Οι ΚΟΙΝΣΕΠ νομοθετήθηκαν με τη λεγόμενη κοινωνική οικονομία επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με το ν. 4019/2011 («Νόμος Κατσέλη»). Οι θιασώτες της «κοινωνικής οικονομίας» ή του «τρίτου τομέα της οικονομίας» προπαγανδίζουν μια «νησίδα» ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται όμως για ανάχωμα στη λαϊκή δυσαρέσκεια, που ευνοεί το καπιταλιστικό κράτος και τα μονοπώλια, αφού λειτουργεί ως δούρειος ίππος για τη διείσδυση της επιχειρηματικής δράσης σε βασικές υπηρεσίες του Δημοσίου και υποβάλλει στο λαό τη λογική της συνευθύνης στην κάλυψη τομέων απ' όπου το κράτος αποσύρεται, όπως η Πρόνοια.
Ως στρατηγική, διαμορφώθηκε στη Διάσκεψη υπουργών Κοινωνικής Πολιτικής των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ, τον Ιούνη του 1998. Η κατεύθυνση, που δόθηκε, ήταν να δημιουργηθεί «το κράτος, το οποίο ρυθμίζει το κοινωνικό περιβάλλον, αντί του κράτους που χορηγεί κοινωνικές παροχές», ενώ υπογραμμίστηκε και η συμβολή της στην «κοινωνική συνοχή». Την «κοινωνική οικονομία» υιοθετεί και ο ΣΥΡΙΖΑ («αλληλέγγυα οικονομία») ως βασική μορφή στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» που προτείνει, για την (καπιταλιστική) ανάπτυξη και την ανακύκλωση της ανεργίας.
Για να ιδρυθεί μια ΚΟΙΝΣΕΠ, απαιτούνται πέντε τουλάχιστον μέλη, που μπορεί να είναι είτε φυσικά πρόσωπα, είτε φυσικά και νομικά πρόσωπα (κατά το 1/3). Οι μέτοχοι - μέλη των ΚΟΙΝΣΕΠ έχουν δικαίωμα να εργάζονται και ίδιοι αν θέλουν, αλλά και να προσλαμβάνουν άλλους εργαζόμενους με όποια σχέση εργασίας θέλουν, που σημαίνει ευέλικτες σχέσεις και μισθοί πείνας. Ορισμένες ΚΟΙΝΣΕΠ έχουν συνάψει με τους δήμους προγραμματικές συμβάσεις που προβλέπουν ίδιες αποδοχές για όλους τους εργαζόμενους, χωρίς να λογαριάζουν την ειδικότητα. Αλλες ΚΟΙΝΣΕΠ ορίζουν διαφορετικές αποδοχές, τόσο μεταξύ των ειδικοτήτων όσο και εντός της ίδιας ειδικότητας.
Οι «Κοινωνικές Επιχειρήσεις» λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα και εντάσσονται σε προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας, σε «χρηματοδοτικά εργαλεία» κ.λπ. Οι δημοτικές αρχές προωθούν στα Δημοτικά Συμβούλια προγραμματικές συμβάσεις με τις ΚΟΙΝΣΕΠ, εξασφαλίζοντας την οικονομική τους ενίσχυση με σημαντικά ποσά, εκχωρώντας τους δημοτικές εγκαταστάσεις, μέσα και εξοπλισμό που ανήκουν στους δήμους και διοχετεύοντας στις τσέπες τους ανταποδοτικά τέλη.
Οι πόροι των δήμων, από τους οποίους χρηματοδοτούνται οι συμβάσεις με τις ΚΟΙΝΣΕΠ, προέρχονται είτε από την κρατική χρηματοδότηση, πηγή της οποίας είναι η φορολογία του λαού, είτε από τη φορολόγηση των δημοτών, είτε από έσοδα που αναγκάζονται να πληρώνουν οι δημότες, με διάφορους τρόπους, όπως δίδακτρα, συνδρομές, τροφεία. Με τον τρόπο αυτό, οι ΚΟΙΝΣΕΠ μετατρέπονται σε όχημα για την παραπέρα εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητα των δήμων.
Οι υπηρεσίες που παρέχονται μέσω των «κοινωνικών επιχειρήσεων» δεν είναι για όλους, ούτε για πάντα, αφού σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις λειτουργούν ανταποδοτικά στο όνομα της «βιωσιμότητάς» τους. Σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπου έχουν ήδη δοκιμαστεί, μειώθηκε παραπέρα η κρατική επιχορήγηση προς τους δήμους και απολύθηκε προσωπικό τους, εμπορευματοποιήθηκαν έργα και υπηρεσίες προς τους δημότες, μεθοδεύτηκε η απαλλαγή του κράτους από την ευθύνη να προσφέρει υπηρεσίες στο λαό, που τις έχει ήδη πληρώσει μέσω άμεσης και έμμεσης φορολογίας.
Οι ΚΟΙΝΣΕΠ αποτελούν όχημα για εύρεση φτηνών εργαζομένων, δίχως δικαιώματα, ανακύκλωση της ανεργίας και αναδιανομή της φτώχειας, ενίσχυση αντιθέσεων, διάσπαση και κατακερματισμό των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, διευκολύνουν την είσοδο ιδιωτών σε κρίσιμες υπηρεσίες. Οι δημοτικές αρχές προωθούν τις ΚΟΙΝΣΕΠ όχι μόνο για να «ξεφορτωθούν» τομείς ιδιωτικοποιώντας τους, αλλά και για να τις χρησιμοποιήσουν ως μηχανισμό προσλήψεων και ενσωμάτωσης των πιο ευάλωτων στρωμάτων.
Ωθούν συμβασιούχους στην ίδρυση ΚΟΙΝΣΕΠ, προωθώντας και με αυτόν τον τρόπο την ενίσχυση των αυταπατών ότι μπορεί να λύσουν οι άνεργοι τα εργασιακά τους προβλήματα με τη μετατροπή τους σε επιχειρηματίες. Παράλληλα, με τις ΚΟΙΝΣΕΠ, οι δήμοι απαλλάσσονται από τα όποια «βαρίδια» τούς δημιουργούν οι απευθείας προσλήψεις (διεκδίκηση μόνιμης και σταθερής εργασίας, μισθοί, συγκροτημένα δικαιώματα).
Από την άλλη, στις ΚΟΙΝΣΕΠ εμπλέκονται διάφοροι επιτήδειοι παράγοντες, είτε επιχειρηματικών συμφερόντων, είτε δημοτικών αρχών, οι οποίοι βέβαια και πρωτοστατούν στην ίδρυσή τους με προφανή σκοπό την αξιοποίησή τους για την ανάπτυξη, μεταξύ άλλων, επιχειρηματικής δράσης.
Οι δήμαρχοι της αστικής διαχείρισης και του ευρωμονόδρομου επιχειρηματολογούν ότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν τη συνέχιση της λειτουργίας των δημοτικών υπηρεσιών, κρύβοντας ότι οι ΚΟΙΝΣΕΠ αποτελούν φυσικό επακόλουθο της υποχρηματοδότησης των ΟΤΑ, της λειτουργίας τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, της απαγόρευσης των προσλήψεων και της αντικατάστασης της σταθερής δουλειάς με ελαστικές και πρόσκαιρες σχέσεις εργασίας, ότι δηλαδή αποτελούν συστατικό στοιχείο της κυβερνητικής και ευρωενωσιακής πολιτικής.
Παρουσιάζουν τις ΚΟΙΝΣΕΠ ως αναγκαστική επιλογή στο πλαίσιο της διαχείρισης που καλούνται να ασκήσουν στους ΟΤΑ, με τους πενιχρούς πόρους που διαθέτουν. Σε όλα τα πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων για το ζήτημα της σύναψης συμβάσεων με ΚΟΙΝΣΕΠ κυριαρχεί η ίδια επιχειρηματολογία: Πως οι ΚΟΙΝΣΕΠ είναι μια «αναγκαιότητα», αφού έχουν στην πράξη απαγορευθεί οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Από μόνη της αυτή η διαπίστωση αναδεικνύει τις ευθύνες των δημοτικών αρχών που στήριξαν και στηρίζουν το χτύπημα της μόνιμης και σταθερής εργασίας, η οποία αντικαθίσταται από φθηνότερο, ευέλικτο και προσωρινό εργατικό δυναμικό.
Το ταξικό κίνημα είναι αντίθετο στις ΚΟΙΝΣΕΠ, όπως και σε κάθε ιδιωτικοποίηση. Ζητάει την κατάργησή τους, όπως και κάθε μορφής επιχειρηματικής δράσης στους ΟΤΑ. Παλεύει για προσλήψεις μόνιμου προσωπικού με δικαιώματα, μονιμοποίηση των συμβασιούχων, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, για μέτρα ουσιαστικής στήριξης των ανέργων.
Από αυτήν τη σκοπιά, η παρέμβαση των ταξικών δυνάμεων εστιάζει στην ολοκληρωμένη συζήτηση με τους απολυμένους - ανέργους που είναι μέλη των ΚΟΙΝΣΕΠ, καθώς και με όσους εργαζόμενους έχουν προσλάβει, με στόχο να σπάει η εχθρότητα και να αναπτυχθεί κοινή δράση με τους άλλους εργαζόμενους στο δήμο και με το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα, να αναδεικνύεται ο ρόλος των δημοτικών αρχών, που πρωταγωνιστούν στη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των εργαζομένων και του λαού, υπηρετώντας την ίδια στρατηγική με την κυβέρνηση και την ΕΕ.