Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Νίκος Χριστοδουλάκης καταθέτει σήμερα στην Εθνική Αντιπροσωπεία το τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού του 2002.
Ο προϋπολογισμός αυτός είναι ο δεύτερος προϋπολογισμός της χώρας μετά την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση και ο πρώτος ο οποίος συντάσσεται αποκλειστικά σε ευρώ, το οποίο από 1/1/2002 θα αποτελεί το επίσημο νόμισμα της χώρας και θα κυκλοφορεί και σε φυσική μορφή.
Ο προϋπολογισμός του 2002 υπηρετεί τους ταυτόχρονους στόχους της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Αναδεικνύει επίσης και τους άλλους - παράλληλους στόχους ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, της περιφερειακής σύγκλισης και της δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος.
Η βελτίωση των μακροοικονομικών κυρίως μεγεθών της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια συνετέλεσε στην επίτευξη των βασικών στόχων της δημοσιονομικής πολιτικής και κατά το τρέχον έτος.
Με τον προϋπολογισμό του 2001 επιτυγχάνονται τα εξής:
Παράλληλα, σε μεσοπρόθεσμη βάση, επιδιώχθηκε η ικανοποίηση μιας σειράς κοινωνικών και αναπτυξιακών στόχων μέσω της αναδιάρθρωσης των εσόδων και των δαπανών, που αποσκοπούσαν:
Τα βασικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού το 2001 διαμορφώνονται σε επίπεδα λίγο χαμηλότερα από τα αρχικώς προβλεφθέντα. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στο δυσμενές διεθνές περιβάλλον που επικράτησε το τρέχον έτος και στην επιπλέον αβεβαιότητα που δημιούργησαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ειδικότερα:
Η εξέλιξη των εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού (ΤΠ) για το έτος 2001 εμφανίζεται θετική. Με βάση τα διαθέσιμα προσωρινά στοιχεία, εκτιμάται ότι στο τέλος του έτους τα συνολικά έσοδα του ΤΠ θα ανέλθουν στα 36.684 εκατ. ευρώ, δηλαδή 293 εκατ. ευρώ κάτω από το στόχο που είχε τεθεί με τον προϋπολογισμό. Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, τα έσοδα παρουσιάζουν αύξηση 7,1%.
Υπογραμμίζεται ότι η θετική πορεία των εσόδων δεν προέρχεται από αύξηση των υφιστάμενων φόρων ή την επιβολή νέων. Αντίθετα, το έτος 2001, όπως και τα έτη 2000 και 1999 θεσμοθετήθηκαν και ίσχυσαν πολλές και σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις. Η επίτευξη του στόχου των εσόδων είναι κυρίως αποτέλεσμα του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και της συστηματικής προσπάθειας που καταβάλλεται τα τελευταία χρόνια για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και τη βελτίωση του φορολογικού συστήματος της χώρας.
Οι δαπάνες του ΤΠ εκτιμάται ότι θα σημειώσουν έναντι των αρχικών προβλέψεων υπέρβαση της τάξης των 16 εκατ. ευρώ.
Οι πρωτογενείς δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν με ρυθμό ίσο με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ (7,4%). Ο ρυθμός αυτός μεταβολής των πρωτογενών δαπανών σημαίνει ότι ως μερίδιο του ΑΕΠ δεν υπάρχει καμία απολύτως επέκταση των δαπανών λειτουργίας του κράτους.
Τόσο τα έσοδα όσο και οι δαπάνες του ΠΔΕ θα διαμορφωθούν στο ύψος των αρχικών προβλέψεων.
Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης των τελικών μεγεθών του προϋπολογισμού του 2002 ελήφθησαν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Ελήφθησαν υπόψη επίσης οι παρατηρήσεις των μελών της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, στην οποία είχε κατατεθεί προσχέδιο του Προϋπολογισμού σύμφωνα με τις νέες συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 79 παρ. 3 του Συντάγματος).
Με τον προϋπολογισμό του 2002 επιδιώκεται η δημοσιονομική σταθερότητα, η επίτευξη σημαντικών ρυθμών ανάπτυξης και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Πιο συγκεκριμένα επιδιώκεται:
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού του 2002 προέρχεται αποκλειστικά από το ΠΔΕ. Ο τακτικός προϋπολογισμός, αντίθετα, εμφανίζει πλεόνασμα της τάξης των 816 εκατ. ευρώ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την αναπτυξιακή του διάσταση.
Ο προϋπολογισμός του 2002 ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας και ενσωματώνει στα μεγέθη του όλες τις δεσμεύσεις για την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης.
Δίνει ένα σαφέστατο μήνυμα για δημοσιονομική σταθερότητα, διαρθρωτικές αλλαγές και φορολογική αποτελεσματικότητα.
Πέραν των βελτιώσεων των μεγεθών του σε μακροοικονομικό επίπεδο, ο προϋπολογισμός του 2002 προωθεί συγκεκριμένους κοινωνικούς και αναπτυξιακούς στόχους, όπως:
Αναλυτικότερα:
Τα συνολικά έσοδα του ΤΠ για το 2002 προβλέπεται να αυξηθούν κατά 6,1% και τα μη φορολογικά έσοδα κατά 6,3%. Τα καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι από το έτος 2002 οι επιστροφές φόρων θα εμφανίζονται ως αφαιρετικά στοιχεία των εσόδων, θα διαμορφωθούν στο ποσό των 37.453 εκατ. ευρώ (αύξηση 4,8%).
Η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων το επόμενο έτος στηρίζεται κυρίως στην αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ και στη συνεχώς βελτιούμενη λειτουργία των φοροτεχνικών υπηρεσιών.
Για το 2002, κρίθηκε αναγκαίο να εφαρμοσθούν ορισμένα πρόσθετα μέτρα φορολογικής πολιτικής. Στόχος των νέων αυτών μεταβολών είναι:
Οι σημαντικότερες από τις μεταβολές αυτές αναφέρονται σε:
α) Αλλαγή της φορολογικής κλίμακας με αύξηση του αφορολόγητου ορίου για όλους τους φορολογούμενους κατά 20%, αλλά και την κατάργηση του κατώτερου συντελεστή 5% για τους μισθωτούς.
β) Μείωση του συντελεστή φορολόγησης των ΑΕ και ΕΠΕ έως και 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις θα αυξήσουν ανάλογα το προσωπικό που απασχολούν.
γ) Φορολόγηση των αποδόσεων των ρέπος με συντελεστή 7%.
δ) Μείωση της φορολογίας του μαζούτ κατά 50%.
ε) Κατάργηση τελών χαρτοσήμου στους μισθούς για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις (0,6% και 0,6% αντίστοιχα).
στ) Κατάργηση τελών χαρτοσήμου στις δηλώσεις έναρξης ή μεταβολής της επαγγελματικής δραστηριότητας, στις συναλλαγματικές, τα γραμμάτια, καθώς και τις υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/86.
Εντός του 2002 θα αποφασισθεί επίσης και μια άλλη σειρά ουσιαστικών και εκτεταμένων προσαρμογών στο ισχύον φορολογικό σύστημα. Οι νέες προσαρμογές αυτές θα ισχύσουν σταδιακά από το 2003.
Οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες του ΤΠ αυξάνονται κατά 5,6%, με ρυθμό δηλαδή σημαντικά χαμηλότερο από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (6,9%).
Οι συνολικές δαπάνες για αποδοχές προσωπικού αυξάνονται κατά 6,8%. Με την αύξηση αυτή θα καλυφθεί η εισοδηματική πολιτική για το 2002, η φυσιολογική μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού, η αύξηση ή η χορήγηση νέων επιδομάτων, η επιβάρυνση από νέους διορισμούς και μετατάξεις κυρίως στους τομείς της παιδείας, υγείας, δημόσιας ασφάλειας κ.λ.π. Η αύξηση των δαπανών για συντάξεις είναι 4,9%, σημαντικά ανώτερη του πληθωρισμού.
Οι καταναλωτικές δαπάνες μειώνονται κατά 0,8%. Οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης κοινωνικής πολιτικής, αυξάνονται κατά 6,8%. Συμπεριλαμβάνονται οι χρηματοδοτήσεις των ταμείων ασφάλισης εργαζομένων ΟΤΕ και ΔΕΗ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις.
Στον προϋπολογισμό του 2002 περιλαμβάνονται οι απαραίτητες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής, όπως:
Η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους αποκλιμακώνεται περαιτέρω και προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 97,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2002.
Το ύψος των τόκων εκτιμάται ότι στο τέλος του 2002 θα διαμορφωθεί στο 6,4% του ΑΕΠ, έναντι 7,4% το 2001 και 8,2% το 2000. Η μείωση αυτή είναι αποτέλεσμα της αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος, της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων και της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) είναι αυξημένες έναντι του 2001 κατά 9,7%, περίπου 3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ (6,9%).
Τα έσοδα του ΠΔΕ από την Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανίζονται αυξημένα κατά 6,2% σε σύγκριση με το 2001.
Σημαντικό τμήμα του ΠΔΕ αφορά τη δημιουργία υποδομών που σχετίζονται και με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων σε διάφορες περιφέρειες της χώρας. Επίσης, σημαντικά κονδύλια θα διατεθούν για την εκπαίδευση - κατάρτιση, τη γεωργία και την υλοποίηση νομαρχιακών και περιφερειακών έργων.