ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 9 Γενάρη 2021 - Κυριακή 10 Γενάρη 2021
Σελ. /40
ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Οι εξελίξεις φωτίζουν τη μόνη φιλολαϊκή διέξοδο: Την πάλη για το Σοσιαλισμό!

Την κρίση την έφερε η πανδημία; Αποτελεί «φιλολαϊκή στροφή» στην πολιτική της ΕΕ η υιοθέτηση περισσότερων επεκτατικών μέτρων στη διαχείριση της νέας κρίσης, με κοινό δανεισμό και μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στη στήριξη της οικονομίας; Μπορεί το «Πράσινο New Deal» να δώσει απάντηση στα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, που επιδεινώνονται στο έδαφος της κρίσης; Σ' αυτά και άλλα ερωτήματα απαντάει ο «Ριζοσπάστης», αξιοποιώντας υλικό από την αρθρογραφία του τεύχους 4-5 της ΚΟΜΕΠ (Ιούλης - Σεπτέμβρης 2020), ως μια συμβολή στην αντιπαράθεση που οξύνεται, με φόντο την πανδημία και την κρίση, φωτίζοντας τη μοναδική διέξοδο για το λαό: Την πάλη για το Σοσιαλισμό!





RIZOSPASTIS


«Κορονοκρίση» ή κρίση υπερσυσσώρευσης;

-- Στις αναλύσεις τους τα αστικά επιτελεία επιμένουν να μιλάνε για «κορονοκρίση», συνδέοντας την εκδήλωση της νέας οικονομικής κρίσης με την εκδήλωση της πανδημίας πριν από έναν ακριβώς χρόνο. Ποια είναι τελικά η σχέση αυτής της κρίσης με την πανδημία του νέου κορονοϊού;

-- Στις περισσότερες αστικές αναλύσεις, ως βασική αιτία αυτής της κρίσης προβάλλεται πράγματι η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Δηλαδή, τα μέτρα του γενικού ή περιορισμένου lockdown, που οδήγησαν σε απότομη περιστολή παραγωγικών, μεταφορικών και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, με ταυτόχρονη σχετική συρρίκνωση της κατανάλωσης.

Απ' αυτήν τη σκοπιά, η πανδημία έπαιξε ρόλο στο χρόνο και στο βάθος εκδήλωσης της κρίσης, όμως δεν ήταν η αιτία της. Λειτούργησε ως καταλύτης, ως ένα πρόσθετο χειρόφρενο στο όχημα της διεθνούς οικονομίας, που είχε ήδη επιβραδυνθεί από το 2019, αναδεικνύοντας το μεγάλο μέγεθος υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου σε όλες τις μορφές του (παραγωγικό, χρηματικό, εμπορευματικό κ.λπ.), που δεν μπορεί να «αξιοποιηθεί» εξασφαλίζοντας το απαραίτητο ποσοστό κέρδους και έτσι δεν μπορούσε να «ανακεφαλαιοποιηθεί», να «επενδυθεί».

Τα αμύθητα κέρδη των προηγούμενων ετών, που λιμνάζουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας, αδυνατούν να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία και να αναπαραχθούν ως κεφάλαιο, ως αυτοαυξανόμενη αξία. Ετσι προκύπτουν οι κρίσεις στον καπιταλισμό, όπως και αυτή που ζούμε τώρα.

Ορισμένα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτήν την τάση επιβράδυνσης πριν από την πανδημία: Το 2019 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έπεσε στην Ευρωζώνη στο 1,2% από 1,9% το 2018, προσεγγίζοντας τη φάση στασιμότητας, στις ΗΠΑ στο 1,7% από 2,2% το 2018, στην Κίνα στο 6,1% από 6,6%, ενώ στην Ινδία ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε το 2019 κάτω από το 5% ετησίως. Για την Κίνα αυτός ήταν ο χαμηλότερος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης τα τελευταία 30 χρόνια και αντίστοιχα για την Ινδία τα τελευταία 11 χρόνια.

Το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, πριν από τη λήψη των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, ανέδειξαν και αστικές εκθέσεις για τη διόγκωση του κρατικού χρέους και των κρατικών ελλειμμάτων σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας και G-20, καθώς και για τη μεγάλη έκθεση τραπεζικών ομίλων στα ομόλογα υπερχρεωμένων κρατών και στα «κόκκινα» δάνεια των επιχειρήσεων και των λαϊκών οικογενειών.

Πλήθος διεθνών αστικών αναλύσεων αναφέρονται στο γεγονός ότι πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, το παγκόσμιο χρέος, κρατικό και ιδιωτικό, ήταν ήδη σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ και είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά οι «επιχειρήσεις - ζόμπι», οι οποίες επιβιώνουν με συνεχή δανεισμό και συσσωρεύουν «κόκκινα» δάνεια, τα οποία αποκλείεται να αποπληρωθούν στο μέλλον.

Στη φάση εκδήλωσης της κρίσης καταγράφονται πλέον σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ και σημαντική μείωση της παραγωγής. Η κρίση αυτή δείχνει σημάδια μεγαλύτερου βάθους από την προηγούμενη διεθνή κρίση του 2008 - 2009. Το β' τρίμηνο του 2020 το συνολικό ΑΕΠ των χωρών - μελών του ΟΟΣΑ συρρικνώθηκε κατά 9,8%, έναντι μείωσης 2,3% στο τρίμηνο που κορυφώθηκε η κρίση του 2009.

Σε ό,τι αφορά τέλος τις προβλέψεις για το άμεσο μέλλον, είναι χαρακτηριστική η τελευταία εξαμηνιαία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Η έκθεση χαρακτηρίζει «χαμένη δεκαετία» αυτήν που μόλις ξεκίνησε και προβλέπει «απογοητευτικούς ρυθμούς ανάπτυξης», που θα κυμανθούν μεσοσταθμικά στο 1,9% από το 2020 έως το 2029 (από 2,1% σε παλιότερη εκτίμηση).


Για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

-- «Η ελληνική οικονομία είχε μεγάλη και αυξανόμενη δυναμική, που ανακόπηκε προσωρινά από την πανδημία, και άρα θα επανέλθει πολύ γρήγορα με το τέλος της». Εχει βάση αυτό το κεντρικό «αφήγημα» της κυβέρνησης για την κρίση;

-- Η εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού και κυρίως των μέτρων διαχείρισής της ήρθε και επέδρασε πολλαπλασιαστικά πάνω στην οικονομική κατάσταση που προϋπήρχε, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα.

Τα στατιστικά στοιχεία που πλέον είναι διαθέσιμα αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο ότι η εγχώρια καπιταλιστική οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση συρρίκνωσης ήδη από τα τέλη του 2019, πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού.

Ειδικότερα, το εποχικά και ημερολογιακά διορθωμένο ΑΕΠ του 4ου τριμήνου του 2019 μειώθηκε κατά 0,9% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019, ενώ το επόμενο τρίμηνο, το 1ο του 2020, μειώθηκε περαιτέρω σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2019, κατά 0,7%, με τη συνολική μείωση σε επίπεδο εξαμήνου να κυμαίνεται στο 1,6% του ΑΕΠ, ενώ η οικονομία πρακτικά βρισκόταν σε στασιμότητα ήδη από το 3ο τρίμηνο του 2019, κατά το οποίο σημείωσε μεταβολή 0,2% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο.

Το συνολικό ΑΕΠ σε επίπεδο έτους σημείωσε αύξηση κατά 1,9%, μειωμένη ακόμα και σε σχέση με την ήδη αναθεωρημένη προς τα κάτω εκτίμηση για 2% που είχε γίνει μόλις στα μέσα Νοέμβρη, όταν η κυβέρνηση κατέθεσε τον προϋπολογισμό του 2020. Υπενθυμίζουμε ότι τον Απρίλη του 2019 υπήρχε εκτίμηση για 2,3% ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.

Η σχετική αδυναμία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου φαίνεται πιο έκδηλα αν εξετάσει κανείς τους επίσημους δείκτες βιομηχανικής παραγωγής εκείνης της περιόδου. Το 2019 ως σύνολο έκλεισε με μείωση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κατά 0,6% σε σχέση με το 2018, έναντι αύξησης 1,6% το 2018, ενώ ο δείκτης της μεταποίησης σημείωσε για το σύνολο του έτους οριακή αύξηση, 1,2%, έναντι αύξησης 2,8% το 2018.

Μάλιστα η αύξηση συγκαλύπτει:

α) Τη μεγάλη κλαδική ανισομετρία, αφού ο κλάδος των Τροφίμων σημείωσε αύξηση 1,5%, ο δυναμικός κλάδος του Φαρμάκου αύξηση 23% ενώ η Βιομηχανία Μετάλλου σημείωσε συρρίκνωση και ο κλάδος πετρελαίου - που συγκεντρώνει την τελευταία δεκαετία τη μερίδα του λέοντος των τοποθετήσεων κεφαλαίου - σημείωσε συρρίκνωση 8,6% για το σύνολο του έτους.

β) Τη μεγάλη «χρονική» ανισομετρία, αφού τα στοιχεία δείχνουν σαφέστατη επιδείνωση της βιομηχανικής παραγωγής και της παραγωγής στη μεταποίηση προς το τέλος του έτους (το 2ο εξάμηνο).

Ετσι, τα επίσημα κρατικά στοιχεία αναιρούν το κυβερνητικό επιχείρημα για «αυξανόμενη δυναμική της εγχώριας οικονομίας», που είχε διατυπωθεί στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2020.

Τα αναλυτικά στοιχεία διάρθρωσης του ΑΕΠ, που αποτυπώνουν τις επιμέρους συνιστώσες του, υπογραμμίζουν ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ αντανακλά κατά κύριο λόγο τη μείωση των εξαγωγών, τη μείωση των επενδύσεων, ήδη το 4ο τρίμηνο του 2019, και από το 2020 την ελαφριά μείωση και της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι η στασιμότητα στην Ευρωζώνη, η επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ και η απότομη επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου, που χαρακτήρισαν το 2019, πολύ πριν εμφανιστεί στην επικαιρότητα το ζήτημα του κορονοϊού, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών και άλλων απολογητών της αστικής πολιτικής όχι απλά εμφανίστηκαν και στην ελληνική οικονομία, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσκολιών στην καπιταλιστική οικονομία ήδη από το 2019.

Σημειώνουμε επίσης ότι το 1ο τρίμηνο του 2020 η επίδραση του κορονοϊού στην κοινωνική και οικονομική ζωή ήταν σχετικά περιορισμένη, ειδικά στην Ελλάδα. Η πρώτη ανακοίνωση του ΕΟΔΥ για τον κορονοϊό γίνεται στις 28 Φλεβάρη 2020 και αναφέρεται σε μέτρα προφύλαξης που πρέπει να λαμβάνονται. Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, στις αρχές Μάρτη του 2020 ο ΟΟΣΑ εκτιμούσε πως ο κορονοϊός θα είχε μια επίπτωση της τάξης του 0,5% στο διεθνές ΑΕΠ.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι το ΚΚΕ είχε προειδοποιήσει πολλαπλά για αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής της λεγόμενης εξωστρέφειας. Πολύ έγκαιρα είχαμε χαρακτηρίσει υπεραισιόδοξες τις προβλέψεις για ισχυρή ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας το επόμενο μεσοπρόθεσμο διάστημα, οι οποίες συσκότιζαν την αντικειμενική κατάσταση και το δεδομένο της ανάπτυξης αντιθέσεων στον καπιταλισμό διεθνώς, που θα είχαν αντανάκλαση στην εγχώρια οικονομία.


Το «αναπτυξιακό σχέδιο» της κυβέρνησης

-- Τα αστικά επιτελεία λένε πως το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, που βασίζεται και στην έκθεση Πισσαρίδη, περιλαμβάνει τα αυτονόητα, μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια. Πού είναι το πρόβλημα επομένως;

-- Η έκθεση Πισσαρίδη ουσιαστικά περιλαμβάνει τους άξονες του αναπτυξιακού σχεδιασμού για το επόμενο διάστημα και θα χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο για τη χρηματοδότηση από το «Ταμείο Ανάκαμψης» της ΕΕ.

Η έκθεση στέκεται στις «αλλαγές» που πρέπει να πραγματοποιηθούν στην οικονομία με βάση τις προτεραιότητες του κεφαλαίου και «από την ανάποδη» αναδεικνύει τις συνέπειες που θα έχει αυτή η αναπτυξιακή πορεία στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Σε αυτές περιλαμβάνει:

  • Επιτάχυνση της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, μεγάλη μείωση του αριθμού των μικρών επιχειρήσεων, απορρόφηση των αυτοαπασχολούμενων από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
  • Δραστική μείωση του μεριδίου της εργασίας και του μεριδίου αυτοαπασχολούμενων στο ΑΕΠ, δηλαδή φθηνότερη εργατική δύναμη. Η αύξηση των επενδύσεων από 12% στο 24% του ΑΕΠ μεταφράζεται σε μεγάλη αύξηση των κερδών του κεφαλαίου, που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σε βάρος του μεριδίου των εργαζομένων, με αλλαγές στον εργάσιμο χρόνο, διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση της υπερωριακής απασχόλησης κ.ά.
  • Προώθηση της πολιτικής της «απελευθέρωσης», δηλαδή της εμπορευματοποίησης όσων τομέων ακόμα βρίσκονται σε κάποιο καθεστώς μερικής προστασίας.
  • Ολοκλήρωση της επίθεσης στο ασφαλιστικό σύστημα, με μείωση των εργοδοτικών εισφορών και ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης.
  • Προώθηση του «επιτελικού κράτους», που θα λειτουργεί προς όφελος του κεφαλαίου αξιοποιώντας τόσο τεχνικές αλλαγές - κατά βάση ψηφιοποίηση του κράτους - όσο και οργανωτικές, με έμφαση στην ανάπτυξη μιας fast track Δικαιοσύνης, που θα εκδικάζει υπέρ του κεφαλαίου.
  • Προώθηση της φοροασυλίας του μεγάλου κεφαλαίου, με νέες φοροαπαλλαγές και παράλληλα νέα επέκταση της φορολογίας στα λαϊκά στρώματα.
  • Διάλυση της όποιας προστασίας των ανέργων, με πρόσχημα τις αλλαγές των επιδομάτων ώστε να μη λειτουργούν ως «αντικίνητρο για την εργασία», με την υποχρέωση δηλαδή του άνεργου να εργάζεται με όποιους όρους επιθυμεί το κεφάλαιο, ως προϋπόθεση για να λαμβάνει τα επιδόματα.
  • Προώθηση νέων αντιδραστικών αλλαγών στην Εκπαίδευση, με την «αυτονομία» των μονάδων, που θα οδηγήσει στην περαιτέρω ταξική διαφοροποίησή τους.
  • Νέα επίθεση στο σύστημα Υγείας, χρησιμοποιώντας την «ψηφιοποίηση» ως εργαλείο περαιτέρω μείωσης των κρατικών δαπανών για την Υγεία και προωθώντας περαιτέρω την εμπορευματοποίηση της Υγείας.
  • Στήριξη των επενδύσεων στους τομείς που προκρίνει το μεγάλο κεφάλαιο («πράσινες» επενδύσεις, ψηφιακό κράτος, αλλοδαπός τουρισμός, διεθνείς μεταφορές).

Η πολιτική που σκιαγραφεί η έκθεση Πισσαρίδη είναι πολιτική φθηνότερης εργατικής δύναμης, με κεντρικούς άξονες τον νέο γύρο επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα, την αύξηση της φορολογίας των εργαζομένων για να ελαφρυνθεί το κεφάλαιο, την προώθηση μεταρρυθμίσεων στο κράτος προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, τη νέα μείωση των παροχών σε Υγεία, Παιδεία και κοινωνική προστασία, την προώθηση των επενδύσεων.

Τα παραπάνω σύμφωνα με την έκθεση αποτελούν προϋποθέσεις ώστε η οικονομία να κινηθεί στη «σωστή κατεύθυνση» της «εξωστρέφειας», με κεντρικό στόχο μάλιστα να συνδέσει οργανικά σ' αυτήν την κατεύθυνση και τη βιομηχανική παραγωγή.

Η αστική πολιτική συνειδητά συσκοτίζει ότι η «αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών», εκτός από ακόμα μεγαλύτερη έκθεση της εγχώριας οικονομίας σε διεθνείς κρίσεις, μεταφράζεται σε ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ κλάδων και περιοχών της χώρας και σε μείωση της ικανότητας εξασφάλισης αυτάρκειας, που οι επιπτώσεις της φαίνονται σε συνθήκες κρίσεων, πολέμων κ.λπ. Η συζήτηση για τις εξαγωγές τυποποιημένων διατροφικών προϊόντων - π.χ. ελαιόλαδο υψηλής διατροφικής αξίας, τυροκομικά προϊόντα υψηλού επιπέδου κ.ά. - κρύβει τις εξευτελιστικές τιμές συγκέντρωσής τους από τους παραγωγούς και τις υψηλές τιμές στο λιανικό εμπόριο, αλλά και ότι η αύξηση των εξαγωγών θα αυξήσει σημαντικά τις λιανικές τιμές τους, αφού θα τις ευθυγραμμίσει με τις αντίστοιχες διεθνείς.

Ωστόσο η «επιμονή» στην «εξωστρέφεια», τόσο από τη ΝΔ όσο και από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, δεν αποτελεί μια μηχανιστική νεοφιλελεύθερη δοξασία. Η ανάγκη του κεφαλαίου για «εξωστρέφεια», ως εργαλείο διασφάλισης της κερδοφορίας του, πηγάζει από τη διεθνή καπιταλιστική ανάπτυξη και τις αυξανόμενες αλληλεξαρτήσεις του. Η ανάγκη του καπιταλιστικού κέρδους προσανατολίζει αντικειμενικά την καπιταλιστική οικονομία προς τα εκεί, παρά το γεγονός ότι η εξωστρέφεια αντικειμενικά εκθέτει την οικονομία ακόμα περισσότερο στις διεθνείς αναταραχές.

Δεν πρόκειται για κάποια καινοφανή στροφή. Η έκθεση Πισσαρίδη περιγράφει την πολιτική της ΝΔ, που αποτελεί οργανική συνέχεια της πολιτικής που άσκησε την προηγούμενη περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ και η οποία συμπυκνώνει τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου για να προχωρήσει η καπιταλιστική ανάπτυξη την επόμενη περίοδο.


Τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης

-- «Για πρώτη φορά μια κυβέρνηση έχει στα χέρια της ένα τόσο μεγάλο ποσό από ευρωπαϊκά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, και μάλιστα όχι ως δάνεια, που αν αξιοποιηθεί σωστά, χωρίς σπατάλες, μπορεί να βάλει την οικονομία σε πιο στέρεες βάσεις προς όφελος όλων», λένε τα αστικά επιτελεία. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα για το λαό;

-- Η συζήτηση για το ύψος της χρηματοδότησης σκόπιμα συσκοτίζει τόσο τον «παραλήπτη» της όσο και το ότι «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα». Τα πακέτα χρηματοδότησης είτε αφορούν άμεση στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου για να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις, είτε στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το μεγάλο κεφάλαιο. Παράλληλα, τα πακέτα χρηματοδότησης δεν είναι «δωρεάν». Ο ελληνικός λαός θα κληθεί να τα αποπληρώσει, κυρίως μέσα από την επιβάρυνση του κρατικού χρέους.

Η ελληνική κυβέρνηση, αξιοποιώντας και τα «φρένα» της EE, δεν θα χρησιμοποιήσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να καλυφθούν επιτακτικές λαϊκές ανάγκες, καθώς οι τελευταίες θεωρούνται σπατάλη από τη σκοπιά της κυβέρνησης.

Αντίθετα, η «μερίδα του λέοντος» θα αξιοποιηθεί για την υλοποίηση μεγάλων επενδυτικών έργων «πράσινης ανάπτυξης» και προώθησης νέων «ψηφιακών λύσεων», που ακόμα κι αν εμφανίσουν θετική συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας, όχι μόνο δεν θα αντιμετωπίσουν τα επιτακτικά λαϊκά προβλήματα, αλλά αντίθετα θα τα επιδεινώσουν. Η εμπειρία του λαού από το πανάκριβο «πράσινο» ρεύμα, τα «πράσινα» αυτοκίνητα, την ηλεκτρονική δαγκάνα της εφορίας που σαρώνει τους αυτοαπασχολούμενους και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, αποδεικνύει πως τόσο η «πράσινη» ανάπτυξη όσο και ο «ψηφιακός μετασχηματισμός» που υλοποιεί το μεγάλο κεφάλαιο έχουν αντιλαϊκό πρόσημο και χαρακτήρα.

Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι το πακέτο χρηματοδότησης της EE και η συμμετοχή της Ελλάδας στο Ταμείο Ανάκαμψης είναι συνδεδεμένα με ένα «αναπτυξιακό σχέδιο» που υποβάλλει κάθε κράτος - μέλος και αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσει η εκταμίευση της χρηματοδότησης.

Ο στόχος του «αναπτυξιακού σχεδίου» είναι διπλός. Από τη μία, το κάθε «αναπτυξιακό σχέδιο» συμπυκνώνει τον αστικό σχεδιασμό του εκάστοτε κράτους - μέλους και εδράζεται στους βασικούς άξονες που απαιτεί η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Από την άλλη, τα «αναπτυξιακά σχέδια» έχουν ως στόχο την ευθυγράμμιση, έως ένα βαθμό, στόχων και προτεραιοτήτων με τους στόχους του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για επανάληψη της κατάστασης με τα μνημόνια, που αποτύπωναν τους στόχους και τις προτεραιότητες της αστικής τάξης και την ίδια στιγμή περιείχαν όρους και στόχους κυρίως δημοσιονομικού περιεχομένου.

Ετσι, δίπλα στο «ευρωπαϊκό εξάμηνο», στις «μεταμνημονιακές» δεσμεύσεις και τις εγκρίσεις δόσεων από το Γιούρογκρουπ, στην εποπτεία της Κομισιόν για τη σωστή απορρόφηση του ΕΣΠΑ θα προστεθεί ένας μηχανισμός διαρκούς αξιολόγησης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και δεσμεύσεων που θα υποβάλει η κυβέρνηση, με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Αυτός θα αποφασίσει αν θα αποδεσμεύονται ή θα παγώνουν τα κονδύλια των περιβόητων επιδοτήσεων.

Παράλληλα, η απλή αριθμητική αποσαθρώνει το κυβερνητικό επιχείρημα για «τεράστιο πακέτο χωρίς προηγούμενο». Το μεγαλύτερο κομμάτι του αφορά ευρωπαϊκούς πόρους, σημαντικό κομμάτι των οποίων άλλωστε καταβάλλει η Ελλάδα, άρα πρόκειται για ανακύκλωση πόρων ήδη δεδομένων, τους οποίους πληρώνουν οι λαοί.

Η προσπάθεια να εμφανιστεί το ΕΣΠΑ 2021 - 2028 ως «καινούργια κεφάλαια», τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη από την κρίση, παραβλέπει ότι όλοι οι υπολογισμοί, οι κυβερνητικές προβλέψεις και οι σχεδιασμοί γίνονταν πριν από την εκδήλωση της τρέχουσας κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τους πόρους αυτούς.

Το δεύτερο και μικρότερο κομμάτι του πακέτου χρηματοδότησης επίσης υποδιαιρείται σε δύο τμήματα. Η καπιταλιστική οικονομία θα λάβει 21 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12 δισ. ευρώ νέα δάνεια, που θα κληθούν να τα αποπληρώσουν.

Τελικά, από το πολυδιαφημισμένο επεκτατικό πακέτο των 70 δισ. τα πρόσθετα κεφάλαια περιορίζονται σε μόλις 21 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που οι συνολικές επιπτώσεις της κρίσης - η επίπτωση του 2020, το μειωμένο ΑΕΠ για το 2021 και ίσως το 2022 - πιθανά να υπερβαίνουν το 20% του ΑΕΠ και να προσεγγίζουν τα 40-50 δισ. ευρώ.

Και από αυτό το στοιχείο αποτυπώνεται ότι τα όρια της «επεκτατικής» διαχείρισης, πέρα από το ταξικό πρόσημό τους προς όφελος του κεφαλαίου, δεν είναι απεριόριστα.


Δημοσιονομική χαλάρωση και κρατική παρέμβαση

-- Οι αποφάσεις της ΕΕ για γενναία κρατικά πακέτα στήριξης της οικονομίας των κρατών - μελών παρουσιάζονται ως «στροφή» στην πολιτική της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, επειδή «έβαλαν μυαλό» και «έβγαλαν συμπεράσματα» από τη διαχείριση της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης, όπου κυριάρχησαν τα περιοριστικά μέτρα και τα μνημόνια. Είναι έτσι;

-- Το μεγάλο βάθος εκδήλωσης της νέας κρίσης, η συρρίκνωση της παραγωγής και η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, οι προβλέψεις για αδυναμία επιστροφής στο προ κρίσης επίπεδο το 2021, η ανισόμετρη εκδήλωση της κρίσης και των συνεπειών της στα κράτη - μέλη της ΕΕ και η ένταση του ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και την Κίνα αύξησαν την ανάγκη όλων των κρατών - μελών για μεγάλη άμεση κρατική παρέμβαση στήριξης ενός σχεδίου ανάκαμψης, με κρατικές επενδύσεις και νέα κίνητρα στο κεφάλαιο σε κάθε χώρα.

Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς μια ορισμένη χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας. Ούτως ή άλλως, τα υπερχρεωμένα και τα πιο αδύναμα οικονομικά κράτη - μέλη ασφυκτιούσαν στον «στενό κορσέ» της περιοριστικής πολιτικής και δεν μπορούσαν να δανειστούν φθηνά από τις αγορές. Κράτη που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, δήλωσαν απρόθυμα να συνεχίσουν σε έναν δρόμο ακριβού δανεισμού, νέας μεγάλης επιβάρυνσης του κρατικού χρέους, μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους. Η απόκλιση συμφερόντων θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της Ευρωζώνης. Ολα αυτά επιτάχυναν τη λήψη αποφάσεων για μια μεγάλη κρατική παρέμβαση σε όλα τα κράτη - μέλη.

Οι λόγοι που η Γερμανία, ως ισχυρότερη οικονομία στην ΕΕ, απέρριπτε σταθερά τις προτάσεις για ουσιαστική χαλάρωση δεν έχουν εκλείψει. Οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα του ευρώ και της αξιοπιστίας του ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, αλλά και η σταθερή άρνηση της Γερμανίας να αναλάβει μέσω της «αμοιβαιοποίησης» μέρος των χρεών των υπερχρεωμένων κρατών - μελών, παραμένουν.

Η Γερμανία συναίνεσε σε μια σχετικά πιο επεκτατική πολιτική στην Ευρωζώνη βασικά για τους εξής παράγοντες: Πρώτα απ' όλα για να αποφευχθούν ένας νέος κλονισμός της ΕΕ μετά από το Brexit και ένας κλονισμός της ίδιας της συνοχής της Ευρωζώνης, που θα επιδρούσε αρνητικά στην οικονομική ισχύ της ίδιας ως κράτους και στις εξαγωγές της.

Δεύτερον, γιατί η ίδια η Γερμανία, εξαιτίας του βάθους της κρίσης, επέλεξε μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και αύξηση του κρατικού χρέους στο εσωτερικό της χώρας. Η επιλογή της αυτή της στέρησε το ρόλο του σημαιοφόρου της αυστηρής περιοριστικής πολιτικής, με τον οποίο αντιμετώπιζε τα προηγούμενα χρόνια την κριτική άλλων κυβερνήσεων.

«Μέτρησαν» σε αυτήν την επιλογή επίσης οι κίνδυνοι σημαντικής μείωσης των γερμανικών εξαγωγών στην ενιαία αγορά της EE, καθώς και οι σοβαρές ζημιές των γερμανικών τραπεζικών ομίλων, που παρουσιάζουν ήδη μεγάλη έκθεση στο ιταλικό και ισπανικό χρέος. Τέλος, επέδρασαν καθοριστικά η κλιμάκωση του «οικονομικού πολέμου» με τις ΗΠΑ και η όξυνση του ανταγωνισμού με την Κίνα, που καθιστά μονόδρομο την αποφυγή συρρίκνωσης της ενιαίας αγοράς της EE, ιδιαίτερα μετά το Brexit.

Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η συζήτηση για την ανάγκη μεγαλύτερης κοινοτικής στήριξης των οικονομιών των κρατών - μελών της EE είχε ενταθεί πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, κάτω από την πίεση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, και λόγω του Brexit. Η πανδημία έδωσε την ευκαιρία στην ΕΕ και στις κυβερνήσεις να επιταχύνουν αποφάσεις και μέτρα στην κατεύθυνση της ακόμα μεγαλύτερης κρατικής στήριξης στα μονοπώλια, με προσαρμογή προς την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, για να χρηματοδοτηθούν τα μεγάλα κρατικά σχέδια ενίσχυσης των επενδύσεων και για την ανάκαμψη της οικονομίας στις χώρες - μέλη της EE.

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάποια στροφή προς νέες κατευθύνσεις, αλλά για επιτάχυνση της εφαρμογής προαποφασισμένων στρατηγικών πολιτικών κατευθύνσεων.

Ενδεικτικά, από το 2018 η Ενωση Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων της Ευρώπης (Business Europe) διατύπωνε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου για ισχυροποίηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, για αλλαγή της «δύσκαμπτης ευρωπαϊκής κοινωνικής - εργατικής νομοθεσίας» ώστε να περιοριστεί η ανεργία, για μεγαλύτερη ενίσχυση των κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων «υψηλής ποιότητας» μέσα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI), ανανέωση της βιομηχανικής πολιτικής για την «αντιμετώπιση των προκλήσεων», της επέκτασης της αυτοματοποίησης και της ψηφιοποίησης, καθώς και της κλιματικής αλλαγής.


Η «εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης»

-- Δεν είναι καλύτερο για τους λαούς να βαθύνει η ενοποίηση της ΕΕ, ώστε να «μοιράζονται τα βάρη», όπως γίνεται τώρα με τον κοινό δανεισμό και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, με αφορμή την πανδημία;

-- Η απόφαση της EE να προχωρήσει για πρώτη φορά σε κοινό δανεισμό για να δώσει επιδοτήσεις σε κράτη - μέλη αποτελεί όντως βήμα προς την κατεύθυνση «εμβάθυνσης της ενοποίησης». Η Γαλλία και η «Συμμαχία των κρατών του Νότου» το προβάλλουν ως ένα ιστορικό βήμα προόδου, απέναντι στις αντιδραστικές θέσεις της «Συμμαχίας των φειδωλών του Βορρά», ενώ η Γερμανία προβάλλει τον συμβιβασμό ως μια προσωρινή προσαρμογή για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης έκτακτης ανάγκης, που δεν συνιστά ριζική αλλαγή γραμμής πλεύσης.

Οπως και να 'χει η αντοχή και αυτού του συμβιβασμού στο πλαίσιο της ΕΕ θα δοκιμαστεί από την αυξανόμενη απόκλιση συμφερόντων των αστικών τάξεων των κρατών - μελών της.

Πρόκειται για μια πορεία σε αντιδραστική κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των λαών. Κάθε βήμα που ενισχύει τη συνοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της EE ενισχύει τον πραγματικό αντίπαλο των εργαζομένων, τη δικτατορία του κεφαλαίου. Εμβάθυνση της ενοποίησης της EE σημαίνει ενίσχυση των ενιαίων μηχανισμών για την εφαρμογή ενιαίων αντιδραστικών κατευθύνσεων σε βάρος των λαών.

Για παράδειγμα, οι διαδικασίες που προβλέπονται για την έγκριση πληρωμών τόσο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης όσο και αυτό των Πολυετών Δημοσιονομικών Πλαισίων (επταετής προϋπολογισμός της EE) ενισχύουν τους μηχανισμούς εποπτείας και πίεσης για την πλήρη συμμόρφωση των κρατών - μελών με τις κατευθύνσεις της EE. Σύμφωνα με αξιωματούχους της ΕΕ, «κάθε φορά που θα επιτυγχάνεται ένας στόχος, θα γίνεται η εκταμίευση της απαραίτητης δόσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Αλλά και η Γερμανία έθεσε ως προϋπόθεση για τον κοινό δανεισμό τη διασφάλιση της εφαρμογής κοινών αποφάσεων στην οικονομική πολιτική.

Η βασική ιδέα, βέβαια, δεν είναι καινούργια ούτε γερμανική. Από το 2017, ο τότε αρμόδιος επίτροπος της EE, Πιερ Μοσκοβισί, τόνιζε τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί το «εργαλείο έκδοσης κοινού χρέους» ώστε η επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας να αποκτήσει ένα λιγότερο αυταρχικό πρόσωπο. Να μην επιβάλλεται δηλαδή η δημοσιονομική πειθαρχία μέσω κυρώσεων στα κράτη - μέλη αλλά μέσω περικοπών στην «ευνοϊκή χρηματοδότηση» του χρέους του κράτους - μέλους που απειθαρχεί στις υποδείξεις της EE.

Με αφορμή επίσης την παρουσίαση της «Λευκής Βίβλου για το μέλλον της Ευρώπης», τον Μάρτη του 2017, παρουσιάστηκαν οι βασικοί άξονες για «ένα άλμα προς τα εμπρός, προς μια πιο αποτελεσματική και πιο έξυπνη Ευρώπη», που εστίαζαν στην εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης, τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, την ενίσχυση της κοινής εξωτερικής και «αμυντικής πολιτικής», την υπέρβαση διαδικασιών που προϋποθέτουν ομοφωνία των κρατών - μελών, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας με ενίσχυση των επενδύσεων στην «πράσινη» και στην ψηφιακή οικονομία.

Η τωρινή συμφωνία για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, στο όνομα της διαχείρισης της πανδημίας, εντάσσεται σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο.

Η αποπληρωμή όμως του κοινού δανείου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα συνοδευτεί με νέους ενιαίους φόρους σε όλα τα κράτη - μέλη και αυστηρή τήρηση του εκάστοτε πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής. Η εποπτεία για υπερχρεωμένα κράτη - μέλη, όπως η Ελλάδα, θα γίνει πολλαπλή και θα αποτελέσει πολλαπλό στήριγμα της προώθησης των στόχων της αστικής τάξης, με την επίκληση και της «εξωτερικής πίεσης» για την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων, όπου υπάρχει βέβαια πλήρης σύμπλευση όλων των κυβερνήσεων της EE.


Θα μας σώσει ο Κέινς;

-- Μπροστά στη νέα μεγάλη διεθνή κρίση, δυναμώνει η τάση αξιοποίησης προτάσεων του κεϊνσιανισμού από τα αστικά επιτελεία σε EE και ΗΠΑ. Είναι ο κεϊνσιανισμός η απάντηση στις κρίσεις του καπιταλισμού;

-- Με αφορμή την κρίση, ειδικά από την ευρωπαϊκή κι εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, αναδεικνύεται η ανάγκη σταθερής επιστροφής στις περισσότερες υποδείξεις κεϊνσιανής διαχείρισης, που προβάλλεται ως η «προοδευτική», «φιλολαϊκή» απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό, στον οποίο χρεώνουν την ευθύνη και για την εκδήλωση της κρίσης.

Αλλά και συντηρητικές ή νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις υιοθετούν σήμερα με μεγάλη ευκολία τις προτάσεις για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής κι εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, για αύξηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Φυσικά παρουσιάζουν αυτήν την πολιτική ως κατάλληλη για τη σημερινή «έκτακτη κατάσταση» «απροθυμίας ιδιωτικών επενδύσεων» και την αξιοποιούν για να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά τη βαθιά κρίση και να δράσουν προληπτικά απέναντι σε ρωγμές αμφισβήτησης.

Ασφαλώς δεν πρόκειται για «προοδευτική στροφή», που θα εκπληρώσει την ουτοπική υπόσχεση μιας «κοινωνικά δίκαιης» καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ούτε βέβαια πρόκειται για κάτι «νέο», όσο κι αν τα αστικά επιτελεία προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως τέτοιο, μιλώντας για την ανάγκη «αναθεώρησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου που απέτυχε», με την υιοθέτηση κεϊνσιανών συνταγών, που ποτέ δεν έλειψαν βέβαια από τον «τσελεμεντέ» της αστικής πολιτικής.

Και μόνο την τελευταία 50ετία να μελετήσει κανείς στην Ελλάδα, θα βρει τέτοια στοιχεία να εναλλάσσονται και να αλληλοσυμπληρώνονται στην πολιτική όλων των κυβερνήσεων, «νεοφιλελεύθερων» ή σοσιαλδημοκρατικών. Τα παρουσίαζαν μάλιστα κάθε φορά ως κάτι «νέο», που θα δώσει ώθηση στη «βιώσιμη ανάπτυξη» και θα «αμβλύνει τις ανισότητες», πετυχαίνοντας βέβαια τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Τόσο «νέα» είναι δηλαδή η ξεπερασμένη και δοκιμασμένη συνταγή που σερβίρουν ξανά στο λαό!

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση φορτώνει ξανά με διαφορετικό τρόπο τα βάρη στις πλάτες του λαού. Ο λαός καλείται να αποπληρώσει τα νέα δάνεια και να σηκώσει τα βάρη των ζημιογόνων ιδιωτικών επιχειρήσεων στο ενδεχόμενο προσωρινής ή μερικής κρατικοποίησής τους.

Στο όνομα της «προστασίας της απασχόλησης» προωθείται η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η επιβολή φθηνότερης εργατικής δύναμης με τη μετατροπή των Συμβάσεων, τη μείωση των αποδοχών, την παραπέρα ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, για να συγκρατηθεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.

Στην ουσία, η αστική διαχείριση, σε όλες τις «παραλλαγές» της, προσπαθεί μάταια να αντιμετωπίσει τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που διογκώνονται. Το φάρμακο για το ένα πρόβλημα του «μεγάλου ασθενούς» μετατρέπεται σε δηλητήριο για το άλλο.

Ετσι, για παράδειγμα, ο υψηλός τραπεζικός δανεισμός που επιταχύνει αρχικά την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση μετατρέπεται στη συνέχεια σε βαρίδι για την καπιταλιστική ανάπτυξη όταν εμφανίζεται η περίοδος της χαμηλότερης κερδοφορίας και δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν τα αυξημένα χρέη των ομίλων και των αστικών κρατών.

Θυμίζουμε ότι κεϊνσιανές προτάσεις και γενικότερα κατευθύνσεις χαλαρής νομισματικής πολιτικής είχαμε και στη διάρκεια της κρίσης του 2008 - 2009, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και πολύ περισσότερο η αμερικανική FED ακολούθησαν πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» για τη στήριξη στην ουσία των τραπεζικών ομίλων. Δόθηκε η δυνατότητα στις κυβερνήσεις να εκδίδουν ομόλογα που αγοράζουν οι τραπεζικοί όμιλοι, απορροφώντας στην ουσία δανειακά κεφάλαια από την ΕΚΤ με εξαιρετικά ευνοϊκό επιτόκιο.

Ολα αυτά, όμως, ούτε την αντιλαϊκή επίθεση ανέκοψαν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο ούτε βέβαια τις κρίσεις του συστήματος απέτρεψαν, με πιο τρανή απόδειξη την τρέχουσα οικονομική κρίση.

Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι καμιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϊνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, δεν μπορεί να ματαιώσει, να ακυρώσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, την αναρχία και την ανισομετρία της, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική, καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Οι αστικές διαχειριστικές προτάσεις, όπως αυτές του κεϊνσιανισμού και γενικότερα της λεγόμενης «αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής», μπορούν μόνο να μεταθέσουν το χρόνο εκδήλωσης και να παρέμβουν στο βάθος της κρίσης, να παρέμβουν προσωρινά στο βαθμό απαξίωσης του κεφαλαίου.

Και βέβαια, κάθε κρατική παρέμβαση για μια προσωρινή συγκράτηση μιας εκτεταμένης και άναρχης απαξίωσης του κεφαλαίου, κάθε σχέδιο κρατικής ενίσχυσης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων σε συγκεκριμένους κλάδους δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να εκδηλωθεί στη συνέχεια μια νέα, βαθύτερη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.


Για την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στα κυβερνητικά μέτρα και το σχέδιο Πισσαρίδη

-- Δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΜέΡΑ25 λένε πως τα μέτρα της κυβέρνησης είναι «πολύ λίγα και πολύ αργά», επειδή η κυβέρνηση έχει νεοφιλελεύθερες εμμονές που αποτυπώνονται και στο σχέδιο Πισσαρίδη. Δεν έχει βάση μια τέτοια κριτική;

-- Ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε κριτική στα κυβερνητικά μέτρα, χαρακτηρίζοντάς τα αποσπασματικά και πως δεν αρκούν: «Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του συνεχίζουν να εθελοτυφλούν και να πιστεύουν ότι αποσπασματικά μέτρα, δάνεια και αναστολές αρκούν για να γυρίσουν την εικόνα».

Η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική. Το πακέτο μέτρων δεν έχει φιλολαϊκό περιεχόμενο. Το πρόβλημά του δεν είναι πρόβλημα αποσπασματικότητας, πρόβλημα «μέτρων» που δεν επαρκούν.

Η κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ είναι αποπροσανατολιστική και αστεία. Συσκοτίζει πως το σχέδιο Πισσαρίδη και το κυβερνητικό σχέδιο κινούνται στην ίδια πολιτική που ακολούθησε και ο ίδιος, όταν είχε τη διακυβέρνηση της χώρας και κυρίως συσκοτίζει πως η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Πως για το κεφάλαιο ο μισθός εργασίας είναι αντικειμενικά «βάρος» που επιδιώκει να τον μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο.

Είναι όμως και αστεία, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ στην ανακοίνωσή του για το σχέδιο Πισσαρίδη δεν «κρατιέται» και επιδιώκοντας να του αποδοθούν τα εύσημα, γράφει πως «ένα από τα λίγα θετικά του κειμένου είναι ότι για ακόμα μία φορά υπάρχει έμμεση παραδοχή ότι όλο το αφήγημα της ΝΔ για την "καταστροφή" που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρίπτεται πανηγυρικά...». Ο ΣΥΡΙΖΑ, εδώ, όχι μόνο «αναλαμβάνει» επιτέλους την ευθύνη των μνημονίων που εφάρμοσε και ψήφισε ως κυβέρνηση, αλλά, σε απόλυτη δυσαρμονία με την κριτική που ασκεί στο σχέδιο της ΝΔ, θεωρεί πως η πολιτική φτηνής εργατικής δύναμης των μνημονίων είναι θετική...

Εξίσου αντιδραστική είναι η «αναλυτική κριτική» της έκθεσης Πισσαρίδη απ' το ΜέΡΑ25, που, επί της ουσίας, συμφωνεί με πολλές απ' τις προτάσεις της έκθεσης, αναδεικνύοντας σε κεντρικό πρόβλημα το ποιος θα τις υλοποιήσει με θετικό τρόπο, και στον κίνδυνο «κατασπατάλησης του Ταμείου Ανάπτυξης». Καλλιεργεί την αυταπάτη ότι ένα διαφορετικό Ταμείο Ανάπτυξης της EE θα μπορούσε να «λύσει το θέμα», να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική κρίση. Η πολιτική κριτική του ΜέΡΑ25 συνίσταται σε μια άλλη διαχειριστική πρόταση του καπιταλισμού, με μια περισσότερο επεκτατική διαχείριση, που, όπως ισχυρίζεται, μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση και τις συνέπειές της.

Με αυτά τα κριτήρια μπορούμε να πούμε ότι η επίκλησή τους (ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25) για μια περισσότερο επεκτατική - κεϊνσιανή διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας και ο χαρακτηρισμός των μέτρων και των αναδιαρθρώσεων ως «νεοφιλελεύθερων» τελικά συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης πολιτικής ως πολιτικής αναγκαίας για τη διασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, τον διαχρονικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής και την οργανική συνέχεια του προγράμματος Πισσαρίδη με τα μνημόνια που στήριξε και εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Συγκαλύπτουν όμως και τα επεκτατικά χαρακτηριστικά που έχει το ίδιο το σχέδιο Πισσαρίδη, τουλάχιστον στο δημοσιονομικό του σκέλος, γεγονός που δεν το καθιστά λιγότερο αντιδραστικό και επικίνδυνο για τους εργαζόμενους και τον λαό.

Παράλληλα, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25 στα κυβερνητικά μέτρα «αφορά» τελικά και το κίνημα. Η αντίληψη πως τα «μέτρα είναι νεοφιλελεύθερα» και πως τελικά διαφορετική πολιτική - οικονομική διαχείριση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης «χωρά» διαφορετικά μέτρα είναι πυρήνας της πολιτικής κριτικής της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και το ΜέΡΑ25 ζυμώνουν στο κίνημα τη γνωστή «αντιδεξιά - αντινεοφιλελεύθερη» γραμμή, που υποστηρίζει ότι στόχος της εργατικής - λαϊκής πάλης πρέπει να είναι η ανατροπή των «δεξιών» πολιτικών που εφαρμόζει η ακραία ΝΔ. Στην ουσία είναι γραμμή στήριξης των κομμάτων τους ως προϋπόθεσης ενός δικαιότερου καπιταλισμού, γραμμή στήριξης της αστικής κυβερνητικής εναλλαγής.


Το «Πράσινο New Deal»

-- Με αφορμή την κρίση, βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο η πρόταση για «Πράσινο New Deal». Μπορεί η «επανεκκίνηση» της παγκόσμιας οικονομίας προς μια τέτοια κατεύθυνση να διασφαλίσει καλύτερους όρους δουλειάς και ζωής για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα;

-- Ο σχεδιασμός για το «Πράσινο New Deal» (κατά τα πρότυπα του «New Deal» που έγινε στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της λεγόμενης «Μεγάλης Υφεσης» το 1929) προβλέπει τη μεγάλη κρατική παρέμβαση σε δύο βασικές κατευθύνσεις:

Αφενός για τη διαμόρφωση κινήτρων, με τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων στους τομείς της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Συγκοινωνιών, της Μεταποίησης και του αγροτικού τομέα, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διάχυσης της ψηφιακής οικονομίας, και αφετέρου για την ελεγχόμενη απαξίωση κεφαλαίου (π.χ. κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών, απόσυρση συμβατικών αυτοκινήτων, αλλαγή ενεργειακών δικτύων).

Πρόκειται για μια γιγαντιαία κρατική παρέμβαση στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας.

Θυμίζουμε ότι η πρόταση για ένα «Πράσινο New Deal» κατατέθηκε αρχικά το 2019 ως ψήφισμα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ από την «αριστερή πτέρυγα» των Δημοκρατικών και ενσωματώθηκε στην προεκλογική καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς. Παράλληλα προωθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η «Νέα Πράσινη Συμφωνία», πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ώστε να διαμορφωθεί μια προσωρινή κερδοφόρα διέξοδος επενδύσεων για το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που διογκώνεται.

Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που στην ΕΕ και στην Ελλάδα ένας τέτοιος σχεδιασμός προβάλλεται ως «φλέβα χρυσού» και ως το «απόλυτο φαβορί», που αν στηριχτεί από όλους - κράτη, επιχειρηματικούς ομίλους και κυρίως από το λαό - θα μοιράσει μόνο κέρδη από την προσδοκώμενη ανάπτυξη.

Πόσες φορές δεν πέταξαν την ίδια μπανανόφλουδα στο λαό, ζητώντας του να βάλει στην άκρη τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις του, να κλείσει τα μάτια στην προκλητική στήριξη του κεφαλαίου, άλλοτε για να γίνει η Ελλάδα «μεταφορικός κόμβος», άλλοτε για να αναπτυχθεί η «ατμομηχανή» του Τουρισμού, άλλοτε για να «εκσυγχρονιστεί» η οικονομία και πάει λέγοντας;

Ο νέος παράδεισος της «πράσινης ανάπτυξης» που υπόσχονται, όμως, περιλαμβάνει το πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τη φθηνή εργατική δύναμη, τα νέα βάρη στα λαϊκά νοικοκυριά για την αγορά «πράσινων» αυτοκινήτων και συσκευών, την εκτίναξη των απολύσεων σε μια σειρά κλάδων και την αύξηση της ανεργίας. Περιλαμβάνει τους «πράσινους» έμμεσους φόρους και τη γενικότερη αφαίμαξη του λαού, για να στηρίξει το κράτος τις νέες «πράσινες» επενδύσεις των ομίλων.

Το υποκριτικό ενδιαφέρον των αστικών κυβερνήσεων για το περιβάλλον αποκαλύπτει και το γεγονός ότι με γνώμονα την καπιταλιστική κερδοφορία, επιτρέπεται ο υπερκορεσμός ορισμένων περιοχών από γιγαντιαία αιολικά πάρκα που δημιουργούν κινδύνους για τα δάση, τα υπόγεια και τα επιφανειακά ύδατα, ενώ από την άλλη δεν διασφαλίζονται η επαρκής χρηματοδότηση της αντιπλημμυρικής και αντισεισμικής προστασίας και ο περιορισμός της βιομηχανικής ρύπανσης.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για διαφορετικό τρόπο «σφαγής» της εργατικής τάξης, του λαού, για να διαμορφωθούν κίνητρα και δυνατότητες για νέες μεγάλες κερδοφόρες καπιταλιστικές επενδύσεις, στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, οι μεγάλες διαφορές κρατικής παρέμβασης μεταξύ των αστικών κυβερνήσεων οξύνουν την ανισομετρία και τον ανταγωνισμό μέσα σε κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία και ανάμεσα στις συμμαχίες.

Η υλοποίηση των σχεδίων μετάβασης στην ψηφιακή και στην «πράσινη» οικονομία συνοδεύεται από την εκτίναξη της κερδοφορίας και της ισχύος τεχνολογικών κολοσσών (π.χ. «Microsoft», «Amazon», «Google»), σε αντίθεση με τη μεγάλη υποχώρηση ενεργειακών ομίλων, ομίλων αεροπορικών μεταφορών και άλλων κλάδων.

Η υλοποίηση του «Πράσινου New Deal» σε συνδυασμό με την επίδραση της κρίσης θα ενισχύσει την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την αύξηση του μεριδίου των μονοπωλιακών ομίλων στο σύνολο της οικονομίας, με μεγάλους ωφελημένους τους ομίλους της ψηφιακής και της «πράσινης» οικονομίας, που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος από τα ευρωπαϊκά κονδύλια στήριξης των επενδύσεων.


Σοσιαλισμός η διέξοδος

Ο «φαύλος κύκλος» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, είτε με «νεοφιλελεύθερες» είτε με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που εφαρμόζουν με την ίδια ευκολία πότε «περιοριστικές» και πότε «επεκτατικές» πολιτικές. Τα ίδια μπαγιάτικα όσο και μάταια «ξόρκια» των αστικών επιτελείων, που δίνουν κάθε φορά μια προσωρινή ανάσα πριν η καπιταλιστική οικονομία έρθει αντιμέτωπη με νέες αντιφάσεις. Από κάθε καμπή αυτού του κύκλου οι εργαζόμενοι βγαίνουν και με νέα βάρη στις πλάτες τους και καλούνται να πληρώσουν με νέες απώλειες την κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά και την έξοδο από αυτήν.

Ποτέ και πουθενά δεν βρέθηκε λύση που να υπηρετεί ταυτόχρονα και το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους, ποτέ και πουθενά δεν βρέθηκε στον καπιταλισμό η «σωστή» συνταγή και ο «ακριβοδίκαιος» τρόπος να μοιραστεί ο πλούτος. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η «πίτα» που παράγουν οι εργαζόμενοι είναι «μικρή και γι' αυτό δεν φτάνει για όλους», αλλά, αντίθετα, ότι η πολύ μεγάλη αυτή «πίτα» ανήκει σε μια χούφτα παράσιτα που έχουν την εξουσία και τα κλειδιά της οικονομίας.

Είναι φανερό ότι το «πρόβλημα» είναι το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός.

Αυτή η διαπίστωση είναι αφετηρία για να απαντηθεί το ποια είναι η πραγματική διέξοδος, γιατί η εργατική - λαϊκή αγανάκτηση και οργή δεν πρέπει να βρίσκει τοίχο, δεν πρέπει να οδηγείται σε κάθε φορά καινούργια αδιέξοδα, δεν πρέπει να ψάχνει λύσεις σε αυταπάτες για γρήγορη επιστροφή σε μια σταθερή, μακρόχρονη και «κοινωνικά δίκαιη» καπιταλιστική ανάπτυξη, που θα εξασφαλίσει την ευημερία για όλους, αρκεί να αλλάξει μια κυβέρνηση, ένα μοντέλο διαχείρισης κ.λπ.

Υπάρχει άλλος δρόμος, δεν είναι μοιραίο να αυξάνονται καθημερινά η απόσταση, η ψαλίδα ανάμεσα στις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές δυνατότητες για τη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας και στη σημερινή κατάσταση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, της ανασφάλειας που βιώνουν οι μισθωτοί, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι. Ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση για τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα στον 21ο αιώνα.

Η άνοδος του βαθμού κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας αυξάνει τις δυνατότητες για την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ανοίγει ο δρόμος για να γίνουν όλα τα μέσα παραγωγής ιδιοκτησία της ίδιας της κοινωνίας, καθώς και τις δυνατότητες να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος, να αναβαθμιστεί το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας και το γενικό μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Το πραγματικά νέο είναι ο κεντρικός σχεδιασμός του σοσιαλισμού, η κοινωνική σχέση που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατανομή του εργατικού δυναμικού σύμφωνα με επιστημονικά καθορισμένους στόχους, με κριτήριο τη λαϊκή ευημερία.

Μόνο στο γόνιμο έδαφος της εργατικής εξουσίας και της κοινωνικής ιδιοκτησίας μπορεί να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής και να έρθει στο προσκήνιο η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, να στερέψει η πηγή της οικονομικής κρίσης.

Τις νέες δυνατότητες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση τις γεννάει η σύγχρονη εποχή, της αλματώδους επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, της «ψηφιακής οικονομίας» και του περάσματος στην «4η Βιομηχανική Επανάσταση». Διαμορφώνει νέες δυνατότητες για τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας να λαμβάνει γρήγορες αποφάσεις σε σύνθετα προβλήματα, αξιοποιώντας τη γρήγορη συλλογή και επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων.

Στο σοσιαλισμό, οι εργαζόμενοι, που σήμερα τους αποκαλούν «αφανείς ήρωες», θα γίνουν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των εξελίξεων με την ενεργό συμμετοχή τους στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις τους σε κάθε χώρο δουλειάς.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ, αυτή η προοπτική μπορεί να φωτιστεί από κάθε πλευρά των ζητημάτων με τα οποία βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι, οι νέοι και οι νέες, οι λαϊκές δυνάμεις της κοινωνίας.

Είναι οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, που πρέπει με τη δράση τους και την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση να ανοίξουν πιο πλατιά αυτήν τη συζήτηση. Συζήτηση που πάει μαζί με την καθημερινή προσπάθεια να οργανωθούν η εργατική - λαϊκή διεκδίκηση, πάλη και αντεπίθεση. Βάζοντας στο προσκήνιο να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες ανάγκες μας για δημιουργική εργασία, για ουσιαστική μόρφωση, πραγματική προστασία της υγείας, δημιουργικό ελεύθερο χρόνο, σύμφωνα με τις τεράστιες σημερινές δυνατότητες.

Δίνοντας μάχες για την προσπάθεια συντονισμού και οργάνωσης της πάλης των εργαζομένων για να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι ο λαός τη νέα κρίση. Συμβάλλοντας αποφασιστικά ώστε οι σημερινοί αγώνες για τους μισθούς, την προστασία των ανέργων, την απαλλαγή των λαϊκών νοικοκυριών από χρέη, την αποκλειστικά δημόσια Κοινωνική Ασφάλεια για όλους, την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, να βάζουν στο στόχαστρο τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την εξουσία του.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ