Τη στιγμή που η ανεργία, παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης και τις αλχημείες της επίσημης στατιστικής, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι είναι ουσιαστικά απροστάτευτοι. Το ύψος του επιδόματος και η διάρκεια καταβολής του δεν καλύπτουν τις ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανέργου και της οικογένειάς του. Τα «προγράμματα απασχόλησης» περιλαμβάνουν κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας με ημερομηνία λήξης για τους «ωφελούμενους», προσφέροντας πάμφθηνη εργατική δύναμη και άλλα «κίνητρα» στις επιχειρήσεις, αλλά και αυξανόμενες «δεσμεύσεις» των εγγεγραμμένων ανέργων στα μητρώα του Οργανισμού. Τα παραπάνω αποτελούν τις βασικές όψεις του «προσώπου» της αντιλαϊκής πολιτικής που αντικρίζουν οι άνεργοι. Ενός «προσώπου» που γίνεται όλο και πιο αποκρουστικό, με τις προωθούμενες «αναδιοργανώσεις» στα πρότυπα των πιο «προωθημένων» αντεργατικών πρακτικών στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της ΕΕ.
Η προστασία των ανέργων, η επιδότησή τους, η οποία μάλιστα δεν ήταν ποτέ επαρκής και αφορά μόνο ένα μικρό ποσοστό τους, μπαίνει στο στόχαστρο, δαιμονοποιείται ως «γραφειοκρατική επιδοματική πολιτική», απέναντι στην οποία προτάσσονται οι «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», η ακόμα μεγαλύτερη και άμεση προσαρμογή του ΟΑΕΔ στις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου.
Το πρόγραμμα του «επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου» του ΟΑΕΔ ξεκίνησε το 2012, ως ένα έργο που υλοποιούνταν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης μιας σειράς χωρών της ΕΕ.
Η υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος συμπεριλήφθηκε στις «μνημονιακές υποχρεώσεις» του 3ου μνημονίου.
Στο πλαίσιο των «διαρθρωτικών πολιτικών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης», η αναδιοργάνωση του ΟΑΕΔ είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ενίσχυσης της ικανότητας της κυβέρνησης και του υπουργείου Εργασίας «να πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής πρόνοιας και ενεργητικές πολιτικές αγοράς εργασίας».
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΑΕΔ έχει στόχο να γενικευτεί η εφαρμογή της μεθοδολογίας για την καταγραφή του προφίλ, η τμηματοποίηση και κατηγοριοποίηση των ανέργων (profiling), την οποία ήδη εφαρμόζει πιλοτικά.
Πρόκειται για μεθοδολογία που κατατάσσει τους ανέργους σε κατηγορίες με βάση τα ατομικά τους χαρακτηριστικά. Σε κάθε κατηγορία «θα αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο μενού υπηρεσιών», διαφοροποιημένο «ως προς το είδος και την ένταση των παρεχόμενων υπηρεσιών και ως προς τα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης».
Το «νέο μοντέλο» προβλέπει τη συνεργασία του ανέργου με τον «εργασιακό σύμβουλο» για την κατάρτιση «Ατομικού Σχεδίου Δράσης». Το «Σχέδιο» μπορεί να περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε προγράμματα συμβουλευτικής, κατάρτισης, «απόκτησης εργασιακής εμπειρίας», ενώ «επικαιροποιείται» στην περίπτωση που παρέλθουν 18 μήνες χωρίς ο άνεργος να βρει δουλειά.
Με κριτήριο την αποτελεσματικότερη ανταπόκριση στις ανάγκες των επιχειρήσεων, κυβέρνηση και ΟΑΕΔ επανεξετάζουν την υλοποίηση των «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης» (ΕΠΑ), με στόχο να διαμορφώσουν «ένα "ανοικτό πλαίσιο", σύμφωνα με τις προσεγγίσεις πολιτικής της ΕΕ, που παρέχει σταθερά επιλογές στους ανέργους ανάλογα με το προφίλ και τις ανάγκες τους». Μάλιστα, το «Στρατηγικό Πλαίσιο για τον Ανασχεδιασμό των Ενεργητικών Πολιτικών Απασχόλησης» του υπουργείου Εργασίας ξεκαθαρίζει πως «αν χρειαστεί θα ενισχυθεί η γεωγραφική τους κινητικότητα (σ.σ. των ανέργων) σε διαφορετικό τόπο - Περιφέρεια από τον τόπο κατοικίας τους, μέσω και της καταβολής επιδόματος μετεγκατάστασης για τη συμμετοχή τους σε διαθέσιμη ενεργητική πολιτική απασχόλησης».
Το εργασιακό τοπίο που διαμορφώνουν για τους ανέργους κυβερνήσεις και ΕΕ είναι γνωστό και αποτυπωμένο στα προγράμματα που ήδη εφαρμόζονται: Οι χιλιάδες άνεργοι που δουλεύουν προσωρινά μέσα από αυτά αμείβονται στα όρια του βασικού μισθού, μένουν συχνά απλήρωτοι, εκτίθενται σε επαγγελματικούς κινδύνους χωρίς μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας τους, ενώ μετά από το ολιγόμηνο «διάλειμμα» επιστρέφουν στις ουρές της ανεργίας.
Αναλλοίωτες σε «παλιά» και «νέα» μοντέλα, σε «αριστερές» και «δεξιές» κυβερνήσεις, παραμένουν οι παροχές - ψίχουλα για τους ανέργους.
Το επίδομα για τους εργαζόμενους που δούλευαν με πλήρη απασχόληση πριν βρεθούν στην ανεργία αντιστοιχεί στο 55% του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Η τεράστια μείωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, που νομοθετήθηκε το 2012, συμπαρέσυρε το μηνιαίο επίδομα ανεργίας προς τα κάτω, ενώ η πρόσφατη πολυδιαφημισμένη «αύξηση» του κατώτατου μισθού πρόσθεσε μόλις 40 ευρώ στο μηνιαίο επίδομα με το οποίο καλούνται οι άνεργοι να επιβιώσουν.
Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι άνεργοι που λαμβάνουν έστω και αυτό το επίδομα των 400 - πλέον - ευρώ είναι ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων στα μητρώα του Οργανισμού.
Ενώ οι παροχές για τους ανέργους μένουν καθηλωμένες σε πολύ χαμηλά επίπεδα, το «καθηκοντολόγιο» και οι «υποχρεώσεις» τους αυξάνονται, προσθέτοντας έναν επιπλέον μοχλό στον μηχανισμό αξιοποίησής τους ως φτηνό εργατικό δυναμικό, στο όνομα της «επανένταξης» στην αγορά εργασίας.
Για παράδειγμα, η υποχρέωση του εγγεγραμμένου ανέργου να συναινεί σε «κατάλληλες θέσεις εργασίας» συναρτά την «καταλληλότητα» μιας θέσης εργασίας με τη διάρκεια της ανεργίας: Οσο οι μήνες της ανεργίας αυξάνονται, τόσο ο πήχης κατεβαίνει, επιβάλλοντας στον άνεργο την αποδοχή θέσεων εργασίας με χειρότερους όρους αμοιβής.
Αντίστοιχα, η υποχρέωση του εγγεγραμμένου ανέργου να «αναζητεί ενεργά εργασία» συμπεριλαμβάνει την επαφή του με «ιδιωτικό γραφείο ευρέσεως εργασίας». Πρόκειται για τα σύγχρονα «δουλεμπορικά», που λειτουργούν ως μεσάζοντες και «νοικιάζουν» εργαζόμενους σε επιχειρήσεις, διαφημίζοντας τον «υψηλό βαθμό ευελιξίας» που παρέχουν στους πελάτες τους, μειώνοντας παράλληλα το «κόστος» των εργαζομένων.
Ο προσδιορισμός μιας σειράς «υποχρεώσεων» και «καθηκόντων» των ανέργων αποτελεί βήμα στην κατεύθυνση της εισαγωγής και επιβολής «ποινών», μέσα από τις οποίες ο ΟΑΕΔ θα αξιοποιείται συνολικότερα ως μηχανισμός περικοπής επιδομάτων και παροχών.
Χαρακτηριστικά για την προσπάθεια αυτή είναι όσα προβλέπονται για τους άνεργους δικαιούχους του «Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης» (ΚΕΑ). Η ένταξη στο ΚΕΑ, εκτός από τη χορήγηση ενός χρηματικού βοηθήματος και ορισμένων προνοιακών παροχών, περιλαμβάνει «υπηρεσίες ενεργοποίησης» των δικαιούχων για την «ένταξη ή επανένταξή τους στην αγορά εργασίας», όπως η συμμετοχή σε προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας», επαγγελματικής κατάρτισης και «απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας».
Οι άνεργοι δικαιούχοι του ΚΕΑ υποχρεούνται «να επισκέπτονται όποτε κληθούν» τις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ, «να συνεργάζονται με τους εργασιακούς συμβούλους για την παροχή υπηρεσιών εξατομικευμένης προσέγγισης», «να αποδέχονται κάθε προτεινόμενη κατάλληλη θέση εργασίας», καθώς και «τη συμμετοχή σε κάθε δράση προώθησης στην εργασία, όπως δράσεις επαγγελματικής κατάρτισης, συμβουλευτικής και επιχειρηματικότητας». Η άρνηση να εκπληρώσουν τις «υποχρεώσεις» αυτές «επιφέρει τη διακοπή της καταβολής της εισοδηματικής τους ενίσχυσης».