Για το συγκεκριμένο διάστημα μέχρι και τα τέλη του 2020, ο κεντρικός άξονας στην προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και επιχειρηματικών ομίλων αφορά την «ιεράρχηση των επενδυτικών αναγκών σε εθνικό επίπεδο», προκειμένου όπως τονίζεται «να χρησιμεύσουν για την ιεράρχηση της χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ στον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ ή στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2021 - 2027».
Πρόκειται για τις προτεραιότητες αιχμής με τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων της οικονομίας και της παραγωγής, σε συνδυασμό βέβαια με τις «υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές», δηλαδή με τη διατήρηση και την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων στην ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, η οποία θυμίζουμε ότι έχει ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς των «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών» (μαζί με την Ιταλία και την Κύπρο), μεταξύ άλλων «αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όλα αυτά σε συνθήκες υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας». Σε αυτό το φόντο, ειδικό βάρος δίνεται στην «τόνωση της παραγωγικότητας», ζήτημα που αναμένεται να εξειδικευτεί με νέες στοχευμένες παρεμβάσεις τόνωσης εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη διεθνή αγορά.
Αποκαλυπτική είναι η λίστα των «συστάσεων» που απευθύνει η Κομισιόν στην ελληνική κυβέρνηση με σειρά από παρεμβάσεις τόνωσης των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, που επίσης προσδοκούν τα κάθε είδους κονδύλια της ΕΕ, παράλληλα βέβαια με αυτά του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού.
Στις παρεμβάσεις που δρομολογούνται συγκαταλέγονται οι εξής:
Το εκπαιδευτικό σύστημα δηλαδή καλείται να υποταχθεί στις επενδυτικές προτεραιότητες και τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις λόγω ανεπαρκών πόρων, χαμηλής αυτονομίας, μειωμένων επιδόσεων σε βασικές δεξιότητες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών) και εμμενουσών αναντιστοιχιών σε δεξιότητες. Σε όλα τα επίπεδα, υπάρχει εν γένει έλλειψη λογοδοσίας και παρακολούθησης».
Παραπέρα, η Κομισιόν αναφέρεται στην ανάγκη «βελτίωσης των ενεργειακών υποδομών», σημειώνοντας ότι «η ανεπαρκής ανάπτυξη των υποδομών αυξάνει το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας». Ουσιαστικά πρόκειται για το παραπέρα ξεδίπλωμα της πολιτικής «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, με άξονα το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας στο κεφάλαιο και - όπως συμπληρώνουν - «η μεταρρύθμιση των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να επιδιώκει την αξιοποίηση αυτών των νέων δυνατοτήτων που προσφέρουν οι υποδομές».
Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του συστήματος μεταφορών, σημειώνεται ότι «το κόστος μεταφοράς εξακολουθεί να είναι υψηλό, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών, τα πρότυπα ασφαλείας και η διείσδυση των ευφυών συστημάτων μεταφορών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα», και επισημαίνεται πως «απαιτούνται νέες επενδύσεις για την αύξηση των πολυτροπικών μεταφορών και την προώθηση της περιφερειακής ολοκλήρωσης και της αστικής ανάπτυξης». Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το κόστος μεταφοράς εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από ό,τι σε ανταγωνιστικές χώρες».
Σημειώνεται ακόμα πως η ιδιωτικοποίηση 14 περιφερειακών αερολιμένων αναμένεται να στηρίξει την ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η ιδιωτικοποίηση του λιμένα της Θεσσαλονίκης «δημιουργεί την ευκαιρία να καταστεί η Βόρεια Ελλάδα μείζων κόμβος εφοδιαστικής και βιομηχανικός κόμβος για την εξυπηρέτηση των γειτονικών χωρών», ενώ για το σκοπό αυτόν απαιτούνται «στενός συντονισμός των νέων επενδύσεων στον λιμένα με άλλα επενδυτικά προγράμματα του δημόσιου τομέα (π.χ. τοπική οδική πρόσβαση) και εκσυγχρονισμός των διασυνοριακών σιδηροδρομικών συνδέσεων».
Στον σιδηροδρομικό τομέα, «η εφαρμογή της στρατηγικής για την εφοδιαστική αλυσίδα και η λειτουργία του εμπορευματικού συγκροτήματος Θριασίου Πεδίου δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και σημαντικών νέων επενδύσεων».
Βέβαια, οι θαλάσσιες μεταφορές βρίσκονται στο κάδρο των «γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων» που προσφέρονται προς αξιοποίηση από τα μονοπώλια: «Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ευρώπης, της Απω Ανατολής και της Αφρικής ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η γεωγραφική της θέση». Σ' αυτό το φόντο και με «το σημαντικό ύψος των ξένων επενδύσεων, οι λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης έχουν τη δυνατότητα να μετεξελιχθούν σε πύλες εισόδου στη Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη, εφόσον δημιουργηθούν αξιόπιστες σιδηροδρομικές συνδέσεις μεγάλων αποστάσεων και το σύστημα θαλάσσιων λιμένων της χώρας αναπτυχθεί περαιτέρω, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας», αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας, σημειώνεται ότι «εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, λόγω της χαμηλής πρόσβασης σε ευρυζωνικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας και των ψηφιακών δεξιοτήτων που βρίσκονται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ».
Επίσης, τονίζεται, «η επένδυση στην καινοτομία και στις δεξιότητες του πληθυσμού δεν επαρκεί για να προωθηθεί η αύξηση της παραγωγικότητας, η δε έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων στο σύνολο του πληθυσμού αποτελεί τροχοπέδη για την εξεύρεση εργασίας και εμποδίζει την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων».