Ο «Χριστός» συμβολίζει τον λαϊκό αγωνιστή που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, όπου δεν θα υπάρχουν πόλεμοι και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και ακριβώς γι' αυτόν το λόγο διώκεται, εξορίζεται, φυλακίζεται, βασανίζεται και στο τέλος οδηγείται στο θάνατο. Στο πρόσωπο της «Παναγιάς» είναι οι μανάδες των αγωνιστών, που μέσα στις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες των διωγμών, με τον πόνο πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, προσπαθούσαν να σώσουν τα παιδιά τους από τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο «Μυστικός Δείπνος» είναι η τραπεζαρία των εξόριστων.
Μετά από καταγγελία κατοίκου του νησιού, η Ενωση Ιατρών Θεραπευτηρίου Λέρου (ΕΙΘΕΛ) επισκέφθηκε την εκκλησία της Αγίας Κιουράς, όπου «με οργή διαπιστώσαμε ότι η καταστροφή που συντελείται στις αγιογραφίες είναι μεγάλη. Λόγω της εγκατάλειψης και της υγρασίας, φουσκώνουν οι σοβάδες, διαβρώνονται τα εσωτερικά σίδερα και αυτά με τη σειρά τους παραμορφώνουν το ιδιότυπο αυτό έργο (...) Είναι τραγικό εκεί που απέτυχαν παλιότερες προσπάθειες εκκλησιαστικών κύκλων διαφωνούντων με τη συγκεκριμένη νοοτροπία αγιογραφίας, να το πετύχουν η αδιαφορία και η εγκατάλειψη των υπευθύνων».
Με τη μεταπολίτευση, αφότου η Λέρος έπαψε να είναι τόπος εξορίας, κάποιοι φανατικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι έσπευσαν να ασβεστώσουν τις αγιογραφίες και να καταστρέψουν τις δημιουργίες. Το γεγονός αντιλήφθηκε η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει η οργή των αγωνιστών κατά της δικτατορίας, οι οποίοι με μεγάλο αγώνα πέτυχαν την αποκατάσταση των φρέσκο, με χρηματοδότηση του υπουργείου Πολιτισμού. Το 1982 η 4η Εφορία Νεοτέρων Βυζαντινών Μνημείων Ρόδου ανακηρύσσει την Αγία Κιουρά διατηρητέο μνημείο και απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση επί των τοίχων της.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μοναστήρι, όπου έχει απομείνει μόνο ένας ιερομόναχος, ο Βικέντιος, τις μέρες του θανάτου του αρχιεπισκόπου, όπου παράλληλα με το «δυσβάσταχτο γεγονός» για το «ποίμνιο», εκείνος βιώνει την απώλεια της μοναδικής του συντροφιάς, της σκυλίτσας του στη γέννα, που όμως αφήνει πίσω της τρία κουτάβια, τα οποία εκείνος προσπαθεί να σώσει με όσα μέσα διαθέτει.
Σε ολόκληρη την ταινία αντιπαραβάλλονται τα παιχνίδια της εκκλησιαστικής ελίτ, αναφορικά με τη διαδοχή του αρχιεπισκόπου, με το προσωπικό δράμα του μοναχού Βικέντιου, που κυριολεκτικά θρηνεί το χαμό της συντροφιάς του και προσπαθεί να ανασυστήσει την κιβωτό του. Θα έλεγε κανείς ότι με μια πρώτη ματιά ο Βικέντιος αδιαφορεί για τα κοινωνικά τεκταινόμενα και είναι αποκομμένος από το κοινωνικό σύνολο. Αντιθέτως, όμως, ο Βικέντιος εκφράζει τον συνειδητοποιημένο άνθρωπο, που δεν εντυπωσιάζεται από τα ψεύτικα μεγαλεία και αναζητά την απλότητα, την αγάπη, τη συντροφικότητα. Εκφράζει τον άνθρωπο που έχει χαράξει τη δική του πορεία, που υπερασπίζεται τις επιλογές του και δεν τις μετανιώνει ούτε κι όταν μένει τελείως μόνος, εκφράζει τον άνθρωπο που αγαπάει και σέβεται τη φύση. Εκφράζει τον άνθρωπο που δεν παραμένει στάσιμος στη σκέψη του, που προβληματίζεται, που συνειδητοποιεί. Δεν αναζητά τη μοναχικότητα, αντιθέτως αναζητά τη συλλογικότητα. Εναντιώνεται στην «κοινωνική κριτική», στην υπάκουη στα κελεύσματα της εξουσίας, που επιβάλλει τα δικά της πιστεύω και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει τη θέση του και να χειραφετηθεί. Ο Βικέντιος δεν επηρεάζεται από τις προτροπές των γύρω του να κάνει αυτό που επιτάσσει η αποκαλούμενη «κοινή λογική», ακολουθεί τον δικό του δρόμο, στέκεται σε αυτό που εκείνος θεωρεί σημαντικό.
Ο Βικέντιος συγκλονίζεται με τον θάνατο, το τέλος της ύπαρξης. Ανασκαλεύει τη μνήμη του, αναπολεί όλες ανεξαιρέτως τις στιγμές της συλλογικής ζωής του, τον μοναχό Συμεών που σεβόταν για τη στάση του στην καθημερινότητα και η εξιστόρηση της ζωής του λειτούργησε καταλυτικά για εκείνον, το σκληρό πρόσωπο του άτεγκτου ηγούμενου που δεν δεχόταν το καινούργιο, για να μη χάσει την πρωτοκαθεδρία. Ακόμα και σε αυτόν εκτιμάει πτυχές του χαρακτήρα του, γιατί όλα έχουν τις αντιφάσεις τους, αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι δεν στέκεται εμβρόντητος μπροστά στην πικρή νομοτέλεια, κρατάει τις εμπειρίες του, τις οριοθετεί και όταν μέσα στις στάχτες του παλιού γεννιέται το καινούργιο, η νέα ζωή, κι εκείνος δίνεται ολόψυχα στην προσπάθεια να το προστατεύσει, να το φροντίσει, να το βοηθήσει να εξελιχθεί.
«Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου» είναι χτισμένη επάνω στην τρυφερότητα και την αγάπη για τη φύση, κι αυτό δεν είναι ξέχωρο από την ιδιότητα που έχει ο Γιάννης Μακριδάκης ως φυσικός καλλιεργητής. Ενα πολύ σημαντικό στοίχημα που έχει να κερδίσει ο κινηματογράφος ο οποίος στηρίζεται στη λογοτεχνία, είναι το κατά πόσο μπορεί να αποδώσει τα νοήματά της, κι εδώ είναι καλύτερο να μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας για αυτό. «Πραγματικά δεν είχα ιδέα πώς μπορεί να αποδοθεί κινηματογραφικά αυτή η ταπεινή ιστορία. Μετά εντυπωσιάστηκα και συγκινήθηκα από την ίδια τη δουλειά».
Ο Γιάννης Λαπατάς, συνεπικουρούμενος από τον Γιάννη Δρακουλαράκο στη φωτογραφία, καταφέρνει να δώσει μέσα από τα γενικά του πλάνα όλη την ομορφιά του απέραντου ορίζοντα, την ατμόσφαιρα του παλιού μοναστηριού, ενώ τα πραγματικά αριστουργηματικά πολύ κοντινά του πλάνα κυριολεκτικά δίνουν έμφαση στο σημαντικό και είναι κέντημα από όλες τις απόψεις. Σκηνοθετικά, φωτογραφικά και υποκριτικά. Η ερμηνεία του Θοδωρή Αντωνιάδη περιγράφεται καλύτερα με τα ίδια του τα λόγια για την ταινία: «Χέρι με χέρι πορευτήκαμε ο Βικέντιος και εγώ. Αλλοτε με ψίθυρο και άλλοτε με κραυγή... Και όλα εκεί! Και όλοι εκεί». Το μέγεθος της ερμηνείας του στο ρόλο του Βικέντιου φαίνεται στα κοντινά των χεριών του.
Η εννιάχρονη πορεία της υλοποίησης της ταινίας δίνει τροφή για σκέψη σε ό,τι αφορά τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή και διανομή, έναν κινηματογράφο που δυστυχώς χωρίς τις θυσίες και το πείσμα των δημιουργών και των υπόλοιπων συντελεστών δεν παράγεται.
Για το τέλος κρατώ την παρακάτω φράση από την ταινία και την αφήνω ανολοκλήρωτη για να δείτε τη συνέχεια επί της οθόνης: Τελικά όταν αγαπάς, πρέπει να αγαπάς τα πράγματα ολόκληρα, πρέπει να αγαπάς και τον θάνατό τους με κάποιο τρόπο...
Eurokinissi |
Τον Θ. Μικρούτσικο, που θα βρίσκεται στο ένα πιάνο, θα συνοδεύσουν εξαίρετοι μουσικοί και ερμηνευτές: Θοδωρής Οικονόμου, Μάξιμος Δράκος (πιάνο), Θύμιος Παπαδόπουλος (πνευστά), Ρίτα Αντωνοπούλου, Χρήστος Θηβαίος, Κώστας Θωμαΐδης (ερμηνεία).
Η μορφή με την οποία παρουσιάζονται τα τραγούδια του Θ. Μικρούτσικου στη συναυλία του Μεγάρου είναι η τελευταία προσέγγιση του συνθέτη και απαιτεί από τους μουσικούς μεγάλη πειθαρχία, δυνατότητες αυτοσχεδιασμού και υψηλές δεξιοτεχνικές ικανότητες. Είναι η κατάληξη των συνεχών αναζητήσεων του συνθέτη όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύνθεση των τραγουδιών μέχρι σήμερα. Για τον Θ. Μικρούτσικο η θάλασσα, το πλοίο, το ταξίδι, τα λιμάνια είναι το πεδίο που χρησιμοποιεί ο Καββαδίας για να πει άλλα πράγματα, πολύ σημαντικά και διαχρονικά. Λέει στη «Βάρδια» (1954) την περίφημη φράση «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται» και δεν εννοεί μόνο τη φυγή από τη βάρβαρη πραγματικότητα, αλλά αναφέρεται κυρίως στην ανάγκη να ονειρευτούμε αυτήν την κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα αυτοπραγματωθεί.