Χάραμα στο θεσσαλικό κάμπο. Πυκνή η ομίχλη, ακουμπά, σχεδόν, στη γη. Δε βλέπεις τη μύτη σου. Σκιές διακρίνεις. Είναι ξωμάχοι. Με το τρακτέρ οργώνουν, σβαρνίζουν, σπέρνουν το στάρι στο χωράφι τους. Ρεπορτάζ «επί τόπου», σκέφτεσαι. Να τον ρωτήσω τώρα που η υγρασία «καίει» το κορμί του, τώρα που η κούραση κάνει τους μύες του να πονάνε, τι σκέφτεται, τι ελπίζει; Να μου πει πώς νιώθει που είναι υποχρεωμένος να παλεύει με τη γη για να βγάλει το ψωμί του. Τι νιώθει που βλέπει το σπόρο να φυτρώνει, το φυτό να μεγαλώνει, πρασινίζοντας τη γη και μετά να γίνεται στάχυ, καρπός. Αυτός, όμως, δεν «αδειάζει». Δεν έχει καιρό για πολλές κουβέντες. Κάτι θα μου πει σταματώντας για λίγο τη δουλιά και θα μου...