ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Σεπτέμβρη 2013 - 1η έκδοση
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πίσω απ' την αστική διαπάλη για το νέο δάνειο

Η διαπάλη σχετικά με τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους εξακολουθεί να προβάλλεται απ' τα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σαν η «μητέρα των μαχών» για τη διασφάλιση της λαϊκής ευημερίας. Με επίκεντρο το προεκλογικό σκηνικό της Γερμανίας, προβάλλεται το δίλημμα μεταξύ δύο βασικών αστικών επιλογών:

Απ' τη μια η πρόταση της κυβέρνησης Μέρκελ που περιλαμβάνει παράταση του χρόνου εξόφλησης των σημερινών δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας καθώς και νέο δάνειο που θα συνοδευθεί με νέο αντιλαϊκό μνημόνιο. Η ελληνική κυβέρνηση συμπλέει με τη συγκεκριμένη πρόταση της Γερμανίας, της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την εξωραΐζει με την υπόσχεση μιας διαπραγμάτευσης αφού επιτευχθεί το περιβόητο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα. Υπόσχεται ήδη «κοινωνικό μέρισμα» με ελάφρυνση της θέσης κάποιων ομάδων ακραίας φτώχειας, όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι.

Απ' την άλλη, έχει κατατεθεί η πρόταση του ΔΝΤ που ζητά «κούρεμα» του σημερινού υπέρογκου ελληνικού χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμη η διαχείρισή του. Παράλληλα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία προτείνουν ένα νέο αναπτυξιακό «σχέδιο Μάρσαλ» και μια σχετική χαλάρωση της σημερινής αυστηρά περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής για να ανακάμψει πιο γρήγορα η ελληνική καπιταλιστική οικονομία.

Τη δεύτερη επιλογή προκρίνει η ηγεσία του ΣΕΒ που επισημαίνει ότι «η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή υπονομεύει κάθε προοπτική ανάπτυξης» και ζητά μεγαλύτερο περιθώριο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ο ΣΕΒ τονίζει επίσης ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι μέρος του συνολικού προβλήματος της ΕΕ και ότι χρειάζεται «συνολική ευρωπαϊκή λύση». Στην ίδια κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται ότι μια δική του μελλοντική κυβέρνηση θα προκαλέσει έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ όπου θα απαιτήσει και θα πετύχει «κούρεμα» μέρους του ελληνικού χρέους, με τη στήριξη δυνάμεων του Ευρωπαϊκού Νότου.

Διαφορές στο αστικό στρατόπεδο

Οι δύο βασικές προτάσεις αστικής διαχείρισης παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές. Η διαπάλη τους αντανακλά την αυξανομένη συνολική δυσκολία της αστικής πολιτικής να διαχειριστεί την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και τις συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Η όποια επιλογή διαχείρισης και ο όποιος προσωρινός συμβιβασμός δεν αφορούν στενά την ελληνική περίπτωση αλλά τη συνολική αντιμετώπιση των μεγάλων κρατικών χρεών της Ευρωζώνης, όπως της Ισπανίας και της Ιταλίας. Επομένως, θα επιδράσει στο συσχετισμό δύναμης στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, στη διατήρηση της γερμανικής ηγεμονίας στην ΕΕ, στο μέλλον της ίδιας της Ευρωζώνης.

Οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Γαλλίας ζητούν έμμεσα και άμεσα να επωμισθεί η γερμανική άρχουσα τάξη μεγαλύτερα βάρη στην αναγκαία απαξίωση κεφαλαίου των υπερχρεωμένων κρατών, αφού αποτελεί το μεγάλο κερδισμένο απ' την συγκρότηση της Ευρωζώνης.

Η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης οδηγεί σε ροή κεφαλαίων προς τη Γερμανία, προνομιακούς όρους δανεισμού με πτώση επιτοκίων των γερμανικών κρατικών ομολόγων της, βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης συγκριτικά με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία. Απ' την άλλη, καθιστά επισφαλείς τις σημαντικές σημερινές εξαγωγικές επιδόσεις της Γερμανίας στην Ευρωζώνη.

Ενα «κούρεμα» των διακρατικών δανείων προς την Ελλάδα (το οποίο εκτός του ΔΝΤ υποστηρίζει και το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο των μεγάλων πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων) επιβαρύνει τόσο άμεσα τη Γερμανία, όσο και έμμεσα, στο βαθμό που σταδιακά την καθιστά εγγυητή των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης. Θα επιδράσει επίσης στην ισχύ του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος στον ανταγωνισμό του με το δολάριο.

Ταυτόχρονα, μια σχετική χαλάρωση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής θα επιτρέψει μεγαλύτερες κρατικές ενισχύσεις για εγχώριους μονοπωλιακούς ομίλους των υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα, αλλά και για την ίδια τη Γαλλία. Αυτές οι ενισχύσεις καθώς και μια σχετική τόνωση της εσωτερικής κατανάλωσης μπορούν να συμβάλουν στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας μονοπωλιακών ομίλων αυτών των κρατών.

Η επιθυμία για αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης και για μεγαλύτερο περιθώριο αυτοτελών ελιγμών δεν αναιρεί την επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης για παραμονή στην ΕΕ. Η ΕΚΤ παραμένει το βασικό στήριγμα των μεγαλομετόχων των εγχώριων τραπεζών. Η ένταξη στην ΕΕ και οι κοινοτικές ενισχύσεις εξυπηρετούν τους δυναμικούς εγχώριους ομίλους για τη δράση τους στην ευρύτερη περιοχή. Η αστική τάξη γνωρίζει επίσης καλά ότι όλες οι συμμαχικές σχέσεις του κεφαλαίου διέπονται απ' την ανισομετρία, την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου. Ωστόσο, η αστική τάξη προβληματίζεται απ' τη σχετική επιδείνωση της διεθνούς θέσης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας μετά την εκδήλωση της κρίσης. Τμήματα του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου που συνδέονται με ΗΠΑ, Βρετανία φαίνεται να στηρίζουν την αμφισβήτηση των επιλογών της γερμανικής κυβέρνησης.

Η συγκεκριμένη διαπάλη στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης κάθε αστικού κράτους, στην Ευρωζώνη συνολικά, και ο γενικότερος ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων δεν αφορά την ικανοποίηση των αναγκών του λαού.

Ολα τα μέρη της αστικής διαπραγμάτευσης βρίσκονται στην απέναντι αντιλαϊκή όχθη. Σε σχέση με την εργατική τάξη, το λαό, οι διαφορές τους περιορίζονται στους όρους, στους τρόπους, στους ρυθμούς που θα συνεχισθεί η σφαγή των λαϊκών δικαιωμάτων, μέσα στα τείχη του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Ο μύθος της φιλολαϊκής διαπραγμάτευσης και ο δρόμος της ανατροπής

Οσο συνεχίζουμε να βαδίζουμε στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, φιλολαϊκή διέξοδος απ' την κρίση, πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρξει. Είτε επιταχύνουμε, είτε επιβραδύνουμε, είτε αλλάξουμε λωρίδα κυκλοφορίας θα καταλήξουμε στο ίδιο αποτέλεσμα: Νέες θυσίες για το λαό, χωρίς ημερομηνία λήξης, στο βωμό της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων.

Οποιος αποδέχεται και θέτει ως στόχους τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και την επίτευξη ψηλού ρυθμού ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν μπορεί να αντιταχθεί ουσιαστικά στις απαιτήσεις του κεφαλαίου για φθηνότερη εργατική δύναμη, αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Η κριτική του οπορτουνιστικού ρεύματος (Σταθάκης, Μηλιός, Λαπαβίτσας, Βεργόπουλος κ.ά.) ότι η κυβερνητική πολιτική δεν ανοίγει «το δρόμο της ανάπτυξης», επιχειρεί να εγκλωβίσει το λαϊκό κίνημα στη μάταιη αναζήτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους, που θα ωφελεί ταυτόχρονα το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους.

Συγκαλύπτει ότι η αύξηση των κερδών των μονοπωλίων δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη διευρυνόμενη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Γι' αυτό και όλος ο διεθνής θίασος της αστικής διαπραγμάτευσης για το μέλλον του ελληνικού χρέους, η Λαγκάρντ του ΔΝΤ, ο Ομπάμα, η Μέρκελ, ο σοσιαλδημοκράτης Στάινμπρουγκ συνιστούν και στηρίζουν την επιτάχυνση και ολοκλήρωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων στην Ελλάδα, παρά τις διαφορές τους.

Πρόκειται για αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που συμφωνήθηκαν και δρομολογήθηκαν για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσης του 2009. Κατευθύνσεις και δεσμεύσεις που αφορούν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ και όχι μόνο τα υπερχρεωμένα. Οποια διαπραγμάτευση και αν επιχειρήσει μια αστική κυβέρνηση για τη δανειακή σύμβαση, αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει την πολιτική μνημονίου διαρκείας, τις δεσμεύσεις της στρατηγικής ΕΕ 2020, του Συμφώνου Σταθερότητας που αφορούν όλα τα κράτη - μέλη. Τα νέα κοινοτικά σχέδια για «γνήσια Οικονομική και Νομισματική Ενωση» με θέσπιση Μέσου Σύγκλισης και Ανταγωνιστικότητας, προβλέπουν μάλιστα πιο αυστηρά συστήματα ελέγχου της κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης, των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην αγορά εργασίας, στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η διόγκωση του κρατικού χρέους δεν ήταν η αιτία, αλλά το εφαλτήριο για να επιταχυνθούν αυτές οι αντιλαϊκές αλλαγές στην Ελλάδα.

Καμιά επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΕΕ δεν μπορεί να καταργήσει την αιτία της περιοδικής εκδήλωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Ούτε θα ακυρώσει τις κοινοτικές ποσοστώσεις και την ανταγωνιστική πίεση στην εγχώρια παραγωγή, με τα γνωστά αποτελέσματα στη μεταποίηση και στον αγροτικό τομέα.

Γι' αυτό και ο λαός δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στην αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την ικανότητα διαπραγμάτευσης για τη διαχείριση του κρατικού χρέους.

Το περιβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα» δε θα φέρει καλύτερες μέρες για το λαό, όπως υπόσχεται η κυβέρνηση. Η επίτευξη του στόχου περνά μέσα απ' τη σφαγή των δαπανών κοινωνικής πολιτικής, την άθλια κατάσταση στην υγεία και την εκπαίδευση, τους μισθούς και τις συντάξεις πείνας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα εφιαλτικά ύψη της ανεργίας. Οδηγεί όπως και το «κούρεμα» σε μια ακόμα χειρότερη επόμενη μέρα για το λαό, με νέα μνημόνια και θυσίες χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα όποια ψίχουλα για ομάδες της ακραίας φτώχειας θα διασφαλίζονται με την αφαίμαξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων. Ενώ θα παρουσιάζονται ως κοινωνική πολιτική τα σκλαβοπάζαρα της «κοινωφελούς εργασίας» των ανέργων με 400 ευρώ μισθό.

Ο στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, στην καλύτερη περίπτωση, να πληρώσει ο λαός ένα μεγάλο μέρος του κρατικού χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται, ούτε ωφελήθηκε απ' τη δημιουργία του. Η συμμαχία του ευρωπαϊκού Νότου που προτείνει για την επαναδιαπραγμάτευση, αποσιωπά τις συστάσεις των Γάλλων και Ιταλών αστών πολιτικών για επιτάχυνση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα καθώς και την κατεδάφιση των λαϊκών δικαιωμάτων σ' αυτές τις χώρες.

Η επόμενη μέρα που υπόσχεται περιλαμβάνει νέα κρατική στήριξη των υγειών επιχειρηματιών (που θα εφαρμόζουν την αστική νομοθεσία) και την αναπλήρωση των τεράστιων απωλειών του λαού όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν... Δηλαδή πότε; Μόλις οι «σκληρές διαπραγματεύσεις» των αδελφών πολιτικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ μετατρέψουν τη διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία της ΕΕ σε Ευρώπη των εργαζόμενων, δηλαδή ποτέ.

Ο εγκλωβισμός του λαού στην επιλογή του «μικρότερου κακού» μεταξύ των προτάσεων κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Διαλέγοντας το πώς, πότε και πόσα ακόμα θα θυσιάσει, θα οδηγείται από ήττα σε ήττα, σε πορεία επιδείνωσης δίχως τέλος. Αυτός είναι ο δρόμος της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε με νέο δάνειο, είτε με «κούρεμα», είτε με φανερή παρουσία της τρόικας, είτε με εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ χωρίς τρόικα.

Φιλολαϊκή διέξοδος απ' τη βαθιά καπιταλιστική κρίση υπάρχει μόνο σε τροχιά αναμέτρησης και ανατροπής με τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία των μονοπωλίων. Οργανώνοντας την ανασύνταξη του κινήματος, την αλλαγή συσχετισμού σε κάθε χώρο δουλειάς, κάθε κλάδο, κάθε γειτονιά. Με πολύμορφες αγωνιστικές πρωτοβουλίες για μονομερή διαγραφή του χρέους, αποδέσμευση απ' την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ