ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Αυγούστου 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Για τη βία και την αντιβία (1941-1944)

Α' ΜΕΡΟΣ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 8-5-2004 άρθρο - ανταπάντηση του Στ. Καλύβα (Σ.Κ.) με τίτλο «Αριστερή βία: μύθοι και πραγματικότητα».

Στο άρθρο επιχειρείται να αποδοθεί στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ η ευθύνη για χρήση βίας απέναντι στο φαινόμενο του δοσιλογισμού και των «αντιδραστικών». Δε διευκρινίζεται αν η κατηγορία αφορά αυτή καθ' αυτή τη χρήση βίας ή την κατάχρησή της.

Πριν προχωρήσουμε στα επιμέρους ζητήματα που θίγει, χρήσιμο θα ήταν να ορίσουμε τι είναι βία και τι θέση έχει αυτή μέσα στην ιστορική εξέλιξη.

Βία είναι, σύμφωνα με έναν ορισμό του Ενγκελς, η επιβολή της θέλησης του ενός σε βάρος της θέλησης του άλλου. Η επιβολή αυτή γίνεται με άμεσους και έμμεσους τρόπους.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η πρόκληση του σωματικού πόνου, ο θάνατος και η απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία. Στη δεύτερη ανήκουν η δημιουργία καταστάσεων που οδηγούν αναγκαστικά τον άλλο στην αποδοχή της θέλησης του δυνατού (π.χ. πείνα, εξορία, ιδεολογική χειραγώγηση).

Είναι αλήθεια ότι στη δεύτερη περίπτωση, ορισμένες φορές, η βία δεν είναι αναγνωρίσιμη και η ευθύνη για τη χρήση της διαχέεται, παρ' όλα αυτά οδηγεί, έτσι κι αλλιώς, στην άμεση βία ( π.χ. η πείνα φέρνει το θάνατο, η ανεργία τα ναρκωτικά, την εγκληματικότητα, την ενδοοικογενειακή βία κλπ.).

Η μορφή και η έκταση της βίας, μέσα στην ιστορία, καθορίζονται από τα καθήκοντα, τους στόχους που βάζει κάθε ιστορικό υποκείμενο, αλλά και τις συνθήκες που υπάρχουν (βασικά καθορίζονται από το συσχετισμό των δυνάμεων). Ετσι μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία και η κοινωνία προχωρούν μαζί με την άσκηση βίας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι. «Η βία είναι η μαμή της ιστορίας» ή διαφορετικά «οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας».

Η βία επιβάλλεται, όπως είπαμε, από τις συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματοποιούνται οι σκοποί που τίθενται από πρόσωπα, φορείς, κοινωνίες, τάξεις και κράτη. Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, επιβάλλεται αποκλειστικά και μόνο από τους σκοπούς, (ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, κρατική καταστολή κλπ.). Βεβαίως, κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δε θέλει τη βία. Μόνο διεστραμμένες προσωπικότητες αρέσκονται από την άσκηση βίας για τη βία. Το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία στην οποία δεν υπάρχουν οι αιτίες που γεννούν τη βία, δηλαδή κοινωνία χωρίς ταξική εκμετάλλευση, όπου βασιλεύει η δικαιοσύνη. Σε μια ταξική κοινωνία, όμως, στην οποία οι λίγοι εκμεταλλεύονται τους πολλούς, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, με τη μία ή την άλλη μορφή, η βία και η αντιβία. Η ίδια η ύπαρξη της εκμετάλλευσης, η κλοπή δηλαδή του παραγόμενου από την εργατική τάξη πλούτου από την άρχουσα τάξη είναι μία βίαιη, βάναυση ενέργεια, η οποία στηρίζεται στον τρόπο παραγωγής, στις σχέσεις παραγωγής δηλαδή την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής που είναι νομικά κατοχυρωμένη και προστατεύεται, όπως και η εκμετάλλευση, από μια σειρά μηχανισμούς του αστικού κράτους, ανεξάρτητα από τη μορφή που έχει αυτό (κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία ή δικτατορία).

Η ανατροπή του συστήματος αυτού, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να γίνει με την άσκηση αντιβίας από τους εκμεταλλευόμενους. Ο σκοπός, λοιπόν, της κατάργησης της εκμετάλλευσης είναι αυτός που οδηγεί τους Μαρξ και Ενγκελς να διαπιστώνουν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι «οι σκοποί μας μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος». Θα ήταν ένα γιγαντιαίο βήμα για όλη την ανθρωπότητα, αν αυτός ο ίδιος σκοπός μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη χρήση αντιβίας ή με τη μικρότερη δυνατή, κάτι όμως που δε φαίνεται στο ορατό μέλλον.

Στην περίοδο που αναφέρεται ο αρθρογράφος η χώρα μας ήταν κάτω από την ξένη κατοχή την περίοδο 1941-1944. Οι κατακτητές λεηλάτησαν και κατέστρεψαν παραγωγικές δομές και υποδομές και προκάλεσαν χιλιάδες θανάτους είτε από πείνα είτε από εκτελέσεις και μάχες. Δυστυχώς, όπως πάντα και παντού, υπήρξαν ντόπιοι που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή σ' αυτό το καταστροφικό για την πατρίδα μας έργο. Σε μια τέτοια περίπτωση οι αντιστεκόμενες στον κατακτητή δυνάμεις στόχευαν να ξεκαθαρίσουν το εσωτερικό μέτωπο, για να μπορέσουν να δώσουν τον απελευθερωτικό αγώνα με επιτυχία και λιγότερο κόστος.

Ας μην ξεχνάμε το «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του Κολοκοτρώνη, όταν στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ο Ιμπραήμ με υπέρτερες δυνάμεις μπήκε στην Πελοπόννησο, για να την καταπνίξει και βρήκε στηρίγματα και στον ντόπιο πληθυσμό, (παντού και πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις υπάρχουν και οι υποταγμένοι προδότες των σκοπών του αγώνα, για ίδιον όφελος), αλλά και τις συχνές επιθέσεις της ιρακινής αντίστασης ενάντια στους συνεργαζόμενους με τους Αμερικανούς κατακτητές Ιρακινούς, οι οποίοι όχι μόνο υπονομεύουν την αντικατοχική απελευθερωτική πάλη του ιρακινού λαού, αλλά γίνονται οι ίδιοι μέρος της εδραίωσης της ξενικής κατοχής. Κανείς δε βρέθηκε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, να κατηγορήσει τον Κολοκοτρώνη ή τον Καραϊσκάκη. Τώρα ανακαλύφθηκε ότι υπάρχει υπέρβαση κάποιων ορίων στην άσκηση βίας; Και ποιος μπορεί να καθορίσει γενικά αυτά τα όρια; Γιατί, βεβαίως, βία υπήρξε και υπάρχει. Υπήρξε και κατά τη χρονική περίοδο 1941-1944. Αλλά μήπως το πρόβλημα δεν είναι τα όρια, αλλά η δημιουργία συνειδήσεων ανοχής στην καπιταλιστική βία με κάθε της μορφή; Σε τελευταία ανάλυση, η βία είναι ουδέτερη; `Η μήπως θέλουν να αμαυρώσουν την απελευθερωτική πάλη του ελληνικού λαού στα 1941-1944 και στη συνέχεια βεβαίως, μιλώντας γενικά για «βία»;

Πρέπει, επίσης, να δούμε ποιος άρχισε πρώτος τη χρήση της και ποιος ήταν ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε.

Ο στόχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ήταν το διώξιμο του κατακτητή και το σταμάτημα της καταστροφικής λεηλασίας της χώρας μας. Ο στόχος των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους ακριβώς ο αντίθετος. Ηταν δυνατόν για την επίτευξη αυτού του στόχου να μη χρησιμοποιηθεί βία, ενάντια σε μια πολεμική μηχανή που ισοπέδωσε λαούς και χώρες;

Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ επιδίωξαν τις πιο πλατιές συμμαχίες για το διώξιμο του κατακτητή και την εξουδετέρωση του δοσιλογισμού, που ας μην ξεχνάμε, σε ορισμένες περιοχές είχε δημιουργήσει μια μαζική βάση με τη βία και την εξαγορά. Ποιος δε γνωρίζει τη διαβόητη οργάνωση «Χ» του Γρίβα και το δολοφονικό της όργιο κατά των αγωνιστών της αντίστασης στην περίοδο της κατοχής ή τα διαβόητα «Τάγματα Ασφαλείας», που δρούσαν για τη στήριξη των κατοχικών και εγκατεστημένων από τους χιτλερικούς καθεστώτων στην Ελλάδα;

Ως προς τη δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα, για να γίνει κατανοητή η πολιτική τους στη συγκεκριμένη περίοδο. Στην περιοχή της Κατερίνης, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ έφτασαν στο σημείο να προσεγγίσουν το συνεργαζόμενο με τους Γερμανούς στρατιωτικό Σώμα του ΕΕΣ, ακόμα και λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση, αλλά χωρίς επιτυχία (βλέπε σχετική αλληλογραφία μεταξύ ΕΑΜ και ΕΕΣ δημοσιευμένη στη «Λαϊκή Φωνή»).

Επίσης, στις όποιες κρίσεις μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αρκετούς μήνες πριν από την απελευθέρωση, οι Βρετανοί πλησίασαν τους δοσίλογους και μετακατοχικά τους χρησιμοποίησαν κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Για τιμωρία; Ούτε λόγος να γίνεται. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις που δοσίλογοι, λίγο πριν από την απελευθέρωση, έγιναν αγγλόφιλοι για να προσεταιριστούν το νέο δυνάστη του λαού μας. Αλλωστε, αυτοί συγκρότησαν τον κρατικό μηχανισμό που εγκαταστάθηκε μεταπελευθερωτικά στην Ελλάδα και ξεκίνησε το πογκρόμ δολοφονιών κατά των αγωνιστών της Αντίστασης.

Η αλήθεια είναι ότι μέσα σ' αυτή την ακραία και σκληρή αντιπαράθεση, η ουδετερότητα απέναντι στον αιματηρό αγώνα, που έδινε ο ελληνικός λαός, φαινόταν σαν προδοσία. Υπήρξαν και κάποιες, ελάχιστες, περιπτώσεις όπου στελέχη του αντιστασιακού κινήματος και, βοηθούντων των συνθηκών και του κλίματος, εφάρμοζαν λάθος την κατευθυντήρια γραμμή, θέλοντας να φανούν υπερεπαναστάτες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση γραμματέα του ΚΚΕ στην περιφέρεια Κατερίνης που αντικαταστάθηκε γι' αυτό το λόγο. Αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που σκοπίμως τέτοια στελέχη του αντιστασιακού κινήματος φρόντιζαν να ασκούν βία, προκειμένου να συκοφαντηθεί το ίδιο το κίνημα. Μήπως δεν υπήρχαν και μέσα στο κίνημα τέτοιοι άνθρωποι προδότες στην ουσία; Απ' αυτό όμως δεν μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και του λαϊκού απελευθερωτικού αγώνα ήταν κίνημα τυφλής βίας και όχι αντιβία του λαού απέναντι στην πολεμική βία του καταχτητή και των ντόπιων συνεργατών του.

Βεβαίως, η υπερβολή στην άσκηση βίας από ελάχιστα στελέχη, ως εξαίρεση του κανόνα, επηρεαζόταν και από τη λαϊκή απαίτηση για τιμωρία των δοσίλογων, απαίτηση που εκφράζει στο ημερολόγιο που κρατούσε ο Λ. Γιασημακόπουλος, κρατούμενος όντας στο στρατόπεδο «Π. Μελά». Ο θεοσεβούμενος Λ.Γ. για την «πρέπουσα αμοιβή», για τα «επίχειρα της κακίας της ψυχής» και ότι «αποκλείονται τα εγκλήματα... και εξεγείρεται μέσα μου το κτήνος και ζητά εκδίκησιν» (Γ. Καρτατζή «Ημερολόγιο Λ. Γιασημακόπουλου... τόμ. ΙΙ, σελ. 102,166,293, εκδ. «Παρατηρητής»).

Για το μέγεθος της βίας και την προέλευσή της, στην περιοχή της Κατερίνης, χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τα στοιχεία που βρίσκονται στο Ληξιαρχείο του Δήμου. Αν και η σύγκριση των μεγεθών, από μόνη της, δεν οδηγεί πάντα στην εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων πρέπει να πούμε ότι οι σκοτωμένοι από τον ΕΛΑΣ ανέρχονται σε 46, ενώ αυτοί από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους σε 100. Εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι πολλοί θάνατοι ΕΑΜιτών και κομμουνιστών δε δηλώθηκαν για ευνόητους λόγους.

(Συνεχίζεται)


Νίκος ΣΑΛΠΙΣΤΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ