ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 9 Νοέμβρη 2001
Σελ. /40
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Μια αέναη υπαρξιακή αντιπαράθεση

Η χρησιμοποίηση σύγχρονων πολεμικών όπλων έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της υλικοτεχνικής υποδομής μιας χώρας και την εξόντωση αθώων, ανατρέχοντας δε στην ιστορία του πολέμου, διαπιστώνει κανείς πως σταδιακά ο φόρος του αίματος μετακινείται από τους ένοπλους στρατιώτες της μάχης στους άοπλους και άμαχους πολίτες
Η χρησιμοποίηση σύγχρονων πολεμικών όπλων έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της υλικοτεχνικής υποδομής μιας χώρας και την εξόντωση αθώων, ανατρέχοντας δε στην ιστορία του πολέμου, διαπιστώνει κανείς πως σταδιακά ο φόρος του αίματος μετακινείται από τους ένοπλους στρατιώτες της μάχης στους άοπλους και άμαχους πολίτες
Το θέμα που πραγματεύεται ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Μανωλεδάκης είναι σημαντικό και επίκαιρο, τόσο από την ιστορική σκοπιά στην οποία αναφέρεται, όσο και από τη σύγχρονη. Η εξαπόλυση του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Κεντρική Ασία συνοδεύεται από τα πιο στυγνά μέτρα καταστολής ενάντια στους λαούς στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών. Το κείμενο είναι η ομιλία του καθηγητή στο γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου στο ΑΠΘ. Σήμερα δημοσιεύουμε στο «Ριζοσπάστη» το πρώτο μέρος, ενώ αύριο θα δημοσιευτεί το δεύτερο και τελευταίο μέρος της ομιλίας.

(Α` μέρος)

Προσεγγίσεις στην αρχαιότητα

Από την αρχαιότητα ακόμα η κριτική σκέψη προσπάθησε να ερμηνεύσει το φαινόμενο του πολέμου.

Είτε πρόκειται για ατομική αντιπαράθεση (μονομαχία) είτε για σύγκρουση ομάδων ή πόλεων - κρατών, η αλληλοεξόντωση ανθρώπων φαίνεται συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση και τις ανάγκες της. Και σε γενικότερη αναγωγή, αυτή η αντιπαράθεση, η σύγκρουση μέχρις εσχάτων και η επικράτηση του ενός με την εξόντωση του άλλου κρίθηκε ως επιμέρους έκφραση της κοσμικής αναγκαιότητας: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστιν, πάντων δε βασιλεύς», στη γνωστή ρήση του Ηράκλειτου1,με την έννοια της «πάλης των αντιθέτων», που αποτελεί - κατά τη βασική αρχή της διαλεκτικής - την κινητήρια δύναμη της κοσμικής εξέλιξης και, βέβαια, και της ανθρώπινης Ιστορίας2.


Ο Αριστοτέλης δικαιολογεί σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο τον πόλεμο, υπάγοντας την πολεμική στη θηρευτική τέχνη (στην τέχνη του κυνηγιού) όπου οι εκ φύσεως προορισμένοι να υπηρετούν, όταν δεν το κάνουν οικειοθελώς, εξαναγκάζονται σ' αυτό με τον πόλεμο3.Κτητική λοιπόν τέχνη ο πόλεμος δικαιολογείται μόνο ως μέσο προς σκοπό, ενώ είναι ηθικά απαράδεκτος, όταν ανάγεται σε αυτοσκοπό4.Αντίθετα, κατά τον Αριστοτέλη πάντα, η ειρήνη αποτελεί καθεαυτήν αυταξία5.

Ο Πλάτων, παρομοιάζοντας τον πόλεμο με την αρρώστια6, τον θεωρεί κακό που δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς, ένα κακό που προκαλείται από το σώμα και τις ανάγκες του για την απόκτηση υλικών αγαθών: «Και γαρ πολέμους και στάσεις και μάχας ουδέν άλλο παρέχει ή το σώμα και αι τούτου επιθυμίαι διά γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίγνονται»7.Κατά τον Πλάτωνα, καλός πολιτικός και καλός νομοθέτης είναι εκείνος που «χάριν ειρήνης τα πολέμου νομοθετεί μάλλον ή των πολεμικών ένεκα τα της ειρήνης»8.

Για τον Κικέρωνα ο πόλεμος είναι ανταγωνισμός με βία, σε αντίθεση προς την αντιπαράθεση με επιχειρήματα9.Στη ρωμαϊκή θεωρία αναγνωρίζονται πάντως ηθικοί κανόνες, στους οποίους πρέπει να υπακούει ένας πόλεμος προκειμένου να χαρακτηριστεί δίκαιος (bellum iustum) και ως τέτοιος αναγνωριζόταν κατ' εξοχήν ο ανταποδοτικός και ο αμυντικός πόλεμος.

Χριστιανισμός και πόλεμος

Για τους γνήσιους Χριστιανούς των πρώτων χρόνων έδαφος για αποδοχή ή δικαιολόγηση του πολέμου δεν υπήρχε. Το κήρυγμα της αγάπης δεν άφηνε περιθώρια ούτε γι' αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «δίκαιος πόλεμος» ή «αναγκαίος πόλεμος» στη μέχρι τότε θεωρία του πολέμου: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς»10.Τα πράγματα άλλαξαν ωστόσο όταν αναγνωρίστηκε και υιοθετήθηκε η χριστιανική θρησκεία από την κρατική εξουσία και η Εκκλησία έγινε φορέας εξουσίας.

Με τη διδασκαλία του Αυγουστίνου εισάγεται και στη χριστιανική φιλοσοφία η έννοια του «δίκαιου πολέμου», όταν εξαναγκάζεται μ' αυτόν η επιβολή του καλού πάνω στο κακό11.Μόνο όταν το καλό επιβληθεί πλήρως στην «Πολιτεία Θεού» μπορεί να υπάρξει, κατά τον Αυγουστίνο, διαρκής και παντοτινή ειρήνη. Στη δυτική φιλοσοφία του Μεσαίωνα η έννοια του «δίκαιου πολέμου» εξακολουθεί να εντοπίζεται στην προώθηση του Καλού και στην παρεμπόδιση του Κακού, στην επίτευξη του κοινού συμφέροντος ως «γενικού καλού». Σ' αυτή την κατηγορία εντάχθηκε, όπως ήταν επόμενο, και ο εκχριστιανισμός των εθνικών. Για την επαλήθευση της δικαιολόγησης ενός πολέμου θα έπρεπε ωστόσο ο Ηγεμόνας να υπολογίσει και την έλλογη κρίση των υπηκόων του και να μην αρκεστεί στις υποκειμενικές του απόψεις και στην καλή του πίστη. Εξάλλου, ανοιχτό ήταν το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ένας πόλεμος «δίκαιος» και από τις δύο πλευρές, αφού κατά κανόνα οι ηγεμόνες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ενεργούν με καλή πίστη και με τη συμπαράσταση των υπηκόων τους. Κατ' αντικειμενική και πραγματιστική ωστόσο κρίση, ένας πόλεμος δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «δίκαιος» αν προκαλούσε στη χώρα μεγαλύτερη ζημία παρά όφελος12.

Παρέμενε, πάντως, αναμφισβήτητο ότι το «δικαίωμα στον πόλεμο» αποτελούσε έκφραση της αυθεντίας του Ηγεμόνα13.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως στη δυτική φιλοσοφία του πολέμου των αρχαίων και μέσων χρόνων ο πόλεμος αναγνωρίζεται ως θεσμός της κοινωνίας και γι' αυτό αναγκαία διαπλέκεται με τη δικαιοσύνη. Ο «δίκαιος πόλεμος», όπως τον αντιλαμβανόταν η δυτική σκέψη, δεν ήταν παρά η επιβολή της δικαιοσύνης με βίαια μέσα. Μιας δικαιοσύνης, όμως, κατ' εξοχήν ανταποδοτικής και επανορθωτικής, που προσπαθούσε να συνδυάσει την άγρια φύση του ανθρώπου με το ηθικό και δικαιικό αξίωμα «να μη βλάπτες τους άλλους».

Την εποχή του έθνους - κράτους

Η θεωρία του πολέμου αναπτύχθηκε, όμως, κατ' εξοχήν με την εμφάνιση του προτύπου του σύγχρονου έθνους - κράτους στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα14,ενώ πιο πριν, στις αρχές του 16ου αιώνα ο Μακιαβέλι είχε θέσει τα θεμέλια για την αντιμετώπιση του φαινομένου από τη νεότερη δυτική σκέψη, συσχετίζοντας τον πόλεμο με την πολιτική και υπάγοντάς τον σ' αυτήν. Ο Μακιαβέλι μετέθεσε το παραδοσιακό ερώτημα πώς πρέπει να διεξάγεται ένας πόλεμος για να είναι «δίκαιος» στο πώς πρέπει να διεξάγεται ένας πόλεμος για να είναι αποτελεσματικός, δηλαδή νικηφόρος, αφού κατά τη γνώμη του η νικηφόρα έκβαση του πολέμου ήταν αυτή που τελικά τον δικαιολογούσε και τον δικαίωνε. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι ο Μακιαβέλι επιδοκίμαζε τον πόλεμο ως αυταξία. Αντίθετα, ανατρέχοντας στην άποψη του Αριστοτέλη περί «θηρευτικής τέχνης», τον θεωρούσε ως αναγκαίο εργαλείο και παρακάμπτοντας τη συζήτηση για το «δικαίωμα στον πόλεμο» και τον «δίκαιο πόλεμο», εντόπιζε τη σκέψη του στη θεμελίωση ενός δικαίου του πολέμου15.

Ο Ούγκο Γκρότιους συνέλαβε πρώτος την έννοια του «ολοκληρωτικού πολέμου» ως μιας εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ κρατών, αλλά και μεταξύ όλων των ατόμων που ανήκουν στα εμπόλεμα κράτη ή βρίσκονται υπό την προστασία τους16.Ενας τέτοιος πόλεμος δε θεωρείται πια υπόθεση και ευθύνη του Ηγεμόνα, αλλά ολόκληρου του κράτους - έθνους, που τον διεξάγει με όλες του τις δυνάμεις.

Ωστόσο, ακόμα, οι κυβερνήσεις των κρατών, ξεκομμένες από το κύριο σώμα του λαού, εξαιτίας των πολιτικών και ταξικών δομών, δεν είχαν την ικανότητα να συγκεντρώσουν στο στράτευμα όλο το εθνικό δυναμικό, κάνοντας τον πόλεμο πράγματι «ολοκληρωτικό» και οι επαγγελματικοί στρατοί εξακολουθούσαν να παραμένουν με αρκετούς μισθοφόρους στους κόλπους τους17.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση η αρχή του «ένοπλου έθνους» αρχίζει πια να υλοποιείται στην πράξη, καθιστώντας πραγματικότητα την αντίληψη του «ολοκληρωτικού πολέμου». Η στρατιωτική θητεία συνδυάζεται ήδη με τα πολιτικά δικαιώματα και την πολιτική χειραφέτηση. Το «ένοπλο έθνος» καθιστά τον πόλεμο αποτελεσματική συνέχεια της πολιτικής μέσα από την πλήρη εκμετάλλευση των εθνικών πόρων18.Η αντίδραση στο φαινόμενο του πολέμου εκδηλώνεται - κατ' επέκταση της αντίληψης του Μακιαβέλι - όχι στην αναζήτηση του «δίκαιου πολέμου», αλλά στην οριοθέτησή του, στη θέσπιση ενός «δικαίου του πολέμου» και στην προσπάθεια εξανθρωπισμού του.

Ηδη ο Ρουσό στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»19 γράφει ότι ο πόλεμος δε συνιστά μια σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, αλλά κράτους προς κράτος, όπου τα κατ' ιδίαν άτομα δεν είναι εχθροί μεταξύ τους - ούτε ως άνθρωποι ούτε ως πολίτες - μα, συμπληρωματικά μόνο, ως στρατιώτες. Πρέπει, λοιπόν, να περιορίζεται ο πόλεμος ανάμεσα σ' αυτούς που διεξάγουν τη μάχη, όσο κρατούν το όπλο στο χέρι. Από τη στιγμή όμως που θα παραδοθούν, δεν είναι πια εχθροί ή όργανα του αντιπάλου, αλλά απλοί άνθρωποι και κανένας δεν έχει δικαίωμα πάνω στη ζωή τους. Ο πόλεμος δε δίνει κανένα δικαίωμα που δεν είναι απαραίτητο για το σκοπό του. Εναν αιώνα μετά, το 1864, ιδρύεται ο Ερυθρός Σταυρός και βαθμιαία θεσπίζεται σειρά από διεθνείς συμβάσεις, που συγκροτούν το «δίκαιο του πολέμου» και συμβάλλουν στον εξανθρωπισμό του.

Κλαούζεβιτς και Λένιν

Προς την ίδια κατεύθυνση επιχειρεί να λειτουργήσει η θεωρητική σύνδεση πολέμου και πολιτικής, γνωστή ήδη (όπως είδαμε) από την εποχή του Μακιαβέλι, με το φιλειρηνικό ήδη ερώτημα: Πώς μπορεί η έλλογη πολιτική να περιορίσει ή να εξοβελίσει τον πόλεμο; Εκείνος που προώθησε και τελειοποίησε αυτή τη σύνδεση πολέμου και πολιτικής ήταν ο Γερμανός Κάρολος φον Κλαούζεβιτς. Ο Κλαούζεβιτς ορίζει τον πόλεμο ως «πράξη βίας προκειμένου να εξαναγκαστεί ο αντίπαλος να εκτελέσει τη βούλησή μας20,αδιάφορο αν η βούληση αυτή αποβλέπει στην αλλαγή ή στη διατήρηση μιας υφιστάμενης κατάστασης. Ο πόλεμος έχει έτσι μέσα του το στοιχείο του μίσους και της εχθρότητας. Δίχως εχθρότητα δεν είναι νοητός ούτε δυνατός ο πόλεμος21,και χωρίς θανάτωση του άλλου λόγω έχθρας - με τη βία που φθάνει στα ακραία της όρια - δεν υπάρχει πόλεμος. Ωστόσο, ο πόλεμος δε διεξάγεται μόνο από εχθρότητα, αλλά και με το φόβο που λειτουργεί ανασταλτικά στη χρήση της άκρατης βίας και βάζει κάποιο φρένο στην αφανιστική διάθεση των εμπολέμων. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η αδυναμία και αναποφασιστικότητα του ανθρώπου μπροστά στα μεγάλα εγχειρήματα. Αφού, λοιπόν, η κοινωνική ένωση των ανθρώπων δεν μπορεί να διατηρηθεί μέσα σε κατάσταση διαρκούς και καθολικής βίας, αναγκαία διακόπτεται, παύει η χρήση της από καιρού σε καιρό και αντικαθίσταται από την πολιτική. Η πολιτικοποίηση του πολέμου, κατά τον Κλαούζεβιτς, δε γίνεται από ηθική πρόθεση, μα κατ' ανάγκη. Πόλεμος και πολιτική αποτελούν ενότητα με διαφορετικές όψεις: Ο πόλεμος συνιστά πολιτική ενέργεια (με βίαια μέσα). Είναι γέννημα και συνέχιση της πολιτικής22.Εχει λοιπόν αναγκαστικά πολιτικό χαρακτήρα, που συνεπάγεται την έλλογη αναστολή του στα πλαίσια της λογικής στάθμισης των συνθηκών για την καλύτερη επίτευξη του στόχου. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική ως επιδίωξη δύναμης και επιβολής "κυοφορεί" τον πόλεμο και τον "γεννά". Ετσι, η πολιτική δεν είναι αντίθετη έννοια προς τον πόλεμο. Πολιτική και πόλεμος μπορούν να υπαχθούν από κοινού στην ευρύτερη έννοια της σύγκρουσης μεταξύ ανθρώπων23.Οσο για τους περιορισμούς που ήδη είχε αρχίσει να θέτει στον πόλεμο το διεθνές δίκαιο, ο Κλαούζεβιτς τους θεωρεί ανεπαίσθητους, ανάξιους λόγου περιορισμούς, τους οποίους θέτει στον εαυτό της η βία υπό την ονομασία των ηθών και του δικαίου, και τη συνοδεύουν χωρίς να εξασθενίζουν ουσιαστικά τη δύναμή της24.

Συναφείς είναι και οι απόψεις του Λένιν για τη σχέση πολέμου και πολιτικής25.Υπάγονται και τα δύο στην υπερκείμενη έννοια της σύγκρουσης και του αγώνα κι επομένως η πολιτική δεν ταυτίζεται καθεαυτήν με τη μετριοπάθεια. Για τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία η πραγματική εξήγηση των πολέμων πρέπει να αναζητηθεί στη σχέση μεταξύ των τάξεων. Ο πόλεμος δεν είναι παρά μια συνέχιση της πολιτικής των τάξεων, που επιδιώκουν ταξικούς στόχους26.Συνεπώς, θα εξαλειφθεί μόνο σε μια αταξική κοινωνία. Κατά τη λενινιστική θεωρία «η ανατροπή του καπιταλισμού είναι αδύνατη χωρίς τη βία, χωρίς ένοπλη εξέγερση και πολέμους του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης»27.

Οι απόψεις του Κλαούζεβιτς, αλλά και του μαρξισμού - λενινισμού αποτέλεσαν το θεωρητικό προανάκρουσμα των ολοκληρωτικών πολέμων που ακολούθησαν - του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου - του ψυχρού πολέμου σε καιρό υποτιθέμενης ειρήνης, των τοπικών πολέμων (που υποστηρίχτηκαν από τα αντίπαλα στρατόπεδα), αλλά και της σημερινής ρευστής και εξαιρετικά επικίνδυνης κατάστασης, παρά τις εν τω μεταξύ αναθεωρήσεις και τις αισιόδοξες προβλέψεις για την αποδυνάμωση του πολεμικού φαινομένου και το τέλος της πολεμικής Ιστορίας του ανθρώπου.

Οταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χρησιμοποιήθηκαν άνθρωποι και όπλα σε αφάνταστη μέχρι τότε έκταση. Και τα έθνη που είχαν εμπλακεί σ' αυτόν αποδείχτηκαν ικανά να σηκώσουν το βάρος του πολέμου για πολύ μεγαλύτερη περίοδο από όσο αναμενόταν28. Οι μάχες του 1914-1918 παρουσίασαν για πρώτη φορά την όψη του «ολοκληρωτικού πολέμου», ενός πολέμου ανάμεσα σε έθνη, που δεν περιορίστηκε στις κυβερνήσεις τους και στους επαγγελματικούς στρατούς, μα επεκτάθηκε στους ίδιους τους λαούς, σε ένα τρομερό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ηδη, η βιομηχανική επανάσταση είχε δώσει τις δυνατότητες να κατασκευαστούν όπλα πολύ πιο φονικά από εκείνα που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Η σκληρότητα του πολέμου δημιούργησε ένα τρομερό μίσος μεταξύ των αντιπάλων, το οποίο δεν υπήρχε όταν άρχισε ο πόλεμος. Είναι λοιπόν ευεξήγητο29 πως μετά από χρονικό διάστημα είκοσι μόλις ετών ξέσπασε ο Δεύτερος «ολοκληρωτικός» Παγκόσμιος Πόλεμος, η θηριωδία του οποίου ξεπέρασε κάθε ιστορικό προηγούμενο. Στο μεσοδιάστημα της εύθραυστης ειρήνης μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων η πολιτική της σύγκρουσης, αλλά και το μίσος ανάμεσα στους λαούς, που σώρευσε ο πρώτος πόλεμος, έφθασαν στο σημείο να δημιουργηθούν και να ακουστούν δημόσια απόψεις ότι ολόκληρες πόλεις και οι πληθυσμοί τους μπορεί να αποτελούν νόμιμους στρατιωτικούς στόχους! Και κάτι άλλο, που έχει ιδιαίτερη σημασία για σήμερα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σε σύγκριση με τον Πρώτο είχε - σε μερικά τουλάχιστον στάδιά του - λιγότερους στρατιώτες νεκρούς, αλλά ασύγκριτα περισσότερους άμαχους πολίτες. Ανατρέχοντας στη θεωρία και στην ιστορία του πολέμου, διαπιστώνει κανείς πως σταδιακά ο φόρος του αίματος μετακινείται από τους ένοπλους στρατιώτες της μάχης στους άοπλους και άμαχους πολίτες.

Σημειώσεις

1. Απόσπασμα αρ. 53. Και συνέχεια: «τους μεν θεούς έδειξεν τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησεν τους δε ελευθέρους».

2. Πρβλ. και το απόφθεγμα του ίδιου φιλοσόφου (αρ. 8): «Το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ' έριν γίνεσθαι».

3. Αριστοτέλους, Πολιτικά Ι, 8, 1256 b.

4. Πολιτικά VII, 2, 1325 α.

5. Πολιτικά VII, 14, 1333 α.

6. Πλάτωνος, Νόμοι, Α, IV, 628 d.

7. Πλάτωνος, Φαίδων, 66 c.

8. Νόμοι, ο.α.π. Πρβλ. και στο ίδιο, Η, Ι, 829 α.

9. Cicaro, De officiis, I, 11, 34.

10. Κατά Ματθαίον, ε`, 43-44.

11. Augustinus, De Civitate Dei, XIX, 7, XV, 5. Στο ίδιο πνεύμα ο Θωμάς Ακκινάτης, Summa theologica, II / II, 40, α 1.

12. Franciscus de Vitoria, De jure belli, 13.

13. Πρβλ. M. de Wulf, Philosophy and civilization in the middle ages, (Εκδ. Dover, N.Y., 1953) σ. 261.

14. Βλ. Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 8 (λ. πόλεμος), σ. 189.

15. Βλ. Ο. Kimminich, σε Historisches Worterbuch der Philosophie (Hrsg. v. Riter / Grunder) τ. 4, σ. 1232.

16. Η. Grotius, De jure belli ac pacis libri tres, (έκδ. Schatzel, 1625) σ. 435.

17. Βλ. στη Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια, λ. «πόλεμος», σ. 191.

18. Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια, ο. α.π., σ. 192.

19. J. J. Rousseau, Oeuvres comp. 3 (Paris, έκδ. 1964), σ. 357, και σε ελλην. μετ. Μ. και Δ. Κουχτσόγλου, «Το κοινωνικό Συμβόλαιο» (έκδ. Στοχαστής, χ.χ.) σ. 48-49.

20. K. v. Clausewitz, Von Kriege (έκδ. ιη 1973), Ι, 1, παρ. 2, σ. 191 επ.

21. Βλ. Π. Κονδύλη, «Θεωρία του Πολέμου», (έκδ. Θεμέλιο, 1999) σ. 24.

22. Βλ. Κονδύλη, ο.α.π., σ. 43.

23. Πολιτική και πόλεμος, ισχύς και βία, ζουν από τη «σύγκρουση» και παράγουν συνεχώς «σύγκρουση», Πρβλ. Clausewitz, ό.π., VI, 1, παρ. 2, σ. 614.

24. Von Kriege, I, 1. παρ. 2, σ. 192.

25. Βλ. Κονδύλη, ό.α. π. σ. 276.

26. Lenin, CW, τ. 21, σ. 304, τ. 22, σ. 246-298, τ. 23, σ. 77 επ. τ. 24, σ. 400.

27. Θέση που υιοθετήθηκε στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1928. Βλ. Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., σ. 203.

28. Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια, σ. 193 επ.

29. Με βάση τις περί πολέμου θεωρίες του 19ου αιώνα, που μόλις αναφέραμε.

Αύριο η συνέχεια


Του Ιωάννη ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ