Σάββατο 22 Ιούνη 2019 - Κυριακή 23 Ιούνη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 37
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
«Ο Καββαδίας έχει περάσει σε τρεις γενιές, όχι ως έργο μνήμης αλλά ως δικό τους»

Συνέντευξη με τον συνθέτη για τη συναυλία του στο Ηρώδειο το ερχόμενο Σάββατο

Ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον Θάνο Μικρούτσικο με αφορμή τη μοναδική του συναυλία για το φετινό καλοκαίρι, το Σάββατο 29 Ιούνη στο Ηρώδειο. Μαζί του στη σκηνή θα βρίσκονται οι εξαίρετοι μουσικοί Θοδωρής Οικονόμου, Μάξιμος Δράκος (πιάνο) και Θύμιος Παπαδόπουλος (πνευστά) και οι ερμηνευτές Ρίτα Αντωνοπούλου, Κώστας Θωμαΐδης και Χρήστος Θηβαίος.

Μας υποδέχτηκε σπίτι του και μιλήσαμε για πολλά. Για τον Καββαδία και γιατί θεωρεί τη συγκεκριμένη μελοποίηση ως την αιχμή της τραγουδοποιίας του, για τη μορφή με την οποία θα παρουσιαστούν τα τραγούδια στο Ηρώδειο, αλλά και για την απόφασή του να στηρίξει το ΚΚΕ ως υποψήφιος βουλευτής.

***

-- Πώς ήρθε στη ζωή σας ο Νίκος Καββαδίας - και κατά συνέπεια και στη δική μας;

-- Τον Καββαδία τον πρωτοσυνάντησα 4 - 5 χρόνων. Ο πατέρας μου, τα βράδια σε μια μεγάλη κουζίνα όπου έτρωγε η ευρύτερη οικογένεια, τις μισές μέρες μάς έλεγε ιστορίες για την Κατοχή και τους Γερμανούς, βλέπεις ήταν ακόμα νωπά τα γεγονότα... Και τις υπόλοιπες μέρες μάς απήγγελλε ποίηση. Ετσι, ανάμεσα στους ποιητές ήρθε και το «Μαραμπού». Αυτή ήταν η πρώτη επαφή.

Η δεύτερη επαφή ήταν το '62, όταν ήρθαμε στην Αθήνα και ήμουν πια έφηβος. Καθόμουν στο πιάνο και μελοποίησα 3 - 4 ποιήματα του Καββαδία. Ηταν πολύ πρωτόλεια, δεν υπάρχουν ούτε στο χαρτί.

Η τρίτη «και φαρμακερή» ήταν όταν μου έγινε πρόταση από τον σκηνοθέτη Τάσο Ψαρρά και τον παραγωγό Γιώργο Παπαλιό να γράψω μουσική για ένα σίριαλ που γυριζόταν τότε για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης. Είπα ναι. Κάποια στιγμή ρώτησα τον Τάσο «Τραγούδια θέλετε να υπάρχουν;». Θυμάμαι την απάντησή του: «Γιατί όχι; Στίχους έχεις να μου προτείνεις;» «Να προτείνω εγώ τον Καββαδία;» «Γιατί όχι;» Και με τα «γιατί όχι» του Τ. Ψαρά γεννήθηκαν τα πρώτα 7 τραγούδια σε ποίηση Καββαδία, που παρουσιάστηκαν στο σίριαλ «Πορεία 090».

Το '78 - '79 είχα φτιάξει άλλα 4 τραγούδια και πήγα στον ιδιοκτήτη της «Λύρα», τον Αλέκο Πατσιφά. «Τι τον θες αυτόν; Ελάσσων ποιητής και με τόσες άγνωστες λέξεις...». «Οχι, θέλω να το κάνω», του απαντώ. «Κοίταξε, θα πουλήσουμε 2.000 δίσκους» - τότε αν έκανες πωλήσεις κάτω από 50.000 στραβομουτσούνιαζε η εταιρεία - «αλλά θα στο κάνω δώρο», μου λέει.

Ετσι, μπήκαμε στο στούντιο και βγήκε ο «Σταυρός του Νότου».

Για μένα είναι η αιχμή του δόρατος της τραγουδοποιίας μου. Είναι ένα έργο που έχει περάσει με ένταση σε τρεις γενιές και πάμε για την τέταρτη, όχι όμως ως έργο μνήμης, αλλά το ζουν ως δικό τους έργο. Είναι δύσκολο να το βρεις.

-- Τι είναι αυτό που σας κάνει να το προσεγγίζετε ξανά; Μέσα σ' αυτές τις δεκαετίες επανέρχεστε...

-- Αυτό το έργο, αν όχι από την αρχή σίγουρα από το 1981 και μετά, άρχιζε να αλλάζει. Αυτό έγινε αβίαστα. Δεν είναι μια άλλη ενορχήστρωση. Υπάρχουν τραγούδια όπου αλλάζει η μελωδία από τον πυρήνα της αρχικής μελωδίας. Παράδειγμα η «Γυναίκα». Αμα δεις τη γραφή του '79, η μελωδία στην 3η και στην 4η στροφή είναι εντελώς διαφορετική. Και αυτό έγινε αβίαστα. Αλλο παράδειγμα: «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα». Η πρώτη γραφή είναι φαγκότο, πιάνο, φωνή, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Αλλάζει στις «Γραμμές των Οριζόντων» και πλέον είναι ένα ρυθμικό κομμάτι. Αλλάζει λοιπόν σε μερικά ο ρυθμός, σε άλλα ο αρμονικός σκελετός και τέλος μπαίνουν αυτοσχεδιασμοί φυσιολογικοί. Το έργο μεταβάλλεται στο χρόνο. Είναι η μοναδική τέτοια περίπτωση έργου μου.

-- Τώρα, στο Ηρώδειο, θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε την τελευταία σας προσέγγιση πάνω στον Καββαδία.

-- Τον περασμένο Δεκέμβρη στον Περισσό υλοποιήσαμε μια σκέψη που είχα για μια μορφή 3 φωνές, 3 πιάνα και τον Θύμιο στα πνευστά. Βέβαια, στον Περισσό ήταν μια πρώτη προσέγγιση, για εμάς πειραματική, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Την άρπαξα και έτσι, το Μάη, πραγματοποιήθηκαν οι δύο αυτές συναυλίες στο Μέγαρο.

Συνέβη το εξής φοβερό: Παίζω αυτό το έργο με 3 πιάνα, πολύ δεξιοτεχνικά, σε πολύ αρτίστικο επίπεδο. Ο κόσμος σιωπούσε βλέποντας 3 πιανίστες άλλοτε να παίζουν σαν ένα πιάνο και άλλοτε να αυτοσχεδιάζουν. Στην τέχνη το αρτίστικο δεν συνοδεύεται σχεδόν ποτέ από μια τερατώδη συγκίνηση στο τέλος... Μιλώντας με τον Μάνο Χατζιδάκι το 1980, μου είχε πει: «Ξέρεις, εγώ γνώρισα την αποθέωση με το "Γαρίφαλο στ' αυτί" και άλλα τραγούδια, κυρίως από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Θα ήθελα αυτήν την αποθέωση να την είχα γνωρίσει με τον "Μεγάλο Ερωτικό". Αυτό όμως είναι σε ένα πιο κλειστό σύμπαν, που και τη συγκίνηση στο τέλος την κουβαλάνε σπίτι τους. Δεν μου τη δίνουν εμένα». Είμαι λοιπόν πολύ τυχερός που ένα «αρτίστικ» έργο δημιούργησε τέτοια συγκίνηση.

-- Και ο Καββαδίας ως ποιητής;

-- Ο Καββαδίας με το «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία», ερμηνευόμενο ως «κατάκτησε το αδύνατο», έχει ένα διαχρονικά πολιτικό μήνυμα, πολύ πιο σημαντικό από άλλα επικαιρικά.

Είναι θαλασσινός ποιητής. Μιλάει για τους ναυτικούς, τα λιμάνια, τις γυναίκες, το ταξίδι. Αλλά πώς μιλά για το ταξίδι; Οπως ο μεγάλος Τζέιμς Τζόις. Στη «Βάρδια» ένας ναυτικός από τη Σύρο, 18 χρόνων, μπαρκάρει γιατί πέθανε ο πατέρας του και έχει να θρέψει τη χήρα και 3 - 4 κουτσούβελα. Μπαρκάρει για καθαρά βιοποριστικούς λόγους. Δέκα χρόνια μετά, αυτός είναι στον Πειραιά και περιμένει το επόμενο μπάρκο, που αργεί. Και λέει μεθυσμένος: «Πού είναι αυτό το άτιμο; Γιατί 'μαι δω κολλημένος; Εγώ θέλω να δω το φανάρι του Αλ Σαλάχ τη νύχτα και μετά να ξαναδώ τον Σταυρό του Νότου πάνω να με φωτίζει». Δεν είπε «γιατί πρέπει να στείλω λεφτά στη μάνα μου». Και καταλήγει ο Καββαδίας: Δηλαδή τα καράβια τα πάμε ή μας πάνε; Μας πάνε τα καράβια! Αυτή είναι η άλλη έννοια του ταξιδιού.

Είναι μεγάλος ποιητής, γιατί όπως είπα και στο Επιστημονικό Συνέδριο του ΚΚΕ στον Περισσό, αυτό που ξεχωρίζει έναν μεγάλο από έναν απλώς καλό ποιητή είναι - νομίζω - τρία πράγματα: Είναι άχρονος, άτοπος και φτιάχνει έναν ουμανιστικό κόσμο, πρωτότυπο, που δεν βρίσκεις εύκολα συγγενείς του.

Εγώ χαίρομαι που κατάφερα μέσα από τη μελοποίηση να ξεκλειδώσω τα «κρυμμένα» του.


Αλ. Π.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ