ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Αυγούστου 2004
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Η ώρα της σοδειάς

(Του ξωμάχου οι λαχτάρες)

ΜΕΓΑΛΟ και διάπλατο εκείνο το πρώτο σχολειό μας, του κάμπου, αυτό που μας άνοιξε τις πόρτες του πριν χτυπήσει εκείνη η βαριά καμπάνα για να μας καλέσει στο δημοτικό, που θα πηγαίναμε πρωί κι απόγευμα ποδαρόδρομο.

ΕΙΝΑΙ όλα τούτα θύμησες πρώτες - πρώτες. Είναι καταγραφές που έχουν κάνει μάτια καθώς τρυγούσαμε κάθε εικόνα και γευόμαστε τη ζωή γύρω μας να μας δίνει τα δικά της μηνύματα. Δίχως βιβλία, δίχως τετράδια τα μάτια έβλεπαν κι έγραφαν, δίχως μαυροπίνακες και προπαντός, χωρίς εκείνες τις καταραμένες λιόβεργες που είχε ο δάσκαλος πάντα στην έδρα και κάθε τόσο, με την παραμικρή αφορμή, εξορμούσε κι έκανε τ' αυτιά μας κατακόκκινα. Και να λογαριάσει κανείς, πως είμαστε εμείς οι προμηθευτάδες και μάλιστα με συναγωνισμό στις λιόβεργες!!

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ του κάμπου μας έμαθε να πέφτουν με τα πρωτοβρόχια το στάρι, τα γεννήματα στη γη, καθώς το πανάρχαιο εκείνο αλέτρι μας άνοιγε το χώμα. Ηταν τότε, που ξετρέχαμε τον ζευγολάτη κι εκείνος κοίταζε να μη βρεθούμε κοντά στο υνί και γι' αυτό μας φώναζε για να μας κρατήσει αλάργα.

ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ μέσα στη χρυσή θάλασσα από στάχια και δοκιμάσαμε το δικό μας σπιτάτο ψωμί αλεσμένο στο μύλο μας και ψημένο στο φούρνο, που βδομάδες τον περιμέναμε να καπνίσει. Λαχτάρα βασανιστική και μάλιστα από τις πρώτες του ψωμιού η έγνοια... Ψωμί δικό σου κι όχι ψωμί αγοραστό με το τεφτέρι κάθε μέρα στο χέρι να μετρά και να γράφουν τα καρβέλια.

Ο ΞΩΜΑΧΟΣ, όσο προχωρούσε ο καιρός για να φτάσει στην ώρα της συγκομιδής τόσο λαχταρούσε και φοβόταν, πως το «μαύρο σύγνεφο» τους κυκλοφέρνει και τους απειλεί να χάσουν τη σοδειά τους.

Ο ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ νύχτα - μέρα στέκει στη δραγάτα του κι αφουγκράζεται και το παραμικρό: Του καιρού φύσημα. Τον θέλει ο κάμπος και δεν τον αφήνει να λείπει από το χωράφι του. Το ρολόι του κάμπου πανάρχαιο δε σηκώνει απουσίες ούτε βιασύνες. Ο κάμπος τον γυρεύει σε ώρες ανάγκης κι είναι τότε που ανοίγει μαζί του ένα τρυφερό κρυφομίλημα.

ΤΑ ΛΑΔΟΦΑΝΑΡΑ σκόρπια εδώ κι εκεί (τότε δεν είχε ο κάμπος ηλεκτρικό φως) δίνουν το στίγμα του κάθε ξωμάχου. Δίνουν του κάθε αλωνιού την παρουσία και συχνά φτάνουν κοντά σου οι φωνές, τραγούδια, κουβεντολόγι...

ΜΕΣΑ στο πυκνό σκοτάδι η μεθυστική σταφίδα σου στέλνει το δικό της μήνυμα και σε προσκαλεί να περάσεις από το αλώνι τους και να γευτείς κι εσύ ένα ποτηράκι από το «σώσμα» του κρασιού του που το καμαρώνει για το πιοτό του. Λιγόστεψαν βέβαια τ' αμπέλια, αλλά και τα νέα αναστήματα τα πάνε καλά...

ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα μονοπάτια εκεί που τα μοσχάτα, κοντόστηθα δέχονται την ασταμάτητη επίθεση της μέλισσας. Σμάρια τα μελίσσια από τα χαράματα πάνε κι έρχονται για να πάρουν το δικό τους κομμάτι για να ετοιμάσουν το βαρέλι τους.

ΑΓΚΟΜΑΧΟΥΝ την ώρα του τρύγου τ' άλογα, καθώς κουβαλάνε τα μεγάλα κοφίνια με τα μοσχάτα σταφύλια στις βινάριες (οινοποιεία) και στα πατητήρια. Στενά, δύσκολα τα μονοπάτια πνιγμένα στους βάτους.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ άξιο αγωγιάτη που να γνωρίζει τον τόπο, να 'χει πείρα, γιατί σε κάθε βήμα μπορεί να του παρατήσει το άλογο και να μην προλάβει να το σηκώσει ζωντανό.

ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ εκείνα τα πρώτα, αξέχαστα θρανία στης γης τα ξανοίγματα, της ζωής ο αγώνας όταν καρτερούσαμε της σοδειάς τη γλυκιά στιγμή που πάντα δεν έφτανε και τον ουρανό σημάδευε «το μαύρο σύγνεφο» και τα τέλειωνε όλα. Και μέναμε τότε κρεμασμένοι στα χρέη της Τράπεζας και στου φούρναρη το τεφτέρι για το καθημερινό ψωμί. Ξέραμε του ψωμιού τη λαχτάρα πριν ακόμα η καμπάνα μας καλέσει να βρεθούμε στο σχολειό με τις λιόβεργες, τις πλάκες, τα τετράδια και το μαυροπίνακα... Μεγάλο πάντα σχολειό ο κάμπος μας πρωτοφανέρωνε της ζωής τον καθημερινό, τον ασταμάτητο αγώνα. Είχαμε μάθε για το θεριστή, τον τρυγητή, όλα του κάμπου τα χρονολόγια δίπλα στους ξωμάχους. Μάθαμε την αλήθεια του ψωμιού από πρώτο χέρι...



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ