ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Μάρτη 2014
Σελ. /40
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΕΠ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Τεύχος - όπλο στη μάχη των εκλογών του Μάη

Ο «Ριζοσπάστης» προδημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από το άρθρο της Σύνταξης του 2ου τεύχους του 2014 της ΚΟΜΕΠ που είναι αφιερωμένο στην ΕΕ

Βρισκόμαστε δύο μήνες σχεδόν πριν από την τριπλή εκλογική μάχη του Μάη. Στη Διακήρυξη της ΚΕ για τις ευρωεκλογές αναδεικνύεται η ανάγκη ενίσχυσης του ΚΚΕ παντού ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ισχυρής λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στο κεφάλαιο, στην εξουσία του, στις κυβερνήσεις του, στις διακρατικές του συμμαχίες.

Η εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση

Η θέση για ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση εδράζεται στη θέση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων μέσα στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία. Τα στρώματα αυτά βρίσκονται αντικειμενικά σε θέση αντιπολίτευσης απέναντι στην εξουσία της αστικής τάξης και τον κρατικό μηχανισμό ως εργαλείο επιβολής της. Σε θέση αντιπολίτευσης βρίσκεται ο εργατοϋπάλληλος όταν μειώνεται ο μισθός του προς χάριν της κερδοφορίας του αφεντικού του, ο φτωχός αγρότης όταν απειλείται από την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή, ο άνεργος ο οποίος παρόλο που μπορεί και θέλει να εργαστεί, δεν του το επιτρέπουν οι αναγκαιότητες της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος. Ολοι αυτοί, λοιπόν, πρέπει να φέρουν σε αντιστοιχία την πολιτική τους συμπεριφορά με τη θέση τους στη σημερινή κοινωνία.

Φυσικά, η παραπάνω αναγκαιότητα δε συνεπάγεται υποτίμηση της αντικειμενικής επίδρασης που ασκεί η εξουσία της αστικής τάξης στις λαϊκές συνειδήσεις. Είναι γεγονός ότι ως οικονομικά κυρίαρχη η αστική τάξη δεν μπορεί παρά να είναι και ιδεολογικά κυρίαρχη. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το επιτακτικό καθήκον των κομμουνιστών, σήμερα, σε μη επαναστατικές συνθήκες, της διαμόρφωσης μίας μαχητικής εργατικής πρωτοπορίας, της ενίσχυσης της Λαϊκής Συμμαχίας της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων στην πόλη και την ύπαιθρο.

Ιδιο το κριτήριο σε όλες τις κάλπες

Σε αυτόν το στόχο υποτάσσει το ΚΚΕ τη μάχη των τριπλών εκλογών, όπως και όλες τις υπόλοιπες μάχες. Και σε αυτή τη μάχη αναδεικνύει τις συνέπειες του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και του ευρωμονόδρομου για τα λαϊκά στρώματα, αλλά και τις δυνατότητες του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, στον εργατικό και λαϊκό έλεγχο που θα ξεκινάει από τον τόπο δουλειάς και θα δικτυώνεται μέχρι τα κεντρικά όργανα της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.

Ταυτόχρονα, απευθύνεται και στους εργαζόμενους εκείνους που δεν έχουν πειστεί συνολικά για την παραπάνω πρόταση διεξόδου. Αναδεικνύει ότι η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η μόνη η οποία στρέφεται ενάντια στα κόμματα που υπερασπίζονται την πολιτική που τσακίζει τα δικαιώματά τους, στην Ελλάδα και συνολικά στην ΕΕ. Δεν αποτελεί τιμωρία κανενός η μετακίνηση ψηφοφόρων από το ένα κόμμα του συστήματος στο άλλο. Αυτή η μετακίνηση δυναμώνει συνολικά το σύστημα, του αφήνει χώρο για εφεδρείες, του δίνει τη δυνατότητα να κερδίζει χρόνο στις δύσκολες στιγμές. Αυτές τις πρακτικές, που συνήθως δικαιολογούνται στο όνομα του «μικρότερου κακού», τις έχει δοκιμάσει στο παρελθόν ο ελληνικός λαός. Εχουν αξιοποιηθεί επανειλημμένα από το καπιταλιστικό σύστημα για την απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης.

Το κριτήριο της ψήφου πρέπει να είναι ενιαίο σε όλες τις εκλογές. Οπως η αστική τάξη αξιοποιεί όλους τους θεσμούς της εξουσίας της (κυβέρνηση, τοπική διοίκηση, όργανα των διακρατικών συμμαχιών της, ακόμα και τα συνδικάτα), για την προώθηση του κεντρικού στόχου της ενίσχυσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας, έτσι και η εργατική τάξη πρέπει ενιαία να διδαχτεί από τον αντίπαλό της, να μάθει να αξιοποιεί κάθε πολιτική μάχη, και την εκλογική, προς όφελος της σύγκρουσης μαζί του.

Τα εργατικά - λαϊκά στρώματα πρέπει να μάθουν να αντιστέκονται στην πίεση να συνταχτούν πίσω από το ένα ή το άλλο τμήμα της αστικής τάξης, πίσω από τη μία ή την άλλη αστική ή οπορτουνιστική πολιτική δύναμη που παλεύει για τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Εδώ μετριέται και η ωριμότητα των κομμουνιστών, πώς δηλαδή σε συνθήκες που αντικειμενικά ευνοούν αυτή τη στοίχιση αναδεικνύουν στους εργάτες και το λαό την αναγκαιότητα αυτοτελούς πολιτικής δραστηριότητας ενάντια σε όλα τα τμήματα και τους πολιτικούς σχηματισμούς της αστικής τάξης.

Χωρίς φόβο και αυταπάτες απέναντι στις εξελίξεις

Χαρακτηριστικά είναι εδώ παραδείγματα της επικαιρότητας των τελευταίων βδομάδων. Ας ξεκινήσουμε με το παράδειγμα των εξελίξεων στην Ουκρανία, όπου η όποια υπαρκτή λαϊκή αγανάκτηση σε φαινόμενα που συνδέονται με την 23χρονη πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης αξιοποιήθηκε για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους διεθνείς συμμάχους τους. Και αυτό το παράδειγμα αποδεικνύει ότι όσο οι εργάτες και τα άλλα εκμεταλλευόμενα στρώματα δεν αναπτύσσουν τη δική τους αυτοτελή πολιτική δράση ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, θα γίνονται «κλοτσοσκούφι» στα συμφέροντα των αστών. Από τα γεγονότα στην Ουκρανία, όμως, απορρέει και ένα ακόμα συμπέρασμα: Η υποκρισία της ΕΕ, η οποία, ενώ θεωρητικά χαρακτηρίζει «ολοκληρωτισμό» οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή δε βασίζεται στις αστικές εκλογές, όχι μόνο δεν ήταν αντίθετη, αλλά στήριξε ανοιχτά και με όλα τα μέσα το πέρασμα της διακυβέρνησης από το ένα τμήμα των αστών στο άλλο μέσω κινητοποιήσεων που είχαν και χαρακτηριστικά ένοπλης σύγκρουσης. Την ίδια στιγμή που διακηρύσσει ότι καταπολεμά τον «ολοκληρωτισμό απ' όπου κι αν προέρχεται», στηρίζει ανοιχτά τα ακραία εθνικιστικά, φασιστικά, αντικομμουνιστικά στοιχεία που δρουν ως μονάδες κρούσης. Επικροτεί ουσιαστικά τους νοσταλγούς του Χίτλερ, τις σβάστικες στους δρόμους του Κιέβου, τις ανατροπές των αγαλμάτων του Λένιν. Τα παραπάνω αποτελούν άλλη μία απόδειξη ότι οι δυνάμεις της αστικής δημοκρατίας και του φασισμού αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, ότι ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο στο βαθμό που καταπολεμείται ο καπιταλισμός.

Ενα άλλο παράδειγμα, πολύ διδακτικό για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων, είναι αυτό των εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος στον κλάδο της χαλυβουργίας. Απ' όλες τις πλευρές του αστικού πολιτικού συστήματος ακούστηκαν κραυγές αγωνίας για το «τέλος της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα», κραυγές αγωνίας που αντικειμενικά λειτουργούσαν προς όφελος των καπιταλιστών βιομηχάνων των χαλυβουργικών επιχειρήσεων. Είτε διατυπώνονταν ως συνέπεια των «μνημονιακών πολιτικών της ύφεσης, της κατάρρευσης της αγοράς και της ζήτησης» από την εφημερίδα «Αυγή», είτε ως συνέπεια των «μνημονιακών πολιτικών των αχρείων προδοτών Σαμαροβενιζέλων» από τη Χρυσή Αυγή, είτε ως συνέπεια της «ακριβής ενέργειας», το πρακτικό συμπέρασμα είναι ένα: Ολοι πίσω από τους καπιταλιστές για να διεκδικήσουμε φτηνή Ενέργεια για να ανακάμψουν τα κέρδη τους. Αντίθετα, το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ξεκαθάρισε ότι οι εργάτες δεν πρέπει να συρθούν πίσω από τα αιτήματα των αφεντικών τους, αλλά να διατυπώσουν δικό τους πλαίσιο πάλης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι τα εργοστάσια δεν τα κλείνουν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, αλλά η επιδίωξη του κέρδους από τους καπιταλιστές - ιδιοκτήτες τους, ότι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας κινδυνεύουν να μείνουν αναξιοποίητες ακριβώς λόγω της κυριαρχίας του κριτηρίου του καπιταλιστικού κέρδους στην παραγωγή.

Προβάροντας τη «διακυβέρνηση»

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί συνέχεια της στάσης του σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Ενδεικτικά υπενθυμίζουμε τόσο την παλιότερη (2008) στήριξη σύσσωμου του ΣΥΡΙΖΑ (και του λεγόμενου Αριστερού Ρεύματος μέσω του Λαφαζάνη) στις κινητοποιήσεις με βασικό αίτημα την παροχή δανείων στον βιομήχανο Λαναρά, όσο και τις δηλώσεις - υποσχέσεις που «πέφτουν βροχή» το τελευταίο διάστημα από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους βιομήχανους: Τις υποσχέσεις Κουρουμπλή προς τους φαρμακοβιομήχανους, τις δηλώσεις Πετράκου (υπεύθυνου Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ) στο «Αλουμίνιον της Ελλάδας» περί έμπρακτης στήριξης από τον ΣΥΡΙΖΑ της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, τις αλλεπάλληλες προσεγγιστικές κινήσεις μεταξύ του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του ΣΕΒ, με χαρακτηριστικότερη ίσως την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και τη σημειολογική κοινή παρουσία τους σε πρόσφατη εκδήλωση.

Οσο πιο κοντά νιώθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση, τόσο πιο πολύ εξαναγκάζεται εκ των πραγμάτων να αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά είναι, ως δύναμη διαχείρισης του εκμεταλλευτικού συστήματος, ως δύναμη που φιλοδοξεί να διαχειριστεί τη δημιουργία των γενικών συνθηκών κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες. Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί την οπορτουνιστική προσαρμογή της προπαγάνδας του, ακριβώς για να την καταστήσει πιο διεισδυτική σε λαϊκά στρώματα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και πέρα από κάθε φραστικό «περιτύλιγμα», οι πολιτικές που καλείται να ακολουθήσει κάθε κόμμα διαχείρισης του καπιταλισμού καθορίζονται από τις αναγκαιότητες της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι από τις όποιες υπαρκτές ή μη ιδεολογικές αναφορές του. Πρόσφατα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ δήλωσε χαρακτηριστικά και κυνικά: «Δεν έχω πρόβλημα να συνεργαστώ με οποιονδήποτε σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή ανεξάρτητα από τη ρητορική και τα ιδεογράμματα του κάθε κόμματος έχει και η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ορισμένα, ας πούμε, δόγματα. Ενα από αυτά λέει ότι (...) η προοπτική μίας νέας ανάπτυξης μπορεί να επέλθει σήμερα μόνο από τις δυνάμεις της παραγωγικής οικονομίας. Ποια κυβέρνηση μπορεί να το επιτύχει αυτό και να επιτύχει;».

Ενδεικτικοί για την προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα είναι και οι χειρισμοί του στο ζήτημα των υποψηφιοτήτων στις εκλογές για τα όργανα τοπικής διοίκησης. Τόσο ο εξαναγκασμός σε υποχώρηση της υποψηφιότητας Καρυπίδη όσο και η σφοδρή επιμονή στην υποψηφιότητα του «μνημονιακού» Βουδούρη στην Πελοπόννησο αναδεικνύουν την πρόθεση προετοιμασίας ευρύτερων δυνάμεων για τα «ανοίγματα» εκείνα που θα εξασφαλίσουν την άνοδόο του στον κυβερνητικό θώκο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Νίκου Βούτση για την υποψηφιότητα Βουδούρη, «θα έχουμε τέτοιους όλο και περισσότερους, από περισσότερους χώρους...», καθώς και η δήλωση του Αλ. Τσίπρα για συμμετοχή εξωκομματικών σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Ολα αυτά αναδεικνύουν τη στρατηγική σύγκλιση των δύο σημερινών βασικών πυλώνων του υπό διαμόρφωση νέου διπολισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, τη σύμπλευση δηλαδή σε όλα εκείνα τα θεμελιώδη ζητήματα από τα οποία εξαρτώνται και όλα τα υπόλοιπα. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι και τα δύο κόμματα προβάλλουν την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σωτηρία για τα λαϊκά προβλήματα, και τα δύο κόμματα διαχωρίζουν την καπιταλιστική δραστηριότητα σε «υγιή» και «παρασιτική», δηλώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεσή τους να σταθούν στο πλευρό της πρώτης, και τα δύο κόμματα αποδέχονται τον ευρωμονόδρομο, ενώ και τα δύο κόμματα με κάθε ευκαιρία δηλώνουν την αγωνία τους για την κοινωνική συνοχή και την «εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία». Την παραπάνω σύγκλιση προσπαθούν να κρύψουν με φραστικές αντιπαραθέσεις, που από τη μία αποτυπώνουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό για το ποιος από τους δύο θα αποτελέσει τον πιο ικανό διαχειριστή του εκμεταλλευτικού συστήματος, ενώ από την άλλη είναι απαραίτητες για το στήσιμο του νέου δίπολου. Ομως, όπως ήδη σημειώσαμε, ο ελληνικός λαός έχει εμπειρία από αντίστοιχους δικομματικούς καβγάδες στο παρελθόν. Αυτή η εμπειρία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτροπή της εμπλοκής του στα δίχτυα της νέας διπολικής αντιπαράθεσης.

Στρατηγική σύμπλευση

Τα παραπάνω φυσικά δε σημαίνουν ότι τα δύο κόμματα είναι ίδια, όπως δεν ήταν ίδια ούτε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ όταν για χρόνια συμμετείχαν σε μία κάλπικη οξυμένη αντιπαράθεση πριν καταλήξουν κυβερνητικοί συνέταιροι. Δύο απολύτως ίδια κόμματα θα ήταν άχρηστα στο αστικό πολιτικό σύστημα, δε θα δημιουργούσαν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, εναλλακτικών επιλογών, αναχαίτισης του ταξικού ριζοσπαστισμού. Για να σταθεί γερά στα πόδια του ο καπιταλισμός χρειάζεται τουλάχιστον δύο στηρίγματα, τα οποία εξίσου απορροφούν τους κραδασμούς.

Στη βάση αυτής της στρατηγικής σύμπλευσης πριν λίγο καιρό έπεσε από αστικά μέσα ενημέρωσης στο τραπέζι και το ενδεχόμενο ενός μεγάλου συνασπισμού ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ, καθότι «δεν υπάρχουν περιθώρια περιττών αντιπαραθέσεων στις σημερινές συνθήκες». Φυσικά, όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τα σενάρια αυτά θα υποχωρούν, ωστόσο το ζήτημα όχι μόνο έχει τεθεί αλλά τροφοδοτήθηκε και από φωνές και των δύο πόλων (ενδεικτικά αναφέρουμε τις δηλώσεις Γεωργιάδη από πλευράς ΝΔ και Γλέζου, Βούτση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ). Οσο μακρινό κι αν φαίνεται στα μάτια της πλειοψηφίας του λαού ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι - όπως έχει δείξει και η Ιστορία - οι οποιεσδήποτε υπαρκτές ή μη διαφορές μπορούν να μπουν στην άκρη όταν υπάρχει σύμπλευση στο βασικό, στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.

Αυτό έγινε άλλωστε με την αξιοποίηση διαφόρων προσχημάτων σε όλες τις σχετικές ιστορικές περιπτώσεις, από το λεγόμενο ιστορικό συμβιβασμό του ευρωκομμουνιστικού Ιταλικού ΚΚ (το οποίο ο Τσίπρας στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ιταλία χαρακτήρισε «εργαστήρι των εμπνευσμένων αναλύσεων και των τολμηρών πρωτοβουλιών») με τους Χριστιανοδημοκράτες, μέχρι τη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις επαφές και τη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ του Π. Καμμένου (πρώην στελέχους και υφυπουργού της κυβέρνησης ΝΔ), τα κοινά ψηφοδέλτια των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ με δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ σε μια σειρά συνδικάτα και ομοσπονδίες, τις εκθειαστικές σχεδόν δηλώσεις Τσίπρα για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη στήριξη μαζί με ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑ.Ο.Σ. κοινού υποψηφίου στην Ικαρία έναντι του κομμουνιστή υποψηφίου στις προηγούμενες εκλογές για την Τοπική Διοίκηση κ.λπ.

Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο από αυτά που αποδεικνύουν ότι, όπως οι δυνάμεις της συγκυβέρνησης, έτσι και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα δοκιμασμένες: Είναι δοκιμασμένες στο εργατικό κίνημα όπου καλλιεργούν τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας, είναι δοκιμασμένες στα όργανα της Τοπικής Διοίκησης, όπου πρωτοστατούν στο πέρασμα αντιλαϊκών πολιτικών (στήριξαν τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, στηρίζουν την ίδρυση των λεγόμενων Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, προτείνουν το άνοιγμα των μαγαζιών τις Κυριακές κ.λπ.), είναι δοκιμασμένες ως αντιπολίτευση που κινείται εντός των καπιταλιστικών «τειχών», προτείνουν ως πρότυπες, μάλιστα, πολιτικές αναπαραγωγής της μαζικής φτώχειας, αντίστοιχες αυτής του Ομπάμα στις ΗΠΑ κ.λπ.

Ο λαός πρέπει να ξεπεράσει τους σκοπέλους που θα αυξηθούν όσο πλησιάζουμε στις εκλογές. Δεν πρέπει να αφήσει το κριτήριό του να θολώσει, αντίθετα πρέπει να σκεφτεί ψύχραιμα ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετεί η πολιτική κάθε κόμματος. Πρέπει να τιμωρηθούν όλα τα κόμματα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και του ευρωμονόδρομου, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, όλοι όσοι καλλιεργούν από οποιοδήποτε στασίδι το μύθο των φιλολαϊκών εξελίξεων εντός αυτών των «τειχών». Δε συνιστά τιμωρία κανενός η μετακίνηση μεταξύ των κομμάτων του καπιταλισμού και της ΕΕ, όπως δε συνιστούσε τιμωρία και παλαιότερα η συνεχής μετάγγιση ψήφων από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ και τούμπαλιν.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ