Παρασκευή 29 Νοέμβρη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ
Με «μπούσουλα» τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τις ανάγκες των μονοπωλίων

Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε από χτες το νέο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» (ΕΣΕΚ), το οποίο ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο και ενσωματώνει όλες τις βασικές απαιτήσεις των μονοπωλιακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Ενέργειας, όπως και των κάθε λογής «πράσινων» αρπακτικών.

Οπως ανακοίνωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κ. Χατζηδάκης, το νέο ΕΣΕΚ, που θα υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενσωματώνει στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό τους στόχους και τις κατευθύνσεις της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, υιοθετώντας παράλληλα τον μακροπρόθεσμο στόχο της ΕΕ περί «κλιματικά ουδέτερης οικονομίας» μέχρι το έτος 2050.

Η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου διατείνεται ότι το ΕΣΕΚ θα φέρει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το υφιστάμενο που καταρτίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο δεδομένο είναι ότι οι βασικές κατευθύνσεις παραμένουν σταθερές και αυτό που στην πραγματικότητα αλλάζει είναι τα επιμέρους ποσοστά χρήσης κάθε διαφορετικής τεχνολογίας παραγωγής ηλεκτρισμού στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.

Σημαντικότερες και μεγάλης σημασίας αλλαγές, βέβαια, αποτελούν ο στόχος για την οριστική εγκατάλειψη του λιγνίτη ως καύσιμου για την ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2028 και η μεγάλη αύξηση των ΑΠΕ, στις οποίες θα στηρίζεται από 60% έως και 64% η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αντικαθιστώντας έτσι το μερίδιο του λιγνίτη που στο προηγούμενο σχέδιο συνέχιζε να κατέχει ένα ποσοστό περίπου 16%. Για την επίτευξη του στόχου αυτού προβλέπεται η αύξηση των επενδύσεων στις ΑΠΕ και μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν νέα φωτοβολταϊκά και αιολικά έργα συνολικής ισχύος άνω των 8 GW (γιγαβάτ).

Υπολογίζεται ότι για την επίτευξη της λεγόμενης «ενεργειακής μετάβασης» θα απαιτηθούν στη χώρα επενδύσεις ύψους 34 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που πανευρωπαϊκά τα αντίστοιχα κονδύλια υπολογίζονται σε πάνω από 180 δισ. Συνολικά, σύμφωνα με όσα διατείνεται η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, για την επίτευξη των στόχων σε όλους τους πυλώνες του ΕΣΕΚ θα απαιτηθούν επενδύσεις ύψους 44 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία, δείχνοντας και το μέγεθος των «διακυβευμάτων» για τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Αποφάσεις με κριτήριο την κερδοφορία των ομίλων

Σε ό,τι αφορά τους συγκεκριμένους στόχους που θέτει το νέο ΕΣΕΚ, καταγράφεται πλέον και τυπικά ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία το μερίδιο λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή θα μηδενιστεί, η διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση Ενέργειας θα ανέλθει στο 35% έναντι 31% που έθετε το προηγούμενο σχέδιο, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς αιολικών και φωτοβολταϊκών θα φτάσει τα 14,5 GW (από 13,4 GW), ενώ μέσω των παρεμβάσεων «ενεργειακής εξοικονόμησης» προβλέπεται μια εξίσου σημαντική μείωση της τελικής κατανάλωσης Ενέργειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το νέο ΕΣΕΚ θα υιοθετήσει νέους υψηλούς στόχους όσον αφορά την ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων, ξεκινώντας από τα δημόσια κτίρια αλλά και με επέκταση στις κατοικίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το προηγούμενο ΕΣΕΚ προέβλεπε ότι ετησίως θα πρέπει να «αναβαθμίζονται ενεργειακά» περί τις 40.000 κατοικίες. Το συγκεκριμένο μέτρο, όπως και τα προηγούμενα, δεν πρόκειται να υλοποιηθεί βεβαίως «αναίμακτα» για τα λαϊκά νοικοκυριά, αφού τα «ενεργειακά πιστοποιητικά» που θα πρέπει να εκδοθούν, με το αζημίωτο βέβαια, θα αποτελούν στοιχείο της «ηλεκτρονικής ταυτότητας» που θα φέρουν στο άμεσο μέλλον υποχρεωτικά όλα τα κτίρια και θα αποδεικνύουν τη «νομιμότητά» τους.

Στο νέο ΕΣΕΚ υπάρχει αναφορά στο ζήτημα της λεγόμενης ομαλής μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή για τις περιοχές που θα πληγούν άμεσα από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, θα εκπονηθεί και θα παρουσιαστεί στα μέσα του 2020 ένα «ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης». Πρέπει να σημειώσουμε ότι η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα 5», που μέχρι σήμερα έχει κοστίσει στον ελληνικό λαό περί τα 950 εκατ. ευρώ και έχει τελικό εκτιμώμενο κόστος τα 1,4 δισ. ευρώ, κινδυνεύει να πάει στα «αζήτητα», ή να καταβληθούν ακόμη περισσότερα χρήματα για τη μετατροπή της σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρισμού με άλλον τύπο καυσίμου.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τους στόχους που θέτει στο νέο ΕΣΕΚ θα υπάρξει «τεράστια κινητοποίηση κονδυλίων και επενδύσεων», που θα δημιουργήσουν πολλές χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, παράλληλα βέβαια με την «προστασία του περιβάλλοντος». Φυσικά και αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά φτηνή προπαγάνδα για να αιτιολογηθεί και να δικαιολογηθεί ενώπιον των λαϊκών στρωμάτων μια πολιτική που ούτε το περιβάλλον προστατεύει ούτε τις ανάγκες της χώρας και του λαού σε «καθαρή» και οικονομικά προσιτή Ενέργεια καλύπτει, ενώ έρχεται να τσακίσει παραπέρα τα δικαιώματα των εργαζομένων στον κλάδο, όπως δείχνει και η περίπτωση του νομοσχεδίου για τη ΔΕΗ, που στην προμετωπίδα του έχει τη μονιμοποίηση των «ευέλικτων» σχέσεων για τους εργαζόμενους, τις «εθελούσιες» απολύσεις κ.ο.κ., ως «όρο» για να σταθεί η επιχείρηση «στον ανταγωνισμό». Αμεσα ωφελημένοι θα είναι προφανώς οι επενδυτές των ΑΠΕ που θα συνεχίσουν τα επόμενα πολλά χρόνια να επιδοτούνται από τα λαϊκά νοικοκυριά, όπως επίσης και οι επιχειρηματικοί όμιλοι που επενδύουν το τελευταίο διάστημα στην κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μέσω φυσικού αερίου, αλλά και συνολικότερα οι «πράσινοι» επιχειρηματικοί όμιλοι.

Ετσι, σύμφωνα με το νέο ΕΣΕΚ, τα επόμενα χρόνια απ' άκρη σ' άκρη θα ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερες ανεμογεννήτριες σε ορεινούς όγκους και περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, όπως επίσης και φωτοβολταϊκά πάρκα εντός αγροτικών γαιών υψηλής παραγωγικότητας, σύμφωνα με τις διευκολύνσεις που παρέχει το ενεργειακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης που ψηφίστηκε χτες κι ενώ η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας θα μεγαλώνει, αφού ο εγχώριος και φτηνός λιγνίτης θα καταργηθεί στο όνομα της «προστασίας του περιβάλλοντος».

Η Κομισιόν εγκρίνει και προτρέπει

Οι τελευταίες παρεμβάσεις στο ΕΣΕΚ καθορίζονται φυσικά και από τις συστάσεις που απευθύνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, στα σημεία που αφορούν τον τομέα της Ενέργειας. Ειδικότερα στο κείμενο της Επιτροπής οι ΑΠΕ χαρακτηρίζονται «σημαντικές για το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας», ενώ εκφράζεται και «ανησυχία» για το γεγονός ότι πρόσφατα μειώθηκε ελάχιστα το τέλος ΕΤΜΕΑΡ - πρόκειται για το χαράτσι που πληρώνουν κυρίως τα λαϊκά νοικοκυριά για την άμεση οικονομική ενίσχυση των επενδυτών στις ΑΠΕ - δίχως να υπάρχει πρόβλεψη αντικατάστασης αυτών των κονδυλίων, ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι επενδύσεις. Επιπλέον, «συστήνεται» να περικοπούν τα αδειοδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι επενδυτές του χώρου, στις περιπτώσεις εκείνες που η καθυστέρηση υλοποίησης της επένδυσης δεν οφείλεται σε «υπαιτιότητα» του επενδυτή, ενώ χαρακτηρίζεται κρίσιμης σημασίας η περαιτέρω αναθεώρηση της νομοθεσίας που αφορά τη χωροθέτηση έργων ΑΠΕ για την προώθηση των επενδύσεων το επόμενο διάστημα.

Στην έκθεση υπάρχει σαφής αναφορά και στο νέο ΕΣΕΚ και στην απόφαση να παύσει οριστικά η χρήση λιγνίτη τα επόμενα χρόνια, απόφαση που χαρακτηρίζεται «ιδιαίτερα αξιέπαινος τρόπος για να προχωρήσει μπροστά» η εγχώρια αγορά Ενέργειας. Υπογραμμίζει, επιπλέον, ότι σε αυτό θα πρέπει να ενσωματώνονται οι κατευθύνσεις πολιτικής που αφορούν το οριστικό «άνοιγμα» της εγχώριας αγοράς Ενέργειας και την τελική επίλυση του «προβλήματος» που έχει να κάνει με την «κυριαρχία» της ΔΕΗ εξαιτίας της μέχρι σήμερα μονοπωλιακής της πρόσβασης στα αποθέματα λιγνίτη.

Αξίζει να σημειωθούν ορισμένες ακόμη «συστάσεις» της Επιτροπής, με δεδομένο ότι αυτές αποτελούν τον βασικό «μπούσουλα» του ΕΣΕΚ. Ετσι, μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι η αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι ακόμη μικρή, ωστόσο αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει η σύντομη ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου), η οποία καθυστερεί γιατί, όπως σημειώνεται στην έκθεση, η κυβέρνηση εστιάζει αυτήν την περίοδο στο «σχέδιο διάσωσης» της ΔΕΗ. Οι επισημάνσεις της Επιτροπής για την ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου εκκινούν από την απόφαση εγκατάλειψης του λιγνίτη και επικεντρώνουν στην ανάγκη κατασκευής νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο αλλά και επενδύσεων στο δίκτυο για να επεκταθεί σε περισσότερες περιοχές της Επικράτειας. Γίνεται ακόμη αναφορά και στον τομέα του Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου, όπου σημειώνεται η αύξηση εισαγωγών Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου μέσω του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας, ενώ το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των ποσοτήτων προέρχεται από τις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται ένδειξη ότι υλοποιείται η πολιτική της ΕΕ για τη «διαφοροποίηση» προμηθευτών ενεργειακών εμπορευμάτων.


Φ. Κ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ