Την επιθυμία του για την ένταξη της Βραζιλίας στον ΟΠΕΚ εξέφρασε στο Διεθνές Φόρουμ ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος, Ζ. Μπολσονάρο |
Μεταξύ των συμφωνιών που ανακοινώθηκε πως υπογράφτηκαν ξεχωρίζουν αυτές που υπέγραψε η Γενική Επενδυτική Αρχή Σαουδικής Αραβίας (γνωστή ως SAGIA) με την ισπανική εταιρεία κατασκευής αγωγών «Tubacex», αξίας 1 δισ. δολαρίων, με την εταιρεία προκατασκευασμένων κτιρίων «Modular Middle East», από το Ντουμπάι, αξίας 700 εκατ. δολαρίων και μεταξύ της SAGIA και της δυτικοαφρικανικής εταιρείας εξορύξεων «Shiloh Minerals» αξίας 200 εκατ. δολαρίων, με στόχο την ανέγερση μονάδας παραγωγής στη Σαουδική Αραβία και άλλες επενδύσεις στον τομέα εξόρυξης μεταλλευμάτων.
Ο πρόεδρος του σαουδαραβικού Ταμείου Δημόσιων Επενδύσεων μετά την υπογραφή σημαντικών συμφωνιών με επιχειρήσεις στο Ριάντ |
Στο τριήμερο φόρουμ διοργανώθηκαν τραπέζια συζητήσεων και ομιλιών με ζητήματα, όπως:
Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας, διάδοχος στο θρόνο, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, που είναι ο αρχιτέκτονας του «Οράματος 2030», αναφέρθηκε αναπόφευκτα στην επικείμενη μερική μετοχοποίηση της «Aramco» με στόχο τη συγκέντρωση κεφαλαίων ύψους 100 δισ. δολαρίων. «Θα γίνει», είπε, «την κατάλληλη ώρα, με τη σωστή προσέγγιση και σίγουρα με τη σωστή απόφαση». Εδειξε μάλιστα αισιόδοξος πως θα εκπληρωθεί ένας από τους στόχους της μετοχοποίησης της «Aramco» (η εξασφάλιση 100 δισ. δολαρίων, όπως αναφέραμε), για να χρηματοδοτηθεί η ανασυγκρότηση της εγχώριας οικονομίας και να καταπολεμηθεί η ανεργία, η οποία επισήμως ανέρχεται στο 10%, μέσω της δημιουργίας νέων, πολλών εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Δεν παρέλειψε ωστόσο τις αιχμές για τις διεθνείς επιπτώσεις που προκαλεί ο σινο-αμερικανικός εμπορικός πόλεμος, παρατηρώντας πως συμβάλλει στην επιφυλακτική στάση που διατηρούν σήμερα μεγάλοι επενδυτές.
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, ήταν από τους πρώτους που παραδέχθηκε ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε νέα φάση επιβράδυνσης. Ωστόσο, εκτίμησε ότι οι έως τώρα επιπτώσεις αυτής της επιβράδυνσης «επηρεάζουν μέτρια» την αμερικανική οικονομία και ότι παραμένουν «καλές» οι ροές κεφαλαίων στις ΗΠΑ. Δεν παρέλειψε να συμβουλέψει την «Ευρώπη να κάνει περισσότερα στον χρηματοπιστωτικό και ρυθμιστικό τομέα» ώστε να διατηρήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Παρότρυνε, από την άλλη, την Κίνα να αυξήσει κατά τουλάχιστον 10 δισ. δολάρια τις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων προκειμένου ΗΠΑ και Κίνα «να σφραγίσουν την πρώτη φάση» μίας νέας εμπορικής συμφωνίας. Επιπλέον, επικρότησε την επικείμενη μετοχοποίηση της «Aramco» προβλέποντας πως θα αποδειχθεί «μία σπουδαία ευκαιρία για επιτυχή ανάπτυξη των αγορών κεφαλαίων» και αποτίμησε θετικά τη νέα πορεία της σαουδαραβικής οικονομίας με στόχο την απεξάρτηση από το πετρέλαιο.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον προκάλεσε η ομιλία του Λάρι Φινκ, διευθύνοντος συμβούλου της αμερικανικής επενδυτικής εταιρείας «BlackRock», ο οποίος εκτίμησε ότι πολλές χώρες περνούν φάση σημαντικών αλλαγών στην οικονομία τους. «Αλλες για καλό και άλλες βλέπουν επιδείνωση», τόνισε, σημειώνοντας ότι η κινεζική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, η κατανάλωση να παραμένει ένας από τους κινητήριους μοχλούς της αμερικανικής οικονομίας και «να ακολουθεί η Ευρώπη, με τη Γαλλία και την Ολλανδία να είναι στις χώρες που τα πάνε καλά». Προειδοποίησε εντούτοις πως οι μεγάλες «ανισότητες εισοδήματος» σε Αμερική, Ευρώπη και ευρύτερα, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες και καινοτόμες επιστημονικές εφαρμογές και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, «θα φουντώσουν τις κοινωνικές αναταραχές». Εκφράζοντας την αγωνία μέρους των καπιταλιστών για κλιμάκωση των κοινωνικών «εκρήξεων» και λαϊκών κινητοποιήσεων, ο Φινκ τόνισε πως η αύξηση των ανισοτήτων, «παρά τη σχετική αύξηση της μεσαίας τάξης διεθνώς, και η αδυναμία των νεότερων γενιών να επενδύσουν στο μέλλον, σε συνδυασμό με την "αυξημένη επιρροή" των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, θα τροφοδοτήσουν περισσότερες κοινωνικές αναταραχές και εντάσεις». «Διευκολύνεται πλέον η οργάνωση διαδηλώσεων μέσω Κοινωνικών Δικτύων», είπε ο Φινκ, προσθέτοντας ότι «το ζήτημα είναι κρίσιμο και πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα» επειδή «το Ιντερνετ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δυσκολεύουν εξαιρετικά τη διαχείριση εταιρειών και χωρών». «Ολοι στον κόσμο αντιλαμβάνονται ότι τώρα οι αλλαγές γίνονται τόσο γρήγορα που εάν δεν έχεις πρόγραμμα, μένεις στο περιθώριο!», επισήμανε.
Παρόμοιες διαπιστώσεις και «προειδοποιήσεις» απηύθυνε και ο διευθύνων σύμβουλος της «Goldman Sachs», Τζον Γουόλτρον. «Συμπτωματικά», πάντως, ένα 24ωρο μετά τις προειδοποιήσεις των Φινκ και Γουόλτρον, το αγαπημένο Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης του Προέδρου Τραμπ, το «Τουίτερ», ανακοίνωσε πως σταματά την πληρωμένη προβολή πολιτικών διαφημίσεων...
Το 3ο Διεθνές Επενδυτικό Φόρουμ στο Ριάντ δεν προκάλεσε μόνο το ενδιαφέρον επενδυτών, καπιταλιστών και ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων αλλά και ηγετών, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο, και ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι.
Ο Μπολσονάρο χαιρέτισε την προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να γίνει «η ατμομηχανή των διεθνών επενδύσεων» ιδιαίτερα στον τομέα των υποδομών και της ψηφιοποίησης της οικονομίας, διαπιστώνοντας σύγκλιση των οικονομικών συμφερόντων αμφοτέρων των χωρών. Προέβαλε ιδιαίτερα τα συμφέροντα βραζιλιάνικων μονοπωλίων της πολεμικής βιομηχανίας και αεροναυπηγικής τονίζοντας ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας στον τομέα της «Αμυνας». Σε δεύτερο επίπεδο, προέβαλε τα συμφέροντα Βραζιλιάνων τσιφλικάδων και μεγάλων εταιρειών παρασκευής τροφίμων λέγοντας ότι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων της Βραζιλίας μπορεί να αποτελέσει τη βασική «πηγή για την επισιτιστική ασφάλεια» της Σαουδικής Αραβίας. Τόνισε ότι η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας στη Μέση Ανατολή, ότι η Βραζιλία θα μπορούσε να ενταχθεί στον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, ΟΠΕΚ, επειδή έχει σημαντικές προοπτικές αύξησης της πετρελαϊκής παραγωγής μέσα στην επόμενη δεκαετία. Εξέφρασε, τέλος, την επιθυμία του για στενότερες διμερείς σχέσεις σε τομείς όπως οι επιστήμες, η τεχνολογία, ο πολιτισμός, η αγροτική παραγωγή, το εμπόριο.
Ο Ινδός πρωθυπουργός, Ν. Μόντι, που μετέβη στη Σαουδική Αραβία για δεύτερη φορά μέσα στην τελευταία τριετία, εξήρε τις στενές διμερείς σχέσεις σε Ενέργεια, εμπόριο και ασφάλεια, εξηγώντας ότι οφείλονται ανάμεσα στα άλλα στη μεγαλύτερη συνεργασία που έχουν αναπτύξει ως μέλη της Ομάδας των 20 ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών (G20). Θύμισε τη Διακήρυξη του Ριάντ που υπέγραψαν το 2010 οι κυβερνήσεις Ινδίας και Σαουδικής Αραβίας για την ανάπτυξη διμερών στρατηγικών σχέσεων και τη συγκρότηση «Κοινής Επιτροπής Αμυντικής Συνεργασίας», που συναντάται τακτικά σε Ριάντ και Νέο Δελχί. Εκτίμησε ότι μέσα στην τελευταία δεκαετία οι διμερείς σχέσεις έχουν γίνει στενότερες από ποτέ, προβλέποντας περαιτέρω περιθώρια ανάπτυξης με αμοιβαίως επωφελείς επιπτώσεις για σημαντικά μονοπώλια και των δύο χωρών.