Το ιδεολογικό πλαίσιο, που στήριζε την «αναγκαιότητα» των ανατροπών, ήταν κοινό, τόσο στις θέσεις της κυβέρνησης, όσο στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στις απόψεις των βιομηχάνων, ακόμα και στις αναλύσεις που επιχειρούσε η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, έστω και με παραλλαγές.
Βασικό, λοιπόν, και επαναλαμβανόμενο μοτίβο όλων αυτών ήταν η λεγόμενη ελλειμματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία είναι κυρίαρχη και στη μελέτη των Βρετανών, όπου και στηρίχτηκαν οι τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Στα ελλείμματα άρχιζαν και τέλειωναν όλες οι αναφορές των κυβερνητικών. Ηταν και είναι μια συνειδητή προσπάθεια να περιοριστεί το όλο πρόβλημα, ως πρόβλημα αποκλειστικά οικονομικό, και μάλιστα έμμεσα να ενοχοποιηθούν οι εργαζόμενοι γιατί το σύστημα δεν αντέχει.
Επιπλέον, επιχειρήθηκε να προωθηθεί η αντίληψη, ότι η Κοινωνική Ασφάλιση δεν είναι ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα και κατάκτηση της εργατικής τάξης, αλλά ένα εμπόδιο, ένα βάρος στην οικονομία, στην κοινωνία, το οποίο δεν μπορεί να σηκώνει.
Η άποψη της κυβέρνησης ότι η Κοινωνική Ασφάλιση είναι οικονομικό άχθος επιβεβαιώνει επίσης τις ανησυχίες των εργαζομένων, ότι και οι «λύσεις» που σήμερα επιδιώκει θα κινηθούν στην ίδια κατεύθυνση. Δηλαδή ότι, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα επιδιώξει είτε τη μείωση αυτού του «βάρους» από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε τη μετακύληση και πρόσθετων βαρών στις πλάτες των εργαζομένων, είτε κάποιο συνδυασμό των δύο παραπάνω.
Ενα δεύτερο προπαγανδιστικό κατασκεύασμα, όλων αυτών που απεργάζονται την κατεδάφιση της Κοινωνικής Ασφάλισης, ήταν και είναι η περίφημη «γήρανση του πληθυσμού». Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι αφού σταδιακά μειώνεται ο πληθυσμός που είναι σε παραγωγική ηλικία και αυξάνεται ο πληθυσμός που είναι άνω των 65 ετών, θα φτάσουμε μετά 40 χρόνια η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους, από 2,1 που είναι, να διαμορφωθεί στο 1,2. Ως εκ τούτου προτείνεται αύξηση των ορίων ηλικίας ή και αύξηση των εισφορών.
Η προβολή των δύο παραπάνω κεντρικών επιχειρημάτων παραγράφει με μια μονοκονδυλιά όλο το αμαρτωλό παρελθόν των αστικών κυβερνήσεων. Τη ληστεία των αποθεματικών των Ταμείων, την εισφοροδιαφυγή του κεφαλαίου, την εισφοροκλοπή, τη μη καταβολή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων του κράτους, το τζογάρισμα και την απώλεια τεράστιων ποσών στο χρηματιστήριο, τον καταναγκασμό των Ταμείων σε επαχθή δανεισμό από τις τράπεζες κλπ.
Πάνω σ' αυτό το αντιδραστικό και αντεργατικό ιδεολογικό πλαίσιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήρθε και αποφάσισε τις αλλαγές που αργότερα εμφανίστηκαν ως «προτάσεις Γιαννίτση» και που απορρίφθηκαν στο σύνολό τους από τους εργαζόμενους της χώρας.
Συνοπτικά οι αλλαγές αυτές είναι:
- Ενιαίο όριο ηλικίας κύριας και επικουρικής ασφάλισης, για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων, το 65ο έτος
- Δικαίωμα μειωμένης σύνταξης στο 60ό έτος και χωρίς όριο ηλικίας μετά από 40 χρόνια ασφάλισης ή 12.000 ημερομίσθια
- Επανεξέταση του καθεστώτος των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων
- Αύξηση στα όρια συνταξιοδότησης για γυναίκες με παιδιά
- Ισχύς μεταβατικής περιόδου μέχρι το 2007 και προσαύξηση ετησίως του συντάξιμου χρόνου κατά 6 μήνες
- Το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης, ύστερα από 35 χρόνια ασφάλισης ή 10.500 ημέρες εργασίας, μειώνεται στο 60% για την κύρια και 20% για την επικουρική
- Ο υπολογισμός της σύνταξης γίνεται επί του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών των 10 τελευταίων ετών
- Η τριμερής χρηματοδότηση δεν αφορά τους πριν του 1993 ασφαλισμένους
- Μειώνονται οι κατώτερες συντάξεις και συνδέονται με εισοδηματικά κριτήρια, αντίστοιχα με το ΕΚΑΣ
- Δημιουργία 8 ταμείων κύριας ασφάλισης (ΙΚΑ, δημόσιο, ΟΑΕΕ, αγρότες, ΔΕΚΟ, τράπεζες, επιστήμονες, δημοσιογράφοι), κατάργηση των σημερινών επικουρικών ταμείων και υπαγωγή των ασφαλισμένων τους για επικούρηση στα παραπάνω ταμεία κύριας ασφάλισης
- Ειδικότερα για τις τράπεζες προτεινόταν η υπαγωγή των τραπεζικών για κύρια και επικουρική ασφάλιση στο ΙΚΑ και ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, είτε στη δημιουργία ενιαίου ταμείου (κύρια και επικουρική)