Σάββατο 27 Απρίλη 2019 - Κυριακή 28 Απρίλη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
2019 ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι εξελίξεις στην Εκπαίδευση σε σχέση με την Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση και τις προτεραιότητες που θέτει το αστικό κράτος

Σχολεία σε κοντέινερ και άλλους ακατάλληλους χώρους είναι η εικόνα σε πολλούς δήμους
Σχολεία σε κοντέινερ και άλλους ακατάλληλους χώρους είναι η εικόνα σε πολλούς δήμους
Γεγονός αδιαμφισβήτητο στην πυκνή πολιτική χρονιά, των τεσσάρων εκλογικών αναμετρήσεων, είναι ότι η κεντρική γραμμή αντιπαράθεσης, πέρα από τις επιμέρους εξειδικεύσεις ανά τομέα παρέμβασης, όπως είναι η Εκπαίδευση, αφορά τους γενικούς στόχους της καπιταλιστικής ανάκαμψης, στις προτεραιότητες που θέτει το κεφάλαιο σε βάρος πάντα των δικαιωμάτων και των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών. Αυτή είναι η κεντρική γραμμή που διαπερνά, όχι με ταυτόσημο τρόπο ως προς τις προτεραιότητες, τις βουλευτικές, τοπικές - περιφερειακές εκλογές και ευρωεκλογές, επιβεβαιώνοντας όχι μόνο τον στρατηγικό χαρακτήρα των αναδιαρθρώσεων αλλά και τον ενιαίο χαρακτήρα του ταξικού, καπιταλιστικού κράτους, που επιμερίζει τομείς δράσης και ευθύνης παλεύοντας να υπηρετήσει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά, με τον κεντρικό ρόλο που κατέχει, τις αστικές ιεραρχήσεις.

Η μάχη των εκλογών στην Τοπική Διοίκηση δεν μπορεί να διεξάγεται γενικώς και αορίστως, αλλά πάνω στα συγκεκριμένα μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων (ανεργία, Παιδεία κ.λπ.).

Ετσι και η Τοπική - Περιφερειακή Διοίκηση αποτελεί συνέχεια του κράτους, υλοποιεί κεντρικές πολιτικές, έχοντας την πλεονεκτική θέση να είναι πρωτοβάθμιος - δευτεροβάθμιος αστικός θεσμός σε άμεση επαφή με τα λαϊκά στρώματα, τους εργαζόμενους, έχοντας διευρυμένο και αναβαθμισμένο ρόλο στην ενσωμάτωση - χειραγώγηση, στην αντιμετώπιση κοινωνικών κραδασμών, αναπτύσσοντας πολυεπίπεδη πολιτική, ιδεολογική, οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική ατζέντα των κυβερνήσεων διαχρονικά. Δεν είναι απλά αρωγοί στην υλοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής αλλά σε πολλές των περιπτώσεων πρωτοστατούν, πιέζουν για την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων και ασκούν κριτική ως προς την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι και η Εκπαίδευση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος υλοποίησης της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής

MotionTeam

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος υλοποίησης της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής
Είναι γεγονός ότι οι στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, διαχρονικά οι αστικές κυβερνήσεις, έχουν αναθέσει στην Τοπική Διοίκηση σημαντικό ρόλο στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και στο χώρο της Εκπαίδευσης. Η εμπλοκή αυτή αφορά όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης - Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια, Τριτοβάθμια - και ήδη υλοποιείται για το σύνολο των βαθμίδων, φυσικά με διαφοροποιήσεις στην ταχύτητα προώθησης. Για παράδειγμα, στο χώρο της Προσχολικής Αγωγής, με το προ 15ετίας πέρασμα της λειτουργίας των παιδικών σταθμών από την κεντρική διοίκηση στην ευθύνη των δήμων έχουμε ένα απτό παράδειγμα αυτών των αναδιαρθρώσεων σε επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών και τις συνέπειες να τις βιώνουν με ιδιαίτερη σφοδρότητα τα λαϊκά νοικοκυριά.

Η «Αποκέντρωση - Αυτοτέλεια» του εκπαιδευτικού συστήματος στρατηγικός στόχος του κεφαλαίου και το κυβερνητικό έργο

Κομβικό σημείο των αναδιαρθρώσεων στην Εκπαίδευση είναι η «αποκέντρωση - αυτονομία», με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση και το κράτος στους επόμενους αστικούς κρίκους. Αυτό, δηλαδή, σημαίνει ότι το κράτος σταδιακά απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παρέχει ισότιμα την εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, να χρηματοδοτεί με τον ίδιο τρόπο όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εξαρτώντας τη λειτουργία και τη χρηματοδότησή τους στους «ιδίους πόρους» του κάθε ιδρύματος, με αποτέλεσμα να βαθαίνει ακόμα παραπέρα η κατηγοριοποίηση των σχολείων, εντείνοντας τους ταξικούς φραγμούς, καθώς η δυνατότητα λειτουργίας, προσφοράς υπηρεσιών εξαρτάται από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των γονιών, πολλές φορές και από την εξεύρεση χορηγών.

Η διεθνής και ευρωπαϊκή πείρα, όπου έχουν υλοποιηθεί οι παραπάνω στοχεύσεις, αποδεικνύει ότι τα αποκεντρωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι πιο ευαίσθητα στις αξιώσεις και απαιτήσεις της αγοράς φέρνοντας τις επιχειρήσεις μέσα στην Εκπαίδευση, διαφοροποιώντας το σχολικό πρόγραμμα, κοστολογώντας το. Το αποτέλεσμα είναι οι προσφερόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας να συναρτάται με τον προϋπολογισμό της κάθε εκπαιδευτικής μονάδας.

Ενισχυτικά, οι κατά καιρούς εκθέσεις του ΟΟΣΑ τεκμηρίωναν και έκαναν συστάσεις για τον τρόπο υλοποίησής τους. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, που τις επικαλέστηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έμπαιναν κατά προτεραιότητα έξι σημεία: «Το πρώτο είναι ο ενιαίος χώρος Ερευνας και Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το δεύτερο είναι το ολοήμερο σχολείο. Το τρίτο τα οικονομικά της Εκπαίδευσης. Το τέταρτο τα κριτήρια και οι θεσμοί αξιολόγησης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Το πέμπτο η εκπαίδευση στελεχών της Εκπαίδευσης. Και το έκτο το πλαίσιο παιδαγωγικής αυτοδυναμίας των σχολικών μονάδων».

Φυσικά, οι εκθέσεις αυτές προσδιορίζουν, συγκεκριμενοποιώντας, τις πάγιες αξιώσεις του κεφαλαίου που επανήλθαν και διατυπώθηκαν στο 3ο μνημόνιο, το 2015, που υπέγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, αποδεικνύοντας ότι η ακηδεμόνευτη εθνική πολιτική που οραματίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων είναι απατηλή: «Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της Εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ (...) σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες (...) Μεταξύ άλλων, η επανεξέταση θα αξιολογήσει την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του "Νέου Σχολείου" (...) την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων, την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα (...) και θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ» (Ν. 4336 - σελ. 1026 - 1027).

Επομένως, οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης ότι δίνει τη μάχη ενάντια στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της ΝΔ, με την είσοδο ιδιωτών στην Εκπαίδευση και την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία της, είναι κάλπικοι, για να συντηρούν ένα πλαστό δίπολο και διαχωριστικές γραμμές που στην ουσία δεν υπάρχουν, υπηρετώντας την απρόσκοπτη υλοποίηση αυτών των στρατηγικών κατευθύνσεων που έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα και υπαγορεύονται από τις ίδιες τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας.

Βασικό στοιχείο της αστικής πολιτικής στην Εκπαίδευση η σταδιακή ιδιωτικοοικονομική λειτουργία της

Η «αποκέντρωση» αφορά σε κάθε επίπεδο λειτουργίας της Εκπαίδευσης. Στο κέντρο της δεσπόζει η λεγόμενη «λειτουργική και οικονομική αυτοδυναμία», δηλαδή, ο δραστικός περιορισμός των επιδοτήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία της, με την υποχρηματοδότηση, δηλαδή, δημιουργώντας τα αδιέξοδα και την αντικειμενική πίεση για ανεύρεση άλλων πηγών χρηματοδότησης.

Για παράδειγμα, ήδη από την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης η περικοπή των δαπανών του προϋπολογισμού προς όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες κινείται, συνολικά, στο 60%, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στις ανάγκες τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, π.χ. λόγω της παλαιότητας των κτιρίων των σχολείων σε συνδυασμό με την υποσυντήρησή τους να είναι πλέον άκρως επικίνδυνα για την ασφάλεια των παιδιών. Η εικόνα είναι ανάλογη σε όλους τους δήμους, δημιουργώντας τις υλικές προϋποθέσεις να νομιμοποιείται στη συνείδηση των εργαζομένων και των λαϊκών οικογενειών ότι μόνη διέξοδος είναι η αναζήτηση χορηγών ή η επιβάρυνση των ίδιων.

Σε αυτό το έδαφος είναι γενικευμένο το φαινόμενο, δημοτικές αρχές που με τη στάση τους διευκόλυναν την προώθηση αυτής της πολιτικής, αφού δεν αντιστάθηκαν ούτε αντιπάλεψαν τη χρόνια υποχρηματοδότηση, κάνοντας πλάτη με την ανοχή τους διαχρονικά σε όλες τις κυβερνήσεις, παίζουν συγκεκριμένο ρόλο στη διαχείριση αυτού του ασφυκτικού πλαισίου είτε προτρέποντας ανοιχτά στην αναζήτηση χορηγιών, είτε δηλώνοντας αδυναμία να καλύψουν τις ανάγκες νομιμοποιώντας αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο και σπρώχνοντας έμμεσα ή άμεσα την ευθύνη στη λαϊκή οικογένεια να αναζητήσει λύση.

Από κοντά στις δημοτικές αρχές, σε αγαστή συνεργασία, οι «ευεργέτες» μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων κάνουν φιλανθρωπικό έργο μέσα στα σχολεία. Οι διοικητικές αρχές, τοπικές παρατάξεις και το ίδιο το υπουργείο εξαίρουν την «προσφορά» των φιλεύσπλαχνων, καλώντας μάλιστα γονείς και εκπαιδευτικούς σαν επαίτες να αναζητήσουν τη λύση στην αγορά, σε όλους αυτούς που ευθύνονται για τα αδιέξοδα στην καθημερινότητά τους. Μακρύς ο κατάλογος των επιχειρήσεων που ήδη έχουν διαβεί την πόρτα των σχολείων, προσπαθώντας - πέρα από την ταμπέλα της «κοινωνικής ευαισθησίας» - να παρεισφρήσουν στην εκπαιδευτική διαδικασία: «Coca Cola», ΕΛΠΕ, Ιδρυμα Νιάρχος, ΤΙΤΑΝ, Εθνική Τράπεζα, Ιδρυμα Μποδοσάκη κ.ά.

Πέρα από τη συντήρηση των κτιρίων υπάρχει η μεγάλη πίτα της ανέγερσης νέων που πλέον, ως επί το πλείστον, γίνεται στο πλαίσιο των συμπράξεων μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων με την ανώνυμη πια εταιρεία ΚΤΥΠ ΑΕ. Στην πράξη, το Δημόσιο, για ορισμένα χρόνια (κατά κανόνα πέραν των 20) πληρώνει υπέρογκα ενοίκια στον μονοπωλιακό όμιλο για τη χρήση του σχολείου, σε περίπτωση φθοράς προβλέπεται η εταιρεία να απαιτήσει αποζημίωση από το Δημόσιο, κοστολογώντας η ίδια το ύψος του ποσού για την αποκατάστασή της, ενώ οι πάγιοι λογαριασμοί, το πετρέλαιο πληρώνονται από τη Σχολική Επιτροπή. Πέρα από το άμεσο οικονομικό όφελος, η εταιρεία έχει λόγο σε ό,τι αφορά όλη τη λειτουργία του σχολείου, δηλαδή για να κρεμάσεις έναν χάρτη στον τοίχο πρέπει να πάρεις άδεια από την εταιρεία.

Ο τρόπος αυτός στήριξης των ιδιωτών αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των σχολείων και μπορεί να εγκαινιάστηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όμως έχει συνέχεια με τη σημερινή, στη θητεία της οποίας υπογράφτηκαν 24 συμβάσεις για κατασκευή κτιρίων μέσω ΣΔΙΤ.

Για τις εξελίξεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Ο παραπάνω στρατηγικός σχεδιασμός για πιο «αυτόνομη - αποκεντρωμένη» λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, με τη συνδρομή της Τοπικής και Περιφερειακής Διοίκησης, υλοποιήθηκε με προτεραιότητα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως φυσικά ορίστηκε, από τις εκθέσεις ΟΟΣΑ, τα μνημόνια, τις δεσμεύσεις κυβέρνησης, μα πάνω απ' όλα από τις στρατηγικές αξιώσεις του κεφαλαίου. Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει πλούσιο νομοθετικό έργο στον τομέα αυτό κατακυρώνοντάς την ως άξιο συνεχιστή των προκατόχων της.

Η οικονομική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων με την άμεση πρόσδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς και των επιχειρήσεων είναι μια δεδομένη κατάσταση την τελευταία τουλάχιστον 25ετία. Βέβαια, κατά την καπιταλιστική κρίση με τα δικά τους δημοσιονομικά δεδομένα, και την υποχρηματοδότηση είναι προφανές ότι οι όροι εξάρτησης εντάθηκαν και επεκτάθηκαν.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο νομοθετικό έργο που αφορά στην Τ/Π Διοίκηση και τα πανεπιστήμια, ιεράρχησε και στήριξε με διακριτό τρόπο εκσυγχρονίζοντας και χρηματοτοδοτώντας τα Περιφερειακά Συμβούλια Ερευνας και Τεχνολογίας, υλοποιώντας την αναγκαία, καλύτερη και αμεσότερη εξειδίκευση των προτεραιοτήτων του κεφαλαίου σε περιφερειακό επίπεδο, εντάσσοντάς τις φυσικά στο γενικότερο ευρωπαϊκό και εθνικό σχεδιασμό, ώστε να είναι πιο αποτελεσματική και κερδοφόρα η επένδυση κονδυλίων, υπηρετώντας την καπιταλιστική κερδοφορία συνολικά.

Τα Συμβούλια αυτά απαρτίζονται από ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες και εκπροσώπους της Περιφερειακής Διοίκησης. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, αναφερόμενος στα Συμβούλια ΑΕΙ που συμμετέχουν στα Περιφερειακά, τόνισε πως έχουν στόχο την εξωστρέφεια, την αποκέντρωση και την αναπτυξιακή πορεία της περιοχής με βασική αναφορά στα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να στηριχτεί η ιδέα πως στην τοπική ανάπτυξη η Εκπαίδευση μπορεί να παίξει πρωτεύοντα ρόλο και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν συμβάλλουν στην τοπική οικονομία μόνο επειδή οι φοιτητές καταναλώνουν τοπικά. Με αυτόν τον τρόπο θα συμβάλουν στην ένταξη της Εκπαίδευσης στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, προωθώντας την καινοτομία, τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Εχουν συσταθεί Περιφερειακά Συμβούλια σε όλη τη χώρα, γεγονός που δείχνει την ταχύτητα με την οποία υλοποιείται η καλύτερη πρόσδεσή τους σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο ταυτόχρονα.

Επιπλέον, με τον πρόσφατο νόμο για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής στήθηκαν ταχύτατα τα διετή προγράμματα κατάρτισης, μια τεράστια αγορά πιστοποιήσεων, αρχικά για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ και με τάση επέκτασής τους, ώστε να γενικευτεί η μαζική κατάρτιση σε αυτό το επίπεδο ειδίκευσης, καθώς είναι αναγκαίο - με πιο μαζικούς όρους - αυτό το εργατικό δυναμικό. Στον νόμο για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής εγκρίθηκαν τα 6 πρώτα διετή προγράμματα κυρίως ναυτιλιακής κατεύθυνσης με την άμεση εμπλοκή των δήμων στις αντίστοιχες περιοχές και φυσικά, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τα διετή αυτά θα γενικευτούν συνδέοντας το περιεχόμενο της κατάρτισης με τους ίδιους τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υπηρετώντας με τον καλύτερο τρόπο τις προτεραιότητες του κεφαλαίου, αναδιαμορφώνει τον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης ως μια τεράστια αγορά πιστοποίησης, πτυχίων πολλών κατηγοριών αποσυνδεδεμένων από το επάγγελμα, με εργατικό δυναμικό πολλών ταχυτήτων ως προς την ειδίκευσή του αλλά και τις μισθολογικές του απολαβές. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρωτοστατεί η Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση, ανεξάρτητα από το πολιτικό κόμμα που μπορεί να υπηρετεί καθώς τα αστικά συμφέροντα, πέρα από επιμέρους διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχουν, ως συλλογικά συμφέροντα των καπιταλιστών ενιαία προωθούνται απ' όλα, ανεξαιρέτως, τα αστικά κόμματα και τους εκπροσώπους τους στην Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση.

Για την υλοποίηση των στοχεύσεων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Στην ίδια στρατηγική ρότα κινήθηκε η κυβέρνηση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, δίνοντας μάλιστα εκεί έμφαση και προτεραιότητα. Πιο συγκεκριμένα, την ιεράρχησε, σε σχέση με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, εντάσσοντάς την, στις ανάγκες προετοιμασίας τεχνικού επαγγελματικού προσωπικού χαμηλού επιπέδου ειδίκευσης μέσα από τα ΕΠΑΛ, σε συνάρτηση με τους κλάδους της οικονομίας που το απαιτούν και το έχουν ανάγκη. Ο τομέας αυτός συνδέεται αντικειμενικά πιο άμεσα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε κλαδικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η επέκταση της μαθητείας, που ήταν όρος με σαφήνεια διατυπωμένος στο 3ο μνημόνιο, και νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση ως έτος μαθητείας για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ. Επεκτάθηκε παραπέρα και εξειδικεύτηκε στον νόμο για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, με τη συγκρότηση Εθνικού Οργάνου που απαρτίζεται από τη Διοίκηση σε όλα τα επίπεδα - κεντρικό, περιφερειακό, τοπικό, επιχειρηματικούς φορείς, κοινωνικούς κ.ά. - και το οποίο οργανώνει και εποπτεύει τη μαθητεία.

Στο πλαίσιο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ), σύμφωνα με το Στρατηγικό Πλαίσιο που κατέθεσε το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα συσταθεί μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας. Στην Επιτροπή Συντονισμού πέρα από την Κεντρική Διοίκηση, τα υπουργεία, τους επιχειρηματικούς φορείς, συμμετέχει η Ενωση Περιφερειών Ελλάδας, αρμοδιότητα της οποίας είναι η υποβολή μελετών που αφορούν στο «αναπτυξιακό προφίλ» της Περιφέρειας, το εργατικό δυναμικό, τον προσδιορισμό των αναγκών σε δεξιότητες και επαγγέλματα της αγοράς εργασίας και ακολούθως αυτό θα καθορίζει τις ειδικότητες, με τον ανάλογο σχεδιασμό και την ανάπτυξη νέων Προγραμμάτων Σπουδών που να προετοιμάζουν κατάλληλα το εργατικό δυναμικό όχι μόνο στις αναγκαίες γνώσεις αλλά και την αναγκαία «επαγγελματική συνείδηση» με τους όρους, φυσικά, που επιβάλλει η καπιταλιστική επιχείρηση.

Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση εξειδικεύτηκαν οι παραπάνω στοχεύσεις στρατηγικής κατεύθυνσης που αφορούν την παραπέρα εμπλοκή της Τοπικής Διοίκησης στην εκπαιδευτική διαδικασία. Για παράδειγμα, στον νόμο «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης», στο άρθρο 12 για την αποστολή και τις αρμοδιότητες των Κέντρων Εκπαίδευση για την Αειφορία (ΚΕΑ), που έχουν ως βασική αποστολή τη διασύνδεση της εκπαιδευτικής κοινότητας και της τοπικής κοινωνίας, για τη διασφάλιση της αειφορικής διαχείρισης του περιβάλλοντος και την ανάδειξη βιώσιμων λύσεων στα τοπικά ζητήματα, οι λειτουργικές δαπάνες για τους χώρους λειτουργίας βαραίνουν τους οικείους δήμους. Ενώ στον ίδιο νόμο, που αναφέρεται στον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, γίνεται αναφορά στη συμμετοχή του Σχολικού Συμβουλίου που στην όλη διαδικασία καταθέτει προτάσεις. Βέβαια, δεν διευκρινίζεται ο βαθμός εμπλοκής τους, σε ποιο επίπεδο θα γνωμοδοτούν και εάν θα τους δοθεί η δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και αυτή η αναφορά ανοίγει δρόμο για τη στενότερη, αμεσότερη σύνδεση της Τοπικής Διοίκησης στα ζητήματα της σχολικής μονάδας.

Για το ζήτημα της θεσμοθέτησης της δίχρονης Προσχολικής Αγωγής, που κυριάρχησε τον προηγούμενο χρόνο, αποτυπώνονται με μεγαλύτερη ευκρίνεια τόσο η πολιτική βούληση της κυβέρνησης όσο και οι πάγιες αξιώσεις της ΚΕΔΕ να αναλάβουν οι δήμοι εξολοκλήρου και πιο διακριτά την ευθύνη της Προσχολικής αλλά και της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι αξιώσεις αυτές έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς στα Συνέδρια της ΚΕΔΕ, όπως το 2016 στη Θεσσαλονίκη, όπου μεταξύ άλλων αποφάσιζε και ζητούσε από την Κεντρική Διοίκηση να μεταφερθούν διοικητικά στην ευθύνη των δήμων τα νηπιαγωγεία. Τον επόμενο χρόνο απαίτησε από την κυβέρνηση, με αφορμή τη θεσμοθέτηση της δίχρονης Προσχολικής Αγωγής, να δίνεται η δυνατότητα επιλογής στον γονέα για το πού θα πάει το παιδί του, επιχειρηματολογώντας με όρους πελατείας, voucher και τι χασούρα θα έχουν οι παιδικοί σταθμοί από την απώλεια της προνηπιακής ηλικίας.

Το υπουργείο, από την πλευρά του, έστησε έναν πλαστό καβγά με τη διοίκηση, «τραβώντας» τους το αυτί μόνο όμως για επικοινωνιακές ανάγκες καθώς αποδείχτηκε το αντίθετο με την τροπολογία που κατέθεσαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δίνοντας στους δήμους το δικαίωμα της τελικής γνωμοδότησης εάν μπορεί ή όχι να υλοποιηθεί η δίχρονη Προσχολική Αγωγή στον δήμο ευθύνης τους. Εκ του αποτελέσματος μπορούμε να πούμε ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η ΚΕΔΕ μαλώνουν στον ίδιο αχυρώνα. Από τη μία η κυβέρνηση επικαλείται το κόστος για την υλοποίηση του μέτρου, ξεκαθαρίζοντας ότι είναι απίθανο να υλοποιηθεί καθολικά σε βάθος τριετίας, και οι δήμαρχοι ως εμπορική πίτα που μπορεί να τους αποφέρει έσοδα είτε από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τα voucher, είτε από την ίδια την ανταπόδοση λειτουργιών. Ετσι, λοιπόν, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές, καθώς υπάρχει κοινή συνισταμένη στη χάραξη και υλοποίηση της πολιτικής που είναι η ισοσκέλιση κόστους - οφέλους.

Ενίσχυση της «Λαϊκής Συσπείρωσης», των υποψηφίων που στηρίζει το ΚΚΕ σημαίνει δυνάμωμα των αγώνων

Η τοποθέτηση όλων των κομμάτων και των υποψηφίων τους στις επερχόμενες τοπικές εκλογές απέναντι στις αναδιαρθρώσεις στον τομέα της Εκπαίδευσης είναι ανάγκη να αποτελέσει κριτήριο ψήφου, διότι, αν και αποτελεί μια επιμέρους πλευρά της αστικής πολιτικής και στρατηγικής, αγγίζει έναν πολύ ευαίσθητο τομέα, αυτόν του μορφωτικού δικαιώματος των παιδιών της εργατικής τάξης, των λαϊκών οικογενειών.

Επειδή λοιπόν το νομοθετικό έργο της τωρινής κυβέρνησης, σε συνέχεια των προηγούμενων, βάλλει ευθέως ενάντια στο δικαίωμα των παιδιών για ουσιαστική μόρφωση, εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, κάνει το εκπαιδευτικό σύστημα ακόμα πιο ταξικό, προσδεδεμένο πιο αποτελεσματικά στις επιχειρηματικές ανάγκες και αξιώσεις, που το αποστραγγίζουν ακόμα παραπέρα από το όποιο μορφωτικό περιεχόμενο μπορεί να είχε, κάνοντάς το ακριβότερο για τη λαϊκή οικογένεια, φθηνότερο για το κράτος και λειτουργικότερο για τους επιχειρηματίες, η στάση του κάθε υποψηφίου, της κάθε παράταξης απέναντι σε αυτές τις στοχεύσεις είναι κριτήριο ψήφου.

Ποιοι, όλα τα προηγούμενα χρόνια, στάθηκαν εμπόδιο, αντιτάχτηκαν στις παραπάνω πολιτικές επιλογές; Ποιοι βρέθηκαν σε θέση μάχης και διεκδίκησης με πλαίσιο πάλης και αιτήματα που να ανταποκρίνονται στις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών σε κάθε βαθμίδα σε πλήρη αντίθεση με όλους αυτούς που τήρησαν στάση ανοχής, συνενοχής, νομιμοποίησης ή ακόμα παραπέρα σθεναρής υπεράσπισης των παραπάνω πολιτικών στοχεύσεων; Απερίφραστα, δηλώνουμε ότι σε αυτό το πλαίσιο, με αυτήν τη δέσμευση τάχθηκαν οι υποψήφιοι με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», υποψήφιοι και συνεργαζόμενοι που στηρίχθηκαν από το ΚΚΕ.

Αταλάντευτα απαίτησαν τον δημόσιο, δωρεάν χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος ως υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα των μαθητών και την ίδια στάση θα κρατήσουν απέναντι στη συνεχιζόμενη πολιτική που βήμα βήμα αποδιαρθρώνει τον εναπομείναντα δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της Εκπαίδευσης, ανταποκρινόμενη στις αξιώσεις του κεφαλαίου.

Αποκάλυψαν τις βαθύτερες στοχεύσεις και αντιπάλεψαν κάθε προσπάθεια μεταφοράς αρμοδιοτήτων, η οποία δεν έχει σταματήσει, από το κεντρικό κράτος προς την Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση, αποτελώντας όχημα για την παραπέρα εμπορευματοποίηση και την επέκταση της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας της με την επιβάρυνση των λαϊκών οικογενειών ή την ανεύρεση χορηγών, και απαίτησαν τη γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την κάλυψη όλων των αναγκών.

Οι εκλεγμένοι με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» ήταν στο πλευρό των αγωνιζόμενων μαθητών, αγροτών και εργατών, υπερασπιζόμενοι τα δίκαια αιτήματά τους, σε αντίθεση με τις δημοτικές αρχές που πρωτοστάτησαν στον αυταρχισμό, στην καταστολή και την ποινικοποίηση των αγώνων, όντας το «μακρύ χέρι» των κυβερνήσεων.

Υπερασπίστηκαν το αυτονόητο δικαίωμα των παιδιών προσχολικής ηλικίας να βρουν μια θέση σε παιδικό σταθμό, με μόνιμο προσωπικό, χωρίς επιβάρυνση, και στάθηκαν απέναντι στις αξιώσεις της ΚΕΔΕ να πάρουν οι δήμοι στην ευθύνη τους τα νηπιαγωγεία, υπολογίζοντάς τα ως πηγή εσόδου, αλλά και απέναντι στην έωλη θεσμοθέτηση της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εβαλαν στο επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες για φοίτηση σε δομές δημόσιες και δωρεάν όλων των παιδιών αυτής της ηλικίας, ως σύγχρονη ανάγκη και δικαίωμα.

Οι επερχόμενες εκλογές να αποτελέσουν ένα βήμα για να εκφράσει η εργατική τάξη την εναντίωσή της απέναντι σε αυτούς τους σχεδιασμούς ενισχύοντας τα ψηφοδέλτια της «Λαϊκής Συσπείρωσης», για να δυναμώσει τη δική της φωνή και να κάνει πιο αποτελεσματικό τον αγώνα της απέναντι στις αστικές στοχεύσεις, βάζοντας στο επίκεντρο της πάλης και της διεκδίκησης τις διαρκώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες όπως αυτές προκύπτουν από την ίδια την πρόοδο και την εξέλιξη της κοινωνίας, αντιπαλεύοντας όλους αυτούς, την αστική τάξη πρωτίστως, και τους πολιτικούς της εκφραστές που σχεδιάζουν και υλοποιούν κόντρα σε αυτές τις ανάγκες υπηρετώντας τις προτεραιότητες του κεφαλαίου.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ