Ολα τα παραπάνω τώρα εντάθηκαν και αποκαλύφθηκαν ακόμη περισσότερο. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε μέρα που να μη φανεί πως οι ιδιωτικές κλινικές έχουν ως μόνο στόχο το κέρδος και ουδεμία σχέση έχουν με την προάσπιση της υγείας του λαού αλλά και των εργαζομένων σε αυτές».
Κατήγγειλε επίσης ότι «το πρώτο διάστημα σε πολλές κλινικές δεν επιτρεπόταν στο προσωπικό να φοράει μάσκες, γιατί έτσι θα τρόμαζαν οι ασθενείς. Στη συνέχεια, διέθεταν μια απλή χειρουργική μάσκα σε κάθε εργαζόμενο για μια ολόκληρη βάρδια, γεγονός που ισχύει μέχρι και σήμερα. Σε συναδέλφους με ύποπτα συμπτώματα δίνονταν ολιγόωρες άδειες και συνέχιζαν να δουλεύουν κανονικά την επομένη.
Ακόμη και σε περιπτώσεις που υπήρχαν θετικά κρούσματα στο προσωπικό, δεν έμπαιναν όλοι οι συνεργαζόμενοι με αυτούς σε καραντίνα, δεν έκλειναν τμήματα και γενικώς η πρώτη έγνοια ήταν το πώς θα συνεχίσουν να δουλεύουν οι κλινικές σα να μη συνέβη τίποτα, κρύβοντας την πραγματικότητα κάτω από το χαλί. Εμπόδιζαν τη χορήγηση ειδικών αδειών σε προσωπικό που ανήκε σε ευπαθείς ομάδες, προσπαθώντας να την χρεώνουν σαν κανονική άδεια, με τη λογική πως "δεν θα πληρώνουμε τους εργαζόμενους για να κάθονται"».
Παράλληλα, έφερε τρανταχτά παραδείγματα από την άγρια κερδοσκοπία σε βάρος του λαού, όπως η διάθεση τεστ σε εξωπραγματικές τιμές, κι όταν υπήρχαν ελλείψεις και δεν έκαναν τεστ ούτε στους εργαζομένους τους «κρατούσαν τεστ για εκλεκτούς πελάτες», συνέχιζαν κανονικότατα όλες τις προγραμματισμένες αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις ως επείγοντα περιστατικά.
«Ειδικά αυτήν την περίοδο έγινε φανερό πως η ιδιωτική Υγεία, γενικότερα η αντιμετώπιση της Υγείας ως εμπορεύματος, είναι ασύμβατη με τις λαϊκές ανάγκες και παρασιτεί εις βάρος της δημόσιας Υγείας, για τα κέρδη των μετόχων των ομίλων», κατέληξε η ομιλήτρια.