Παρασκευή 8 Γενάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ EE - KINAΣ
Μια διαδικασία που οξύνει το ενδοϊμπεριαλιστικό παζάρι και με τις ΗΠΑ

Xinhua

Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου στην οποία ΕΕ και Κίνα (EU-China Comprehensive Agreement on Investment - CAI) ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν «επί της αρχής» στις 30 Δεκέμβρη συζητιέται ήδη έντονα, ως προς τον αντίκτυπο που θα έχει στις σχέσεις όχι απλά των δύο πλευρών αλλά και στο παζάρι αμφοτέρων με τις ΗΠΑ.

Λίγες βδομάδες πριν από τη τηλεδιάσκεψη του Κινέζου Προέδρου με τους ηγέτες της ΕΕ, κατά την οποία ανακοινώθηκε η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων (απομένουν η οριστικοποίηση ορισμένων κεφαλαίων και η έγκριση της συμφωνίας από τα Κοινοβούλια των δύο πλευρών), ο προοριζόμενος για τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, Τζέικ Σάλιβαν, σχολιάζοντας τις ευρω-κινεζικές διαπραγματεύσεις είχε πει ότι «η κυβέρνηση Μπάιντεν - Χάρις θα καλωσόριζε κάποιες πρώτες διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για τις κοινές μας ανησυχίες σχετικά με τις οικονομικές πρακτικές της Κίνας». Δεν ήταν ο μόνος που είχε εκφράσει την αμερικανική ανησυχία για την περαιτέρω προσέγγιση Πεκίνου - Βρυξελλών. Ο πρώην υφυπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Φρανκ Λάβιν, μιλώντας στην τηλεόραση του «Μπλούμπεργκ» για τη συμφωνία, είπε ότι «δεν τη θεωρώ βοηθητική για τη διατλαντική σχέση και δεν νομίζω ότι είναι χρήσιμο να δημιουργήσουμε ένα είδος αλληλεπίδρασης αμοιβαίου οφέλους με την Κίνα. Νομίζω ότι αυτό που θέλουμε είναι Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες να προσπαθούν να συντονίζουν την προσέγγισή τους απέναντι στην Κίνα».

Ενδεικτική ήταν και η δήλωση που έκανε ο Ματ Πότινγκερ, αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας της απερχόμενης κυβέρνησης Τραμπ, ο οποίος, πριν κλείσει η συμφωνία ΕΕ - Κίνας, υπογράμμισε: «Ηγετικά στελέχη και στα δύο κόμματα των ΗΠΑ (Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί) νιώθουν αμηχανία και έκπληξη για το ότι η ΕΕ κατευθύνεται σε μια νέα επενδυτική συμφωνία με την Κίνα λίγο πριν αναλάβει καθήκοντα μια νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ (...) Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτούν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών (...)». Την ίδια στιγμή, ο εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας στην Ουάσιγκτον, Κάσπερ Ζέουθεν, δήλωνε σε αμερικανικά ΜΜΕ: «Η ΕΕ έχει επισημάνει στη μεταβατική ομάδα του Μπάιντεν πόσο ανοιχτοί είμαστε να συνεργαστούμε στενά σε έναν μεγάλο αριθμό θεμάτων που αφορούν την Κίνα. Οσον αφορά ειδικά την CAI, στην παρούσα φάση η μεταβατική ομάδα δεν μπορεί να εμπλακεί (σε διαπραγματεύσεις) με ξένες κυβερνήσεις. Ετσι δεν είχαμε λεπτομερείς συζητήσεις. Αλλά εμείς ήμασταν πάντα πολύ ανοιχτοί ως προς αυτό που κάναμε...».

Οι προσδοκίες της Κίνας

Κατά την ανακοίνωση της συμφωνίας (30 Δεκέμβρη), διατυπώνοντας τις προσδοκίες της χώρας του να επενδύσει στη συμμαχία της με την ΕΕ (πρώτα και κύρια για την αναμέτρησή της με τις ΗΠΑ φυσικά), ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, δήλωσε ότι ΕΕ και Κίνα τη νέα χρονιά «πρέπει να επιδείξουν αίσθημα ευθύνης και να κάνουν από κοινού βήματα συμβάλλοντας στην παγκόσμια ειρήνη και πρόοδο». Οι δύο πλευρές - συνέχισε σύμφωνα με το πρακτορείο «Σινχουά» - «χρειάζεται να ενισχύσουν τον μεταξύ τους διάλογο και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, να βαθύνουν τη συνεργασία και να χειριστούν κατάλληλα τις διαφωνίες τους, να συνεργαστούν για την αξιοποίηση νέων ευκαιριών και τη διάνοιξη νέων προοπτικών». Δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρθηκε ειδικά στην καλύτερη συνεργασία μέσα από την κινεζική πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος» (OBOR) και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Σύνδεση Ασίας - Ευρώπης. Ξεχώρισε δηλαδή σχέδια στα οποία μπορούν να «συναντηθούν» οι προσδοκίες του ευρωενωσιακού κεφαλαίου να ενισχύσει / ανακτήσει μερίδια αγορών μέσα από τη διείσδυσή του στην αναπτυσσόμενη Ασία και η φιλόδοξη προσπάθεια των ανερχόμενων κινεζικών ομίλων να κυριαρχήσουν σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς της οικονομίας στη Γηραιά Ηπειρο και όχι μόνο (Αφρική, Μέση Ανατολή κ.α.).

Ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 2 Γενάρη για τη νέα χρονιά, έκρινε σκόπιμο να αναφέρει ότι βασικό συμπέρασμα από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ΕΕ - Κίνας είναι πως «η συνεργασία και οι κοινές μας αντιλήψεις υπερτερούν κατά πολύ του ανταγωνισμού και των διαφορών μας», επαναλαμβάνοντας ότι «Κίνα και ΕΕ είναι ολοκληρωμένοι στρατηγικοί εταίροι, όχι συστημικοί αντίπαλοι (...) Βασικότερη αποστολή μας είναι να αντιμετωπίσουμε από κοινού τις παγκόσμιες προκλήσεις, να προωθήσουμε έναν πολυπολικό κόσμο, την οικονομική παγκοσμιοποίηση και τη μεγαλύτερη δημοκρατία στις διεθνείς σχέσεις, να ενισχύσουμε τη σταθερότητα και βεβαιότητα σε έναν κόσμο που αλλάζει...».

Σημειωτέον, όπως υπενθύμισε και σε πρόσφατο άρθρο της στην «Καθημερινή», η πρέσβειρα της Κίνας στην Αθήνα, Τσανγκ Τσιγιουέ, «από τον περασμένο Ιούλιο η Κίνα έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ με συνολικό όγκο συναλλαγών 581,3 δισ. δολάρια ΗΠΑ τους πρώτους 11 μήνες - μια αύξηση 3,5%. Κατά την ίδια περίοδο οι υπερταχείες που συνδέουν την Κίνα με την Ευρώπη ταξιδεύουν με πλήρη φορτία από την κεντρική Κίνα στο Ντούισμπουργκ της Γερμανίας, μεταφέροντας 927.000 εμπορευματοκιβώτια - μια ετήσια αύξηση 54%». Μάλιστα, αναδεικνύοντας τη θέση που και η χώρα μας αναλαμβάνει με την αναβαθμιζόμενη παρουσία της Κίνας στην Ευρώπη, επισήμανε πως «με μια προσεκτικότερη ματιά διαπιστώνουμε ότι ο Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ (COSCO) διατήρησε τον κύκλο εργασιών του και θα παραμείνει το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου και το 4ο μεγαλύτερο στην Ευρώπη...».

Οι επισημάνσεις των Ευρωπαίων

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Κίνα έκλεισε τη συμφωνία με την ΕΕ λίγες βδομάδες μετά την υπογραφή της Περιφερειακής Ολοκληρωμένης Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης (Regional Comprehensive Economic Partnership, RCEP ), στην οποία προχώρησε με τα 10 μέλη της Ενωσης Χωρών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN): Μπρουνέι, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, Μιανμάρ, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία και Φιλιππίνες αλλά και τις Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία. Ακόμα, η Κίνα επισπεύδει συνομιλίες για να ολοκληρώσει Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου με Ιαπωνία και Νότια Κορέα (που θα στερεώσει γέφυρες συνεργασίας του Πεκίνου με δύο από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές δυνάμεις του Ειρηνικού, στενούς εταίρους των ΗΠΑ) ενώ δυναμώνει τις προσπάθειες για την είσοδό της στη συνεργασία στην οποία προχώρησαν οι 11 χώρες που παρέμειναν στη Διειρηνική Συμφωνία (TPP), δηλαδή οι Ιαπωνία, Μαλαισία, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, Μπρουνέι, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδάς, Μεξικό, Χιλή, Περού, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν το 2017, σχηματίζοντας τη λεγόμενη Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership (CPTPP), το 2018.

Ολη αυτή η κινεζική «κινητικότητα» για τον καθορισμό των όρων στις οικονομικές και γεωπολιτικές συνεργασίες είναι λογικό να επηρεάζει και τους Ευρωπαίους, ως προς την προτεραιότητα που δίνουν στις προτάσεις του Πεκίνου. Αν και ακόμα επιμένουν ότι η διατλαντική συμμαχία είναι η βασικότερη για την ΕΕ, τα επιτελεία των Βρυξελλών αντιλαμβάνονται ότι το παζάρι τους με την Κίνα μπορεί - αν μη τι άλλο - να μεγαλώσει την προθυμία των ΗΠΑ να κατανοήσουν και τις δικές τους προσδοκίες και ανησυχίες.

Ηταν χαρακτηριστική η συνέντευξη που έδωσε στο «Euractiv» ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας (που από 1η Γενάρη ανέλαβε την προεδρία της Ενωσης), Αντόνιο Κόστα. Σχολιάζοντας την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Κίνα λίγο πριν αναλάβει η κυβέρνηση Μπάιντεν είπε: «Είναι μια διαδικασία που ήταν σε εξέλιξη. Θα ήταν επίσης ένα τρομερό μήνυμα για εμάς να εμποδίσουμε αυτήν τη διαπραγμάτευση ή να εδραιώσουμε αυτήν τη διαπραγμάτευση σύμφωνα με άλλους (...) Εάν η Ευρώπη θέλει να είναι παγκόσμιος παράγοντας, όπως πρέπει να είναι, η στρατηγική αυτονομία της εξαρτάται από το να είναι σε θέση να μιλήσει με καθέναν από τους άλλους παγκόσμιους παράγοντες (...) Πρέπει να σχετίζεται με όλους και όχι να μιλάει μόνο μέσω των άλλων». Πάντως, ανάμεσα σε άλλα, ο Κόστα είπε ότι η πορτογαλική προεδρία έχει «κάθε ενδιαφέρον» για ένα «νέο κλίμα στη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Χαρακτηρίζοντας την Ουάσιγκτον τον «σημαντικότερο σύμμαχο» της ΕΕ μίλησε για «θετικά και ενθαρρυντικά σημάδια» στη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, όπως η πρόθεσή της να επιστρέψει στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Για να καταλήξει πάντως ότι «γνωρίζουμε πως οι δυσκολίες δεν έχουν εξαφανιστεί για πάντα...».

Πρέπει να καταγραφεί ότι μέλη της ΕΕ, όπως οι Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία, Βέλγιο, φέρεται να εξέφρασαν προβληματισμό για τη «βιασύνη» με την οποία έκλεισε η συμφωνία με την Κίνα. Το «Politico» επικαλούνταν Ευρωπαίους διπλωμάτες που εξέφραζαν - ανώνυμα - απογοήτευση για τον τρόπο που η Κομισιόν αντιμετώπισε επιφυλάξεις άλλων προκειμένου να ικανοποιηθούν συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου, ειδικά τμημάτων όπως οι αυτοκινητοβιομήχανοι, που εκτιμάται ότι ωφελούνται πολλαπλά από τη συμφωνία με την Κίνα. «Αν η Γερμανία βαραίνει τόσο πολύ, μικρότερα μέλη δεν έχουν λόγο...», σχολίασε ο Ιταλός υφυπουργός Εξωτερικών, Ιβάν Σκαλφαρότο, ο οποίος πρόσθεσε: «Οι Βρυξέλλες θα έπρεπε να περιμένουν να αναλάβει η νέα αμερικανική κυβέρνηση πριν κλείσουν τη συμφωνία (...) Αυτή η συμφωνία στην παρούσα συγκυρία δημιουργεί πρόβλημα (...) Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα το θεωρήσουν αγενές (στην Ουάσιγκτον)...». Ο δε Πολωνός ΥΠΕΞ, Ζμπίγκνιου Ράου, σημείωσε ότι «χρειαζόμαστε περισσότερες διαβουλεύσεις και διαφάνεια για να φέρουμε πίσω τους συμμάχους μας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού...».


Α. Μ.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ