ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Ιούλη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αλλοτρίωση: Η βάση της ψευδούς συνείδησης

Ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τη μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης -(σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς καταλληλότερος όρος είναι η αποξένωση)- είναι ότι οι ίδιοι οι κλασικοί την είχαν αναδείξει ως το θεμέλιο της ψευδούς συνείδησης, δηλαδή της ιδεολογίας που σε συνδυασμό με τη βία (κρατική εξουσία) στηρίζει την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Η ηγεμονία της υπάρχει και ενισχύεται, διότι κυριαρχεί η αποξένωση που γεννιέται στη βάση της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής παραγωγής, αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.

Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας οφείλεται πρωτίστως στην κυριαρχία της εμπορευματικής παραγωγής και πιο συγκεκριμένα στη μορφή της αφηρημένης εργασίας και της ανταλλακτικής αξίας. «Το σύνολο της ανθρώπινης υποδούλωσης περιλαμβάνεται στη σχέση του εργάτη προς την παραγωγή, και όλες οι σχέσεις της υποδούλωσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά τροποποιήσεις και συνέπειες αυτής της σχέσης» γράφει ο Κ. Μαρξ στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» (σελ.104).

Η αποξένωση εμφανίζεται όταν το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του ανθρώπου αντιστρατεύεται τον άνθρωπο σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό της, όταν ο αντικειμενικός κόσμος εμφανίζεται σαν μια δύναμη που υποτάσσει τον άνθρωπο αντί να αποτελεί την αυτοεπιβεβαίωσή του. «Η παραγωγή δεν παράγει τον άνθρωπο μόνο σαν εμπόρευμα, το ανθρώπινο εμπόρευμα, τον άνθρωπο με τη μορφή εμπορεύματος. Παράγει, επίσης, τον άνθρωπο πνευματικά και φυσικά σαν απανθρωποιημένη ύπαρξη... » (οπ.σελ. 109).

Η υποδούλωση και ο εξευτελισμός που δημιουργούνται από την αλλοτριωμένη εργασία στο καπιταλιστικό καθεστώς πλήττουν όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά γενικά όλη την κοινωνία.

Η αλλοτρίωση είναι ένα ιστορικό φαινόμενο. Δεν είναι μεταφυσική οντότητα ούτε φυσικός νόμος. Δεν είναι η ανθρώπινη φύση. Είναι μια στιγμή της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου. Φυσικά, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με τη θεωρία αλλά με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τελικά της εμπορευματικής παραγωγής. Και όπως οραματιζόταν ο Τσε Γκεβάρα: «Η τελική και η πιο σημαντική επαναστατική φιλοδοξία είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αποξένωσή του».

Με τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, ο άνθρωπος που εργάζεται είναι χωρισμένος από τα εργαλεία του και από το προϊόν της εργασίας του, που ανήκουν στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και όχι σε αυτόν. Αυτό είναι το φαινόμενο που ο Μαρξ ονομάζει αλλοτρίωση και το περιγράφει στη «Γερμανική Ιδεολογία»: «Η κοινωνική δύναμη, δηλαδή η πολλαπλασιασμένη παραγωγική δύναμη, που γεννιέται από τη συνεργασία διαφόρων ατόμων, όπως αυτή καθορίζεται από τον καταμερισμό εργασίας, παρουσιάζεται σε αυτά τα άτομα, μια που η συνεργασία τους δεν είναι εθελοντική, αλλά έχει προκύψει φυσικά, όχι σαν δική τους ενωμένη δύναμη, αλλά σαν ξένη δύναμη που υπάρχει έξω από αυτά, που αγνοούν την προέλευση και το σκοπό της, που επομένως δεν μπορούν να την ελέγχουν, που αντίθετα περνάει από μια ιδιόμορφη σειρά φάσεων και σταδίων τόσο ανεξάρτητη από τη θέληση και την πορεία των ανθρώπων, ώστε να διευθύνει στην πραγματικότητα αυτή τη θέληση και την πορεία των ανθρώπων» (Τόμος πρώτος, σελ.80).

Η αλλοτρίωση της εργασίας

«Σε τι συνίσταται η αλλοτρίωση της εργασίας;». Το ερώτημα αυτό έθεσε ο ίδιος ο Μαρξ και ιδού η απάντηση που δίνει: «Πρώτα - πρώτα στο ότι η εργασία είναι εξωτερική για τον εργάτη, δηλαδή δεν ανήκει στη βαθύτερη ύπαρξή του, ότι επομένως ο εργάτης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του στην εργασία, αλλά αρνείται το εαυτό του, νιώθει μίζερος και καθόλου ευτυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα την πνευματική του και φυσική του ενεργητικότητα, αλλά απονεκρώνει τη σάρκα του και καταστρέφει το πνεύμα του. Ετσι, ο εργάτης βρίσκει τον εαυτό του μόνο έξω από την εργασία του. Την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δε βρίσκεται στη δουλιά του και δε νιώθει άνετα όταν βρίσκεται στη δουλιά του. Ετσι η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική, είναι καταναγκαστική εργασία. Για το λόγο αυτό η εργασία δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα μέσο να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτήν. Ο αλλότριος χαρακτήρας της φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι μόλις πάψει να υπάρχει φυσικός ή άλλος εξαναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν μάστιγα. Εξωτερική εργασία, εργασία στην οποία ο άνθρωπος αλλοτριώνει τον εαυτό του, είναι εργασία αυτοθυσίας, απονέκρωσης...».

Από τα παραπάνω έχουμε το αποτέλεσμα ότι «ο άνθρωπος (ο εργάτης) αισθάνεται πια ότι ενεργεί ελεύθερα, μόνο στις κτηνώδεις λειτουργίες του, δηλαδή να τρώει, να πίνει και να τεκνοποιεί, πολύ λίγο στο να στεγάζεται, να στολίζεται, κλπ. και ότι στις ανθρώπινες λειτουργίες δεν αισθάνεται πια παρά σαν ζώο. Το κτηνώδικο γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο γίνεται κτηνώδικο. Να τρώει, να πίνει, να τεκνοποιεί κλπ. είναι, βέβαια, επίσης λειτουργίες γνήσια ανθρώπινες. Αλλά όταν αποσπαστούν από άλλες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας και μετατραπούν σε τελικούς και αποκλειστικούς σκοπούς, είναι ζωώδεις λειτουργίες». (Κ. Μαρξ Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, σελ. 95-96).

Χρειάζεται μάλλον να προστεθεί μία ακόμα αναφορά του Μαρξ για την αλλοτρίωση της εργασίας: «Η εργασία σίγουρα παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές να αντικαθιστούν χειρωνακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλιάς και άλλους τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυία αλλά επίσης παράγει και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες. (στο ίδιο σελ. 94).

Η αποξενωμένη εργασία όχι μόνο αποξενώνει τη φύση από τον άνθρωπο και αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του, από τη δική του δραστήρια λειτουργία, από τη δική του ζωτική δραστηριότητα, αλλά εξαιτίας αυτού αποξενώνει επίσης τον άνθρωπο από το είδος του. Η ίδια η ζωή εμφανίζεται μόνο ως μέσο για τη ζωή.

Αυτή η αλλοτρίωση του ανθρώπου στον καπιταλισμό είναι η πηγή όλων των υποδουλώσεων. Αφαιρεί από τη δράση του ανθρώπου τον ανθρώπινο και δημιουργικό χαρακτήρα της, γιατί εμποδίζει τον άνθρωπο να αναγνωρίζει τον εαυτό του και να εκφράζει την προσωπικότητά του και εξαπατά τη σκέψη του ανθρώπου οδηγώντας τον σε μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας.

Ηδη, όμως, στο πλαίσιο της παραγωγής που κυριαρχείται από την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, κατά την αφετηρία κιόλας της παραγωγής με την πώληση της εργατικής δύναμης του εργάτη στον κεφαλαιοκράτη, η διαδικασία της εργασίας εμφανίζεται σαν μια διαδικασία ανάμεσα σε πράγματα- μέσα παραγωγής και εργατικής δύναμης- που αγόρασε ο κεφαλαιοκράτης και του ανήκουν.

Η μισθωτή εργασία είναι αποξενωμένη εργασία, γιατί γίνεται με σκοπό την επιβίωση και όχι την επιβεβαίωση του ανθρώπου, διότι είναι μέσο και όχι αυτοσκοπός, διότι είναι μερική εργασία, διότι είναι ξένη προς τον εργάτη, δεν του ανήκει, διότι την πραγματοποιεί υπό την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη στον οποίο ανήκει.

Η μισθωτή εργασία είναι διπλά αποξενωμένη και αποξενωτική, με την έννοια ότι ο οικονομικός εξαναγκασμός οδηγεί στην υποδούλωση στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και στην πώληση της εργατικής δύναμης.

Ο μισθός δεν είναι παρά μια αναγκαία συνέπεια της αποξένωσης της εργασίας. Η εργασία εμφανίζεται, όχι σαν ένας αυτοσκοπός, αλλά σαν υπηρέτης του μισθού...

Οι μισθοί είναι μια άμεση συνέπεια της αποξενωμένης εργασίας, και η αποξενωμένη εργασία είναι άμεση αιτία της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πτώση του ενός συνεπάγεται την πτώση του άλλου.

Ο καταμερισμός εργασίας, ο οποίος συνδέεται με την ιδιωτική ιδιοκτησία και την ανταλλαγή εμπορευμάτων ανάμεσα σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες έχει ως βασική συνέπεια ο παραγωγός να εξειδικεύεται σε μια δραστηριότητα, η οποία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται ακόμη παραπέρα.

Με τον καταμερισμό της εργασίας ο άνθρωπος αντί να λειτουργεί ως ένα καθολικό ον, περιορίζεται σε μια αποσπασματική, επιμέρους δραστηριότητα.

Ο Φρ. Ενγκελς εύστοχα διαπιστώνει στο «Αντι-Ντύρινγκ»: «Στη σημερινή κοινωνία οι άνθρωποι κυριαρχούνται από τις οικονομικές σχέσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν και από τα μέσα παραγωγής που οι ίδιοι παρήγαγαν σαν από μια ξένη δύναμη».

Αντίθετα, στην ανώτερη κομμουνιστική κοινωνία, «όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και σωματική δουλιά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο ζωής, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις που θα αναβλύζουν πιο άφθονα από τις πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο (...) θα γράφει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!». («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», σελ. 15).

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος

Η αλλοτριωμένη εργασία, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον καρπό της δραστηριότητάς του, μεταβάλλει πραγματικά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα (αντικείμενα). Με τη διαδικασία αυτή της αντικειμενοποίησης, όπου το ανθρώπινο στοιχείο μετατρέπεται σε υλικό αντικείμενο, ξένο προς τον άνθρωπο, δηλαδή σε εμπόρευμα, όλες οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους καταντούν λειτουργία του χρήματος.

Στο σύγχρονο κόσμο η παραγωγή εμπορευμάτων εμφανίζεται ως τελικός σκοπός του ανθρώπου και ο πλούτος, το χρήμα, ως τελικός σκοπός της παραγωγής. Το εμπόρευμα και το χρήμα επιβεβαιώνονται ως αυθύπαρκτες δυνάμεις και αξίες μέσω του ανθρώπου.

Το εμπόρευμα εξουσιάζει τον άνθρωπο και όλες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται με τη μορφή σχέσεων ανάμεσα σε εμπορεύματα, ανάμεσα σε πράγματα, δηλαδή με τη μορφή δυνάμεων όχι ανθρώπινων αλλά φυσικών και υπερφυσικών, δυνάμεων τυφλής αναγκαιότητας.

Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ονομάζει αυτό το φαινόμενο φετιχισμό του εμπορεύματος:

«Είναι μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, που, γι' αυτούς, παίρνει εδώ τη φανταστική μορφή μιας σχέσης των πραγμάτων ανάμεσά τους. Για να βρούμε ένα ανάλογο φαινόμενο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη σκοτεινή περιοχή του κόσμου της θρησκείας. Εδώ τα προϊόντα του ανθρώπινου εγκεφάλου φαίνονται σαν είναι ανεξάρτητα, προικισμένα με δική τους ζωή, που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και μεταξύ τους. Το ίδιο γίνεται και με τα προϊόντα του ανθρώπινου χεριού στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό, που κολλάει στα προϊόντα της εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται σαν εμπορεύματα και που γι' αυτό είναι αχώριστος από την εμπορευματική παραγωγή. Αυτός ο φετιχικός χαρακτήρας του κόσμου των εμπορευμάτων πηγάζει από τον ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα». (Τόμος πρώτος, σελίδα 86).

Ο Μαρξ προσδιόρισε το εμπόρευμα ως μια αντιφατική ενότητα αξίας χρήσης και (ανταλλακτικής) αξίας. Αυτή η διπλή φύση του εμπορεύματος είναι απόρροια της διπλής φύσης της ίδιας της εργασίας. Η διπλή φύση της εργασίας: Από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία και πηγή της αξίας χρήσης των εμπορευμάτων και από την άλλη είναι αφηρημένη εργασία και η πηγή της αξίας των εμπορευμάτων.

Χρήμα: «Η αλλοτριωμένη ικανότητα του ανθρώπινου γένους»

Το χρήμα, το «γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων», διπλασιάζει το φετιχισμό του εμπορεύματος. Αντί άλλης ανάλυσης αξίζει να αναφερθεί το απόσπασμα από τον Μαρξ στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», με βάση αποσπάσματα έργων του Σαίξπηρ και του Γκαίτε (Τίμων ο Αθηναίος και Φάουστ), το οποίο δείχνει με έξοχο και παραστατικό τρόπο πώς μέσω του χρήματος η κοινωνική δύναμη μετατρέπεται σε ατομική δύναμη των κατόχων του χρήματος. Πώς το χρήμα μεταμορφώνει κάθε μια από τις ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου στα αντίθετά τους: «Αυτό που υπάρχει για μένα και μέσα από το σύνδεσμο του χρήματος, αυτό που μπορεί να πληρώσει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ, ο κάτοχος του χρήματος. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι δικές μου, εμένα του κατόχου, ιδιότητες και ουσιαστικές δυνάμεις. Ετσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπορώ να κάνω, σε καμία περίπτωση δεν καθορίζεται από την ατομικότητά μου. Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ ν' αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι άσχημος, γιατί το αποτέλεσμα της ασχήμιας, η απωθητική της δύναμη, εξουδετερώνεται από το χρήμα. Είμαι κουτσός, αλλά το χρήμα μού προμηθεύει 24 ποδάρια, κατά συνέπεια δεν είμαι κουτσός. Είμαι κακός, ανυπόληπτος, ασυνείδητος και κουτός άνθρωπος. Το χρήμα όμως, είναι ευυπόληπτο και το ίδιο και ο κάτοχός του... Είμαι άμυαλος, αν όμως το χρήμα είναι ο πραγματικός νους όλων των πραγμάτων, πως είναι δυνατό ο κάτοχός του να είναι άμυαλος; Κάτι περισσότερο, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί να εξαγοράσει έξυπνους ανθρώπους για λογαριασμό του. Συνεπώς έχει εξουσία πάνω σε έξυπνους ανθρώπους, εξυπνότερους απ' αυτόν. Με το χρήμα μπορώ να έχω το καθετί που επιθυμεί η ανθρώπινη καρδιά. Δεν είμαι έτσι κάτοχος όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων; Δεν αντιστρέφει λοιπόν το χρήμα όλες μου τις ανικανότητες σε ικανότητες;».

Η θεία δύναμη του χρήματος βρίσκεται στη φύση του, σαν αποξενωμένη και αλλοτριωτική ειδολογική ουσία του ανθρώπου που αλλοτριώνεται η ίδια πουλώντας τον εαυτό της. Το χρήμα, συμπέραινε ο Μαρξ, είναι η αλλοτριωμένη ικανότητα του ανθρώπινου γένους!

Καταναλωτισμός: Κυριαρχία των πραγμάτων στους ανθρώπους

Στη σφαίρα της κατανάλωσης επιβεβαιώνεται η κυριαρχία των πραγμάτων πάνω στους ανθρώπους και ταυτόχρονα ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων.

Τα προϊόντα (είτε με τη μορφή υπηρεσιών είτε με τη μορφή αντικειμένων) δεν καταναλώνονται μόνο και συχνά καθόλου σαν αξίες χρήσης, αλλά για να ικανοποιήσουν την αίσθηση «του έχειν» και ακόμα να αναβαθμίσουν τη θέση του καθενός στα πλαίσια της ανταγωνιστικής κοινωνίας. Η κατοχή πραγμάτων γίνεται μέσο για κοινωνική καταξίωση και προβολή.

«Με την πληθώρα των αντικειμένων μεγαλώνει το βασίλειο των αλλότριων δυνάμεων προς τις οποίες ο άνθρωπος είναι υποκείμενος και κάθε νέο προϊόν είναι μια νέα δυνατότητα αμοιβαίας απάτης και αμοιβαίας διαρπαγής. Ο άνθρωπος γίνεται ακόμα φτωχότερος σαν άνθρωπος και χρειάζεται όλο και περισσότερο χρήματα... Η ποσότητα του χρήματος γίνεται ολοένα και περισσότερο η μοναδική του σημαντική του ιδιότητα...». (Οικ. και Φιλ. Χειρόγραφα, σελ.141).

Ετσι η κατανάλωση αναπαράγει και διευρύνει την αποξένωση και καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη διαδικασία απεγκλωβισμού από τις κυρίαρχες αξίες, παρά τη διεύρυνση των δυνατοτήτων που προκαλεί η ανάπτυξη της παραγωγής.

Επιπλέον, το πιστωτικό σύστημα και το πλαστικό χρήμα στενεύουν όλο και περισσότερο τις δυνατότητες απεγκλωβισμού από τις κυρίαρχες αξίες και ανάγκες. Η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε «ζωή επί πιστώσει» και καθυποτάσσεται στην ευτυχία ικανοποίησης ψευτοαναγκών ή στη δυστυχία της μη ικανοποίησής τους.

Η κατανάλωση για την κατανάλωση λειτουργεί συχνά σαν μοναδική διέξοδος και ικανοποίηση. Αγοράζονται, συχνά, προϊόντα -γνωστών πολυεθνικών γιατί έτσι πιστεύουν αυτοί που τα αγοράζουν ότι αναδεικνύουν την προσωπικότητά τους!. Τα πράγματα αποκτούν έτσι μια αξία συμβόλου, γοήτρου και επίδειξης. Ο άνθρωπος παύει να είναι ο εαυτός του και είναι το αυτοκίνητό του, το κινητό του, η κολόνιά του, το ρολόι, κ.ο.κ.

Ο καταναλωτής δεν είναι παρά ένας κυνηγός συμβόλων που υποτάσσεται στις κυρίαρχες αξίες, στο φετιχισμό του χρήματος και στη λογική του ανταγωνισμού, ο οποίος αναδεικνύεται, μέσω της ψευτοατομικότητάς του. Οι άνθρωποι αυτοαναγνωρίζονται και αναγνωρίζονται από τους άλλους μέσα από τα προϊόντα που καταναλώνουν.

Την αποξενωμένη εργασία ακολουθεί μια αποξενωμένη κατανάλωση.

Ηαποξένωση (αλλοτρίωση) επεκτείνεται και στον «ελεύθερο χρόνο». Η αστική τάξη «έσπασε χωρίς οίκτο όλους τους πολυποίκιλους φεουδαρχικούς δεσμούς, που συνδέανε τον άνθρωπο με τους φυσικούς ανωτέρους του και δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από τη χωρίς συναίσθημα "πληρωμή τοις μετρητοίς"... Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων διασφαλισμένων και κεκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου» (Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς «Το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» (σελ. 19).

Πέρα από τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα και τη μετατροπή σε μισθωτού εργάτη «του γιατρού, του νομικού, του παπά, του ποιητή, του ανθρώπου της επιστήμης» (στο ίδιο σελίδα 12), η εμπορευματοποίηση διευρύνεται και σήμερα θεωρείται συνηθισμένο φαινόμενο η πώληση μελών του ανθρώπινου σώματος, του ίδιου του ανθρώπινου σώματος (μαζική πορνεία) ακόμα και βρεφών.

Τα πάντα εμπορευματοποιούνται: η υγεία, η παιδεία, το σύνολο της κουλτούρας, του αθλητισμού, της πληροφόρησης. Ακόμα και τα φυσικά αγαθά που μέχρι πρόσφατα έμειναν έξω από την εμπορευματική παραγωγή: Ο χρόνος, ο καθαρός αέρας, ο ήλιος, η θάλασσα, τα δάση, κ.ο.κ.

Ετσι, διευρύνεται ο κύκλος των πραγμάτων και των αντικειμένων που, ενώ υποτίθεται ότι δημιουργούνται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ανθρώπου, τον χρησιμοποιούν ως μέσο και κυριαρχούν πάνω του.

Η στρεβλή συνείδηση, προϊόν αυτής της κατάστασης γενικευμένης αποξένωσης, καθιερώνεται ως κυρίαρχο σύστημα αξιών, ως κυρίαρχη ιδεολογία. Στο πλαίσιο αυτής της ιδεολογίας και της ενσωμάτωσης στις κυρίαρχες αξίες της αλλοτρίωσης και αποξένωσης, πλασάρονται ως προσωποποίηση της επιτυχίας οι πιο «απάνθρωπες» εικόνες ανθρώπων, όπως ο πλήρως ενσωματωμένος γιάπις, τα μοντέλα, ο ψευτοστάρ, ο δίκαιος βιομήχανος, ο επιτυχημένος τζογαδόρος στο Χρηματιστήριο, κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, η κατοχή των πραγμάτων από τον καθένα (τα κυβικά και η μάρκα του αυτοκινήτου, το κινητό τηλέφωνο, κ.ο.κ) γίνεται καθοριστικός παράγοντας της ατομικότητας και της προσωπικότητάς του!

«Το έχειν», όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αντισταθμίσει την απώλεια σε ανθρωπιά, την αποξένωση από την ουσία του ανθρώπου. Οσο λιγότερο είσαι εσύ ο ίδιος, τόσο λιγότερη είναι η έκφραση που δίνεις στη ζωή σου, όσο περισσότερα έχεις τόσο περισσότερο αλλοτριώνεται η ζωή σου και τόσο περισσότερο αποθηκεύεις την αποξενωμένη ζωή σου.

Η πολιτική αποξένωση

Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της αποξένωσης διαδραματίζει το αστικό κράτος, το οποίο ενώ παρουσιάζεται ως «συγκολλητική» ουσία ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα, στην πραγματικότητα οδηγεί στην αποξένωση στο αποκορύφωμά της και, όπως έλεγε ο Μαρξ, δεν υπάρχει πιο θρησκευτικό -με την αποξενωτική έννοια- κράτος από το σύγχρονο λαϊκό ή άθεο κράτος. Το κράτος, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, αποτελεί μια οντότητα ξένη, ανεξάρτητη, εχθρική απέναντι στο άτομο, «μια παρασιτική απόφυση της κοινωνίας». Δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να διαιωνίζει την αντίθεση γενικού (κοινωνικού) συμφέροντος και του ιδιαίτερου (ιδιωτικού συμφέροντος), των ιδιαίτερων εγωιστικών συμφερόντων των αστών.

«Το κράτος αποτελούσε ανέκαθεν τον επίσημο εκπρόσωπο ολόκληρης της κοινωνίας, την ενσάρκωση της κοινωνίας σε ένα ορατό σώμα και ήταν ανέκαθεν το κράτος εκείνης της τάξης που, για την εποχή της, αντιπροσώπευε ολόκληρη την κοινωνία: στην αρχαιότητα, π.χ., το κράτος των δουλοκτητών ελεύθερων πολιτών, στο μεσαίωνα το κράτος των ευγενών της φεουδαρχίας και στην εποχή μας το κράτος της αστικής τάξης». ( Αντι-Ντίρινγκ, σελ. 416 ).

Στην πραγματικότητα, το αστικό κράτος, αυτή «η επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της», αυτός ο συλλογικός καπιταλιστής, είναι πάντοτε ως προς το περιεχόμενό της μια δικτατορία της αστικής τάξης, η οποία μετατρέπεται συχνά και ως προς τη μορφή της σε δικτατορία. Η κύρια αποστολή του είναι η βία, ο καταναγκασμός και μέσω αυτών η διατήρηση και η αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Και αυτός ο χαρακτήρας του αστικού κράτους δεν αναιρείται με τον κοινοβουλευτισμό ή τη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος, η οποία συμπληρώνει την κυριαρχία της αστικής τάξης. «Ολοι οι αγώνες στο κράτος, ο αγώνας ανάμεσα στη δημοκρατία, την αριστοκρατία και τη μοναρχία, ο αγώνας για το εκλογικό δικαίωμα κλπ κλπ, είναι απλώς απατηλές μορφές, που κάτω από αυτές διεξάγονται οι πραγματικοί αγώνες των διαφόρων τάξεων ανάμεσά τους» ( «Γερμανική Ιδεολογία», τόμος πρώτος σελ. 79 ).

Οσο για τα δικαιώματα του πολίτη που αναγνωρίζει το κράτος, αυτά αναφέρονται στον «αφηρημένο» πολίτη, πέρα από κάθε οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Στην πράξη είναι δικαιώματα αυτών που κατέχουν ατομική ιδιοκτησία. Το «ίσο δίκαιο» επειδή εφαρμόζεται σε άνισες καταστάσεις, είναι στην πράξη άνισο.

Ταυτόχρονα όμως το κράτος, εμφανίζεται ως φορέας συναίνεσης, επειδή είναι έκφραση μιας καθολικής ανάγκης, αλλά κυρίως επειδή η αστική τάξη επιδιώκει να προσδώσει χαρακτήρα καθολικότητας στις ιδέες και την κυριαρχία της. Η σχετική αυτοτέλεια του κράτους απέναντι στην κυρίαρχη τάξη το διευκολύνει να παρουσιαστεί ως δήθεν «ουδέτερο». Ταυτόχρονα, η ταξική φύση του κράτους συσκοτίζεται μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς που ενισχύουν το φετιχισμό και τις ψευδαισθήσεις.


Κείμενα:
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ