Η νύχτα έχει μοναδικό φως το φεγγάρι. Οταν η νύχτα συμβολίζει δεινά όπως τα σημερινά, που προέρχονται από διαστροφή της ανθρώπινης φύσης, τότε το σκοτάδι είναι αφέγγαρο και το ξημέρωμα πολύ μακρινό. Ωστόσο, όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει και η ελπίδα για το αύριο.
Ο λυρικός Βασίλης Δ. Δημουλάς ανήκει σ' όσους αγρυπνούν κι άρα ελπίζουν στο «φως» του φεγγαριού στην καρδιά τους. Ο ποιητής δίνει στη συλλογή του τον τίτλο «Σελάνα» για να καταδείξει τον πανάρχαιο συμβολισμό της Σελήνης στο μύθο και στην ποίηση: «Πλήρης μεν εφαίνετ' α σελάνα», λέει η Σαπφώ, κι ο Βουτιερίδης μεταφράζει: «Και το φεγγάρι πρόβαινε γεμάτο». Στην εποχή μας το φεγγάρι χάνεται μέσα στην τέφρα κι ο ποιητής, ψάχνοντάς το σε άλλους ουρανούς, λιγότερο «πολιτισμένους» τεχνολογικά, αλλά καθαρούς, τ' ανακαλύπτει στην Αφρική: «Εχει πολλή τρυφεράδα τ' αφρικάνικο φεγγάρι. / Λιώνει τα πράγματα / με το ηδονιστικό πάθος του».
Μέσα στη νύχτα που βιώνουν οι λαοί σήμερα, έχουμε ανάγκη να φωτίσει την έξοδό μας απ' το σκοτάδι, ένα φεγγάρι που να καθρεφτίζει το πάθος για μια ζωή αληθινή, χωρίς τον έρωτα «ξεστρατισμένο» και «ξεθωριασμένο». Ο ποιητής, με άγρυπνη συνείδηση και με την ελπίδα αγωνιζόμενη εντός του, αισιοδοξεί: «Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, / θα 'ρθει η ώρα που θα μιλήσουν οι άνθρωποι / ολοκάθαρα κι απλά μεταξύ τους. / Θα συνεννοηθούν επιτέλους!.. / Τέφρες και σκιές και μίση / θα σκορπίσουν στα πεντανέμια. / Δεν μπορεί, θα λάμψει στον κόσμο η χαρά...». (Βασ. Δ. Δημουλάς, Δρόση 9 - Αθήνα).