Κυριακή 6 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
Αιτίες επιβολής

Ιούλης 1966. Ο λαός της Αθήνας στο πόδι, για να φράξει το δρόμο στις δυνάμεις της χουντομοναρχικής ανωμαλίας
Ιούλης 1966. Ο λαός της Αθήνας στο πόδι, για να φράξει το δρόμο στις δυνάμεις της χουντομοναρχικής ανωμαλίας
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965 - 1966 είχαν ανοίξει (στρώσει) το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου, διακεκριμένου θεωρητικού της, το Μάρτη 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της χούντας, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξή του, έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβη ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δε θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία» (Σ. Κωνσταντόπουλου, «ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 149, Αθήναι 1966).

Γιατί επιβλήθηκε η δικτατορία της 21ης Απρίλη 1967;

H απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, όπως έχει διαφανεί με σαφήνεια από τα ίδια τα γεγονότα. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι επιφανειακή και προπαγανδιστικού τύπου η άποψη που έχει υποστηριχτεί και συνεχίζει να υπογραμμίζεται ότι η αιτία για την επιβολή της δικτατορίας ήταν η ματαίωση της ανόδου της Ενωσης Κέντρου στην κυβερνητική εξουσία, όταν πια τα άλλα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν («αποστασία») δεν είχαν μπορέσει να ανακόψουν το λαϊκό ρεύμα υπέρ της Ενωσης Κέντρου. Αυτή την άποψη προσπαθούν να την ενισχύσουν με την πρόβλεψη για την πιθανότατη (αν όχι σίγουρη) νίκη της στις εκλογές, που επρόκειτο να γίνουν την 28η Μάη 1967.

Σιδερόφραχτη μέσα στα αμερικάνικα τανκ η φασιστική χούντα ποδοπατεί τα δικαιώματα του ελληνικού λαού
Σιδερόφραχτη μέσα στα αμερικάνικα τανκ η φασιστική χούντα ποδοπατεί τα δικαιώματα του ελληνικού λαού
Τα πράγματα, βεβαίως, δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί, κι αν προς στιγμή δεχτούμε αυτόν το συλλογισμό, αμέσως μετά θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο τον ανατρέπει. Τίθεται, δηλαδή, το εξής ερώτημα: Ποιοι είχαν λόγο να φοβούνται από την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβέρνηση; Είναι φανερό ότι τέτοιο λόγο είχε, πρώτα απ' όλους, το Παλάτι, αφού το νόημα της λαϊκής ψήφου προς την Ενωση Κέντρου θα ήταν ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό, και ψήφος κατά της Μοναρχίας, μετά τα όσα είχαν συμβεί από το 1965. Σε συνέχεια, λόγο για να αποτρέψει την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβέρνηση, είχε και η ΕΡΕ.

Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να εξηγηθεί και ο σχεδιασμός της Μοναρχίας να επιβάλει η ίδια τη δικτατορία της, μέσω της «χούντας των στρατηγών». Και, απ' ό,τι διαφαινόταν, θα είχε ίσως και την υποστήριξη φιλοδικτατορικών κύκλων της ΕΡΕ (Κ. Ροδόπουλος κ.ά.).

Τα γεγονότα, ωστόσο, εξελίχθηκαν διαφορετικά. Και το αποτέλεσμα ήταν να διωχτούν από τη δικτατορία, τόσο η ΕΡΕ, όσο και το Παλάτι, δηλαδή οι κατ' εξοχήν ζημιωμένοι από το προβάδισμα της Ενωσης Κέντρου. Και η μεν ΕΡΕ δεν μπορούσε παρά να διωχτεί, από τη στιγμή που η δικτατορία κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό. Το Παλάτι, όμως; Πώς εξηγείται ότι βρέθηκε «υπό», όντας ο βασικός ενδιαφερόμενος για τη μη άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβερνητική εξουσία; Πώς εξηγείται ότι βρέθηκε «υπό», από μια στρατιωτική δικτατορία, που υποτίθεται ότι στρεφόταν κατά της Ενωσης Κέντρου, τη στιγμή που και το ίδιο επίσης σχεδίαζε να κάνει στρατιωτική δικτατορία, λόγω της αντιπαράθεσής του με την Ενωση Κέντρου;

Χουντομοναρχικά χαμόγελα και χειραψίες...
Χουντομοναρχικά χαμόγελα και χειραψίες...
Ισως προβληθεί ότι, εκτός απ' το Παλάτι και την ΕΡΕ, υπήρχαν οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία βρίσκονταν πίσω από το πραξικόπημα. Αλλά γιατί χρειάστηκαν να βάλουν στην άκρη και το Παλάτι; Και - πολύ περισσότερο - γιατί αργότερα χρειάστηκαν (ή επέτρεψαν) να εκδιωχτεί η Μοναρχία - και μάλιστα κακήν κακώς; (Δεκέμβρης 1967).

Από τα γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν, γίνεται φανερό ότι οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία δεν έβαλαν τυχαία σε ενέργεια τη χούντα των συνταγματαρχών, παραμερίζοντας τη χούντα των στρατηγών (Παλατιού). Καταλάβαιναν πολύ καλά ότι η δικτατορία που θα προερχόταν από το Παλάτι, όχι μόνο δε θα τους έλυνε, αλλά θα περιέπλεκε σε επικίνδυνο βαθμό τα προβλήματα που ήθελαν να λύσουν.

Τι συνέβη, λοιπόν;

Οι ίδιοι οι δικτάτορες στήριξαν την ανάγκη επιβολής της δικτατορίας στον «κομμουνιστικό κίνδυνο», που, όπως υποστήριζαν σε κάθε στιγμή, απειλούσε την Ελλάδα. Ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στη ΝΕΤ, σε συνέντευξή του την 31/1/2000, είπε για τους λόγους που οδήγησαν στη δικτατορία: «Πιστεύω ότι στη δικτατορία οδήγησε η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να δώσουμε λύση στα προβλήματα» (εννοώντας, όχι τα λαϊκά, αλλά αυτά του αστικού πολιτικού κόσμου).

Σε αυτά τα δύο βρίσκεται η ουσία του ζητήματος, με τις εξής έννοιες:

1. Κομμουνιστικός κίνδυνος φυσικά και δεν υπήρχε τότε για την εγχώρια πλουτοκρατία και τους ξένους συμμάχους της. Κι όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοιος άμεσος κίνδυνος, αλλά εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ και η ΕΔΑ έδειξαν αδυναμία να προετοιμάσουν την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, ακόμη και για να αντισταθούν στο πραξικόπημα. Κάτι περισσότερο: Δεν είχαν συνειδητοποιήσει σε βάθος ότι η δικτατορία ήταν επί θύραις.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη σκόπιμη υπερβολή, που ασφαλώς υπήρχε στη φράση τους, οι δικτάτορες ομολογούσαν μια πραγματικότητα, όταν έκαναν λόγο για «τον κομμουνιστικό κίνδυνο». Γιατί το λαϊκό κίνημα της εποχής, αν και σημαδευόταν αρνητικά από τον πολιτικό προσανατολισμό που είχε το ίδιο και τα πολιτικά του υποκείμενα (ΚΚΕ - ΕΔΑ), είχε σημειώσει μια ανοδική πορεία, που δυσκόλευε τις «κινήσεις» των αστικών κομμάτων, όξυνε τις αντιθέσεις του αστικού πολιτικού κόσμου, και κυρίως υπήρχαν οι δυνατότητες, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να γίνει στην πορεία επικίνδυνο.

2. Ταυτόχρονα, η άρχουσα τάξη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν μπορούσε εκείνο το διάστημα να οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού της συστήματος με ομαλές ή με σχετικά ομαλές διαδικασίες, για να το αντιστοιχήσει στις απαιτήσεις και στις ανάγκες της καπιταλιστικής εξέλιξης. Και δεν μπορούσε, για τους εξής λόγους:

Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και σε συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, η άρχουσα τάξη, έχοντας μετά την Κατοχή έναν σμπαραλιασμένο κρατικό μηχανισμό κι ένα ασταθές πολιτικό σύστημα (λόγω της βαθιάς κρίσης των αστικών κομμάτων), πήρε εξοντωτικά μέτρα για να καταστείλει το λαϊκό κίνημα. Τα μέτρα αυτά τα συνέχισε και μετά τη νίκη της το 1949. Ενίσχυσε στο έπακρο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και έκανε τον αντικομμουνισμό, την «εθνικοφροσύνη» και τον «από βορρά κίνδυνο», τα κύρια ιδεολογικά όπλα της. Παράλληλα, η Μοναρχία, που για ιστορικούς λόγους είχε επιβιώσει δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, ήταν γερά γαντζωμένη στο αστικό πολιτικό σύστημα, είχε παίξει σημαντικό ρόλο ως το πρώτο «οχυρό κατά του κομμουνισμού» και συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.

Ομως, 10 - 15 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, προέκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με «εργαλεία» που διαρκώς πάλιωναν όλο και περισσότερο, δηλαδή με τις ίδιες δομές που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, και μάλιστα να διεκδικεί το πάνω χέρι, βάζοντας έτσι φρένο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, που απαιτούσε και προϋπέθετε πιο «ευέλικτες» και όχι ωμές μεθόδους καταστολής του λαϊκού κινήματος; Η άρχουσα τάξη κατανοούσε θαυμάσια ότι η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσε να γίνεται στο διηνεκές μόνο με το χωροφύλακα.

Αυτό το είδαν οι ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Παπανδρέου κ.ά.). Και επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς. Ομως, τότε ακριβώς συγκρούστηκαν με το Παλάτι, το οποίο χρειαζόταν τις πιο ξεπερασμένες κατασταλτικές μεθόδους για να τα βγάλει πέρα, δηλαδή για να διατηρεί τον αυξημένο ρόλο του. Αυτές οι αντιθέσεις, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις («Ιουλιανά», αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική) μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες, αφού έθεταν το ζήτημα «ποιος κυβερνά».

Ταυτόχρονα, οι αντιθέσεις κυβερνήσεων - Ανακτόρων οξύνονταν και από τη λαϊκή πάλη. Στα 1965 - 1967, η αγανάκτηση του λαού κατά του Στέμματος ήταν η μεγαλύτερη από το 1950. Στην πραγματικότητα, τα Ανάκτορα δεν μπορούσαν να «σταθούν»... Αυτός ήταν ένας πολύ βασικός παράγοντας, τον οποίο τα αστικά κόμματα επίσης δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, δίχως κινδύνους για τα ίδια. Ιδιαίτερα δεν μπορούσε να τους αγνοήσει η Ενωση Κέντρου, που η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ήταν αντιβασιλικοί.

Από την άλλη, όμως, αποδείχτηκε και το εξής: Πως, ναι μεν τα αστικά κόμματα (για την ακρίβεια μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους) έβλεπαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών μέτρων, από την άλλη όμως, δεν είχαν την ικανότητα (και επειδή δεν είχαν «ανανεωθεί» και επειδή φοβούνταν το λαό), να γίνουν συνεπείς φορείς των «νέων» μέτρων αντιστοίχισης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να τα επιβάλουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την ΕΡΕ, αλλά κυρίως με την Ενωση Κέντρου. Τα βασικά αστικά κόμματα της εποχής (ΕΡΕ - Ενωση Κέντρου) βρέθηκαν πίσω από τις ανάγκες ανταπόκρισης στον αστικό εκσυγχρονισμό του καιρού τους. Και στο σημείο αυτό - και με αυτήν την έννοια - έχει δίκιο ο Κ. Μητσοτάκης, όταν λέει ότι «ο πολιτικός κόσμος δεν μπόρεσε να δώσει λύση στα προβλήματα».

Ετσι, τα πράγματα έφτασαν στο εξής σημείο: Το μεν Παλάτι να μη θέλει να κάνει πίσω, ο δε αστικός κόσμος να μην μπορεί, ούτε να θέλει να κάνει μπροστά. Γι' αυτούς τους λόγους, το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο στρατό, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας. Με αυτό τον τρόπο, επέβαλε τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς, διακόπτοντας πάνω από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε μια άλλη στην κυριαρχία της, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

«Η Κούβα (;) της Μεσογείου»

Από την άλλη, σε εκκρεμότητα βρισκόταν και το Κυπριακό. Στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις και το Παλάτι ευνοούσαν και προωθούσαν διχοτομική λύση, είχε γίνει φανερό ότι καμιά απ' αυτές δεν αναλάβαινε από μόνη της το πολιτικό κόστος να την πραγματοποιήσει, με δεδομένη και την αποφασιστική στάση του Μακάριου. Τα όσα έγιναν στην Κύπρο μπορούσαν να γίνουν μόνο από μια κυβέρνηση στρατιωτική, που εξάλλου και γι' αυτήν ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Δεν ήταν τυχαίο ότι το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου πραγματοποιήθηκε, όταν πια είχαν περάσει 7 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας.

Το Κυπριακό εξελίχθηκε στα πλαίσια της σύγκρουσης των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό. Ετσι, σ' αυτό το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» (την Κύπρο) έπρεπε να επιβληθεί η ΝΑΤΟική λύση που γνωρίσαμε. Ο ιμπεριαλισμός χρειαζόταν σε ολόκληρη την περιοχή της ΝΑ Μεσογείου μια σιδερένια σταθερότητα. Απ' αυτήν την άποψη (της σιδερένιας σταθερότητας), ίσως μπορεί κανείς να δει και τον πόλεμο των 6 ημερών (1967) στη Μ. Ανατολή, ως μια, επίσης, αιτία της δικτατορίας στην Ελλάδα.

Δεν είναι, βεβαίως, εύκολο να σταθμίσει κανείς, ποια ήταν η πρώτη αιτία για την επιβολή της δικτατορίας. Υπήρχαν, όπως φαίνεται, περισσότεροι από ένας λόγοι. Ωστόσο, από όλες τις προηγούμενες απόψεις, προκύπτει ότι στη βάση της επιβολής της δικτατορίας βρισκόταν και ο φόβος για τον παράγοντα λαό. Και με αυτήν την έννοια, μπορεί να δει κανείς μια ορισμένη ειλικρίνεια στα λόγια των συνταγματαρχών, ότι «σώσαμε την Ελλάδα από τον κίνδυνο του κομμουνισμού». Εννοώντας, τόσο το πού φοβούνταν ότι μπορούν να οδηγήσουν οι εσωτερικές εξελίξεις, όσο και το τι θα γινόταν με την Κύπρο...

Δικτατορία και αστικά κόμματα

Πέρα από τους άμεσα υπεύθυνους για την επιβολή της δικτατορίας (ιμπεριαλιστές, εγχώρια πλουτοκρατία και τα εδώ όργανά τους), υπήρξαν και οι έμμεσα υπεύθυνοι, όλα τα αστικά ελληνικά κόμματα, που εξ αντικειμένου τής έστρωσαν το έδαφος.

Ιδιαίτερη είναι η ευθύνη της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου, που έδειξε παντελή έλλειψη θέλησης και προσανατολισμού στην εκκαθάριση του Στρατού από τα πιο επικίνδυνα στοιχεία.

Δεν ήταν μόνο ο συγκεκριμένος Παπαδόπουλος και η παρέα του. Κατ' αρχήν, ήταν ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), ο οποίος είχε ιδρυθεί στη Μέση Ανατολή από τα χρόνια της Κατοχής. Από τις γραμμές του βγήκαν διοικητές ανώτατων σχηματισμών, ενώ ήταν γνωστές και οι σχέσεις του με τον Παπάγο. Κι ωστόσο ο ΙΔΕΑ δεν εξαρθρώθηκε. Παρέμεινε στη θέση του, καιροφυλακτώντας για την κατάλληλη στιγμή. Στην ουσία, αποτελούσε μια οργάνωση «κράτος εν κράτει» στο στρατό. Με λίγα λόγια, οι πάντες εγνώριζαν την ύπαρξη, τη δράση του, αλλά και τους στόχους του. Πολλοί γνώριζαν και τις προετοιμασίες του να επιβάλει δικτατορία. Κι, ωστόσο, ο ΙΔΕΑ (με ή δίχως τις ονομαστικές παραλλαγές του - ΕΕΝΑ) παρέμεινε στο στρατό ακλόνητος πάνω από 20 χρόνια!

Αλλά το στρατό ετοιμαζόταν να τον χρησιμοποιήσει και το Παλάτι για να επιβάλει δικτατορία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες πρόλαβαν το πραξικόπημα των στρατηγών, δηλαδή των Ανακτόρων. Κι, ωστόσο, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου δε μετακίνησε ούτε βασιλικούς από θέσεις - κλειδιά που κατείχαν στο στρατό. Το ίδιο, φυσικά, είχε κάνει και η ΕΡΕ, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα εξυπηρετούσε και την ίδια αυτή η κατάσταση.

Δικτατορία και ΚΚΕ - ΕΔΑ

Η αδυναμία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ να προβλέψουν τις εξελίξεις του 1967 και να προσανατολίσουν ανάλογα το λαϊκό κίνημα, πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι έπασχε η ίδια η πολιτική τους. Κι αυτό, παρά τους πραγματικά ηρωικούς αγώνες του ΚΚΕ, που ηγήθηκε της πάλης του λαϊκού κινήματος, στα πλαίσια του οποίου χιλιάδες κομμουνιστές, ΕΔΑίτες και Λαμπράκηδες έδωσαν όλες τις δυνάμεις τους στον αγώνα για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την εκτροπή του 1965 («Ιουλιανά») η ηγεσία της ΕΔΑ την είδε ως προσπάθεια των πιο αντιδραστικών δυνάμεων και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να ανακόψουν τη δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Περίπου ίδια ήταν και η θέση του ΚΚΕ.

Μια τέτοια εκτίμηση «έβγαζε λάδι» την κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου, ενώ της έδινε και την πρωτοκαθεδρία στους λαϊκούς αγώνες.

Από την άλλη, είχε γίνει πια παράδοση για την ηγεσία της ΕΔΑ να κρατάει το λαϊκό κίνημα «στα υπό των Αρχών καθοριζόμενα πλαίσια», για να μη δίνει αφορμές (!) στους αντιδραστικούς κύκλους να εκμεταλλεύονται τις παραβιάσεις των αστυνομικών διαταγών! κλπ. Είχε επικρατήσει η «αρχή» της «σώφρονος πολιτικής», όπως την ονομάτιζε ο Η. Ηλιού.

Στην κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, «το κλιμάκιο εσωτερικού» της ΚΕ του ΚΚΕ άλλαξε το σύνθημα του ΠΓ για πολιτική απεργιών και διαδηλώσεων για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή και περιόρισε σε μια απλή διαδήλωση τη μεγάλη συγκέντρωση των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που ήταν στην κηδεία!

Το ίδιο έκανε και μετά τα «Ιουλιανά», όπου το κίνημα των 70 ημερών το εγκλώβισε στα όρια που καθόριζαν οι Αρχές και το Σύνταγμα, συμπορευόμενη έτσι με την Ενωση Κέντρου, η οποία το χειραγωγούσε και το οδηγούσε στο ξεθύμασμα, παίζοντας τα δικά της παιχνίδια και ευελπιστώντας στις εκλογές που θα ...γίνονταν!

Σε εισήγησή του, την 31/8/1964, ο Η. Ηλιού έγραψε: «Φανερό ότι κανένας δε νομίζει ότι σήμερα τραβάμε για επανάσταση. Υπάρχει έλλειψη σοβαρότητας, μη ενηλικίωση, παιδισμός. Ο λαός μας θέλει ένα κόμμα σοβαρό, που προτείνει λύσεις και καθοδηγεί αγώνες για την επιβολή τους, όχι φεστιβάλ. Εξ άλλου ήδη εν μέρει φοβίσαμε, θα φοβίσουμε πλήρως τους μικροαστούς, ενώ μπορούμε σε μεγάλο βαθμό και πρέπει να τους κερδίσουμε. Αλείφουμε με βούτυρο το ψωμί της αντίδρασης, της αμερικανοκρατίας, των κύκλων της ανωμαλίας» (Πάνου Δημητρίου: «Η διάσπαση του ΚΚΕ», τ. Α`, σελ. 198).

Γιατί τα έλεγε αυτά ο Η. Ηλιού; Από τα παρακάτω γίνεται σαφές το γιατί. Συνεχίζει: «Δογματική, ρουτινιέρικη καθοδήγηση δημιουργεί και από την υπερβολή του σωστού στραβά. Εξ αντικειμένου προβοκάτσιες. Πατάμε πρόθυμα πεπονόφλουδες. Θα γλιστρήσουμε. Λ.χ.: πορείες (αποδυνάμωση), μνημόσυνα (γελοιοποίηση). Στ' άρματα, στ' άρματα Θεσσαλονίκη, Λαύριο (τρελάθηκε η ΕΔΑ) πού το πάμε;» (ο.π.).

Αυτά, από τη μια πλευρά. Κι από την άλλη, ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ έγραφε: «...στην παρούσα Βουλή είναι επιβλητική η παρουσία μας και ακαταγώνιστες οι θέσεις μας. Αλλωστε εκδήλως κυριαρχούμε. Οχι μόνο άνω από 100 βουλευτές της ΕΚ εκδηλώνονται υπέρ των απόψεών μας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και αριθμός μετριοπαθών της ΕΡΕ μας πλησιάζει ιδιαίτερα και διαδηλώνει ότι αναγνωρίζει ότι σωστά βάζουμε τα ζητήματα και ότι η τακτική μας είναι αντάξια μιας αληθινής πολιτικής ηγεσίας. Γι' αυτό και κυριαρχούμε. (Αναγνωρίσεις Μαύρου - Κωστόπουλου κλπ.)»! (ο.π.). Κι όλα αυτά συμπληρωμένα με το ότι «επιζεί το πνεύμα που ρίχνει πίσω το κίνημα κατά δεκάδες χρόνια και δημιουργεί θύματα και ερείπια»! (ο.π., σελ. 199).

Ασφαλώς και δε διαμορφωνόταν εκείνα τα χρόνια επαναστατική κατάσταση. Οταν, όμως, στο όνομα της μη ύπαρξης επαναστατικής κατάστασης, εγκαταλείπονται (όπως και έγινε) οι προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου υποκειμενικού παράγοντα (κόμματος, εργατικού κινήματος), που θα είναι ικανός να οξύνει, όσο περισσότερο γίνεται, τις ταξικές αντιθέσεις και να παίξει τον ιστορικό ρόλο του, όταν υπάρξει τέτοια κατάσταση, τα πράγματα θα διαμορφωθούν όπως διαμορφώθηκαν... Και ο λόγος γι' αυτό βρισκόταν στην απουσία εκείνης της στρατηγικής και πολιτικής γραμμής, που θα διαμόρφωνε υποκειμενικό παράγοντα, ανάλογο με τις απαιτήσεις και τις συνολικές ανάγκες της ταξικής πάλης. Τέτοιος παράγοντας δεν υπήρξε τότε, αφού η στρατηγική του ΚΚΕ δεν κινιόταν στη σωστή κατεύθυνση, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ