για εξετάσεις σε επίπεδο «ομάδων σχολείων» θυμίζοντας το σχέδιο της Α. Διαμαντοπούλου για περιφερειακές, πανελλαδικού τύπου εξετάσεις. Παράλληλα, πρωτοεισήγαγε την ιδέα των δύο μηχανογραφικών, εκ των οποίων το πρώτο με περιορισμένες επιλογές, κάτι που ανακοίνωσε ότι θα φέρει από την επόμενη χρονιά η παρούσα κυβέρνηση.

Στην πράξη αυτό που τελικά πρόλαβε να θεσμοθετήσει ο Κ. Γαβρόγλου ήταν η «φροντιστηριοποίηση» της Γ' Λυκείου, η κατάργησή της ως τάξης γενικής παιδείας, με μόνο 4 6ωρα μαθήματα, αυτά των πανελλαδικών εξετάσεων. Και πάλι, δηλαδή, οι αλλαγές στην πρόσβαση πάνε παράλληλα με την αποστέωση του σχολείου από τον ουσιαστικό μορφωτικό του ρόλο. Μάλιστα, το «επιχείρημά» του ήταν ότι αφού η Γ' Λυκείου θα μετατραπεί ουσιαστικά σε «φροντιστήριο» για τις πανελλαδικές, θα εκλείψει η ανάγκη της παραπαιδείας. Αλήθεια, είδε κανείς να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις λειτουργούσαν με το «κόβει ο ένας, ράβει ο άλλος». Κάθε υπουργός έπιανε το νήμα από τον προηγούμενο ή τον προ-προηγούμενο, κάθε κυβέρνηση έπιανε το νήμα των αναδιαρθρώσεων και συμπλήρωνε.


Γ. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ