Κυριακή 18 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Κατάρα στους προδότες»

Παπαγεωργίου Βασίλης

Τα πεύκα της αυλής μας τραγουδούσαν με το πέρασμα του αγέρα ανάμεσα απ' τα κλαδιά τους και τα μικρά πουλιά τρύπωναν στους φράχτες και τα ξερόκλαδα των θάμνων.

Από μακριά φάνηκε η παράξενη μορφή ενός γέρου καβάλα σ' ένα γαϊδαράκο ανάποδα, με το πρόσωπό του να βλέπει την ουρά του ζώου. Οταν πλησίασε αρκετά, βγήκε ο πατέρα μου απ' το ραφτάδικό του κι αναγνωρίζοντάς τον, έτρεξε να τον καλωσορίσει και να τον βοηθήσει να κατέβει απ' το ζώο. Απ' τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα και το πονεμένο πρόσωπό του αχνά γέλασε, ενώ χάιδευε το γαϊδαράκο, που τον έφερε στο δικό μας το χωριό. Του 'χε πεθάνει πολύ κοντά ένα παλικάρι του και λέγαν πως του σάλεψε ο νους. Εκατσε κάτω απ' τη μουριά και με την ίσκα του τσακμακιού του άναψε τσιγάρο. Η σκιά που έπεφτε στο γέρο -κόντευε μεσημέρι- τον έκανε να κοιμηθεί ακουμπώντας τη ράχη του στο δέντρο.

Εμείς τα παιδιά παίζαμε στους σκονισμένους δρόμους, κυνηγώντας τις μεγάλες πεταλούδες. Ανεβαίναμε στη ράχη του κριαριού κι αυτό μας πήγαινε λίγο, μέχρι να μας ρίξει κάτω και να μας κουτουλήσει με τα στριφογυριστά του κέρατα.

Μέχρι να ξυπνήσει ο γέρος, ο πατέρας μάς είχε στείλει κιόλας στο Μονοπώλιο, να γεμίσουμε τα δισάκια του με χοντρό αλάτι. Σε λίγο ξύπνησε απ' το γκάρισμα του γαϊδουριού κι η μάνα μας έτρεξε και του 'δωσε νερό κι ένα πιάτο με ψωμί, τυρί κι ελιές. Τα μάτια του δε βλέπαν καλά, γιατί ήμασταν μαζεμένοι γύρω του εμείς τα παιδιά και δε μας πρόσεχε, συμπεριφέρονταν σαν να 'ταν μόνος του. Ακουσα τη φωνή της μάνας μου που 'λεγε. «Δε θα τ' αντέξει ο γέρος αυτό το χτύπημα, τ' ήταν να τον βρει αυτό το κακό στα στερνά του, ανάθεμα στους προδότες!». Σταμάτησε απότομα μ' ένα νεύμα του πατέρα και κλείσανε την πόρτα του ραφείου. Υστερα μιλούσαν χαμηλόφωνα και δεν καταλάβαινα πια τι λέγανε. Η μεγάλη μου αδελφή μου 'πε την αλήθεια, ότι το εικοσάχρονο παλικάρι του το 'χαν σκοτώσει οι δικοί μας φασίστες και με όρκισε να μην πω σε κανένα τίποτε.

Πλησίασα τον δυστυχισμένο άνθρωπο, για να πάρω το πιάτο, που τώρα άδειο στα χέρια του, ακίνητος κοιτώντας ίσια μπροστά του το γαϊδουράκι, που 'ταν δεμένο στην ανθισμένη ακακία. «Ποιανού είσαι συ,» μου 'πε. Βλέπει λοιπόν, σκέφτηκα. «Του Σπύρου του ράφτη», απάντησα. «Καλό παιδί, φέρε μου το μπαστούνι μου για να σηκωθώ». Του το 'δωσα και τον ρώτησα, αν θέλει να τον βοηθήσω. «Θα 'ρτει ο πατέρας σου», μου 'πε. Τα μάτια του ήταν κλαμένα.

Επαιρνε να γέρνει ο ήλιος, ήταν αρχή της άνοιξης, κι είχαν πρασινίσει κιόλας τα χωράφια. Βγήκε απ' το ραφείο ο πατέρας να βοηθήσει το γέρο. Τον ανέβασε κανονικά, να βλέπει το κεφάλι του ζώου και να κρατάει και το χαλινάρι του και φόρτωσε και τα σακιά με το αλάτι στα καπούλια του γαϊδουράκου. Ο γέρος κάτι είπε στον πατέρα μου και κείνος του 'δωσε δυο πακέτα τσιγάρα. «Αϊ», είπε και το ζώο ξεκίνησε. Με το 'να χέρι αντήλιο και τ' άλλο να τον χαιρετάει, έμεινε ο πατέρας ακίνητος και σκεφτικός, να βλέπει τον γέροντα, που το χτύπημα των προδοτών της πατρίδας κι όχι της μοίρας, όπως λέγαν κάποιοι στο χωριό, είχε κόψει το νήμα της ζωής στο εικοσάχρονο παλικάρι του. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια και μια ησυχία απλώθηκε παντού. Μόνο το πέρασμα των τρένων αντίσκοφτε τη σιγή της νύχτας, που κατέβαινε απ' τους γύρω λόφους φορτωμένη με τα πρώτα μύρα της άνοιξης.

Εκείνο το βράδυ έμελλε να 'ναι το τελευταίο του γέρου, όπως μάθαμε, όταν ξημέρωσε. Τον βρήκαν στην εμπασιά του χωριού, πεσμένο στα πόδια του γαϊδαράκου. Απ' τ' ανοιχτά μάτια του δεν τρέχαν πια δάκρυα. Εμαθα την ιστορία, όλη την τραγική αλήθεια, που προσπαθούσαν να κρύψουν οι φοβισμένοι συγχωριανοί του, για το ποιοι και πώς σκότωσαν το παιδί του.

Το παλικάρι ήταν σύνδεσμος με τους αντάρτες και το 'πιασαν οι Γερμανοί. Στις φυλακές της Κατερίνης το σάπισαν στο ξύλο και δεν έβγαλε άχνα για κανένα. Οι δικοί του πούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και παράδωσαν τετρακόσιες χρυσές λύρες στους Γερμανούς. Και το παιδί βγήκε απ' τις φυλακές. Οι δυο αδελφές του πήγαν τότε να τον πάρουν ντυμένες στα καλά τους. Ηθελε να βλέπει την άνοιξη, την ανθισμένη φύση το παλικάρι και το 'βαλαν οι αδελφές δίπλα τους, στην αγκαλιά τους, στο τζάμι της πίσω πόρτας του αυτοκινήτου. Και ξεκίνησαν για το πατρικό σπίτι. Μα ο Χάρος ντυμένος ταγματασφαλίτης και ζωσμένος με φυσεκλίκια γκεσταπίτικα το περίμενε σε μια στροφή του δρόμου. Δεν ήταν ένας, ήταν τρεις. Εκεί στην εκκλησιά της Αγίας Βαρβάρας στο δρόμο της Κατερίνης είχαν στήσει καρτέρι οι τρεις προδότες του Κεσά-Μπαζάκ, που ξέραν ότι θα περνούσε το παλικάρι. Κι αυτά τα τρία πληρωμένα καθάρματα σημάδεψαν το παιδί στο κεφάλι και γέμισαν οι αγκαλιές των κοριτσιών απ' το αίμα του και τα ρούχα τους γίναν κόκκινα, ένα κουβάρι οι τρεις τους, τις έπνιξε το κλάμα.

Και κει στο παρακάτω το χωριό τον κατέβασαν σκεπασμένο με την αντάρτικη χλαίνη του. Σάλεψαν τα λογικά των γονιών, όταν το 'μαθαν. Η μάνα πήρε τους δρόμους και ρωτούσε, δεν το πίστευε, δεν το 'χε δει σκοτωμένο. Είχε γυρίσει όλες τις γυναίκες, που ξέραν από μαντέματα κι άλλες παρηγοριές και της ορκίζονταν, πως το παιδί της ζει.

Αυτή με λίγα λόγια ήταν η ιστορία του αδικοχαμένου παιδιού, που οι γονείς του γρήγορα το ακολούθησαν στον άλλο κόσμο. Με το παιδικό μου μυαλό τότε δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί εκείνα τα τρία φασιστικά κτήνη σκότωσαν ένα παιδί, που αγωνίζονταν για τη λευτεριά της πατρίδας.

Για ποιον πολεμούσαν εκείνα τα κτήνη; Υπάρχουν άραγε σήμερα κάποιοι, που να μη γνωρίζουν, γιατί οι συνεργάτες των κατακτητών σκότωναν, αυτούς που υπερασπίζονταν την πατρίδα;

Εκείνοι οι δοσίλογοι τότε θεωρούσαν πατρίδα τους τη φασιστική Γερμανία κι αδέλφια τους τα χιτλερικά κτήνη. Πολλοί απ' αυτούς αμετανόητοι, αφού αργότερα κατέλαβαν και θέσεις στην εξουσία, κυκλοφορούν ακόμα ανάμεσά μας.

Κατάρα στους προδότες και δοσίλογους εκείνους και σ' όσους ξέβρασε αργότερα η μάνητα του διεθνούς φασισμού για τον αφανισμό των αληθινών πατριωτών.


Φώτης ΔΩΔΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ