ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Ιούλη 2012
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αποκρατικοποιήσεις: Μονόδρομος για τα μονοπώλια, αδιέξοδο για το λαό

Αιχμή του δόρατος της πολιτικής της νέας κυβέρνησης είναι η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων. Εμφανίζεται αποφασισμένη να επιταχύνει την εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ για την απελευθέρωση και τις αποκρατικοποιήσεις που εφαρμόζεται από τα κόμματα του ευρωμονόδρομου όλο το προηγούμενο διάστημα. Ανακοίνωσε ως βασικό στόχο της πολιτικής της την επιτάχυνση της ποικιλόμορφης εκποίησης ενός σημαντικότατου χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, που περιλαμβάνει κρατική συμμετοχή ή πλήρη ιδιοκτησία επιχειρήσεων, υποδομών, μονοπωλιακά δικαιώματα και ακίνητα. Ο κατάλογος είναι σχεδόν ατελείωτος και ενδεικτικά μόνο περιλαμβάνει κομμάτια από ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΔΕΣΦΑ και ΔΕΠΑ, ΕΥΔΑΠ, ΕΛΤΑ, ΕΑΣ, ΟΣΕ, ΛΑΡΚΟ, την ΑΤΕ και τις επιχειρήσεις που ελέγχει όπως η ΕΒΖ, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τους οδικούς άξονες της χώρας, χιλιάδες ακίνητα του Δημοσίου, με κορωνίδα το Ελληνικό, δικαιώματα εξόρυξης μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων σε όλη τη χώρα. Οι μορφές εκποίησης ποικίλλουν από την πώληση μέρους ή όλου μέχρι την εκμίσθωση, αξιοποιώντας και τη νέα νομική μορφή του δικαιώματος επιφάνειας.

Οι σιδηρόδρομοι, και ειδικότερα η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, το κομμάτι του ΟΣΕ που έχει αναλάβει την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου, μαζί με τον οργανισμό κρατικών λαχείων, το δίδυμο ΔΕΠΑ - ΔΕΣΦΑ που ελέγχει το φυσικό αέριο στη χώρα, το πρώην Αεροδρόμιο στο Ελληνικό, το ολυμπιακό κέντρο ραδιοτηλεόρασης και τα λιμάνια στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν τη πρώτη γενναία δόση αποκρατικοποιήσεων που με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο υπόσχονται να λύσουν όλα τα προβλήματα, καθώς η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων έχει αναγορευθεί στη νέα «πανάκεια», που μπορεί να οδηγήσει, αν πιστέψουμε στα κυβερνητικά χείλη, στην «πολυπόθητη» μείωση του δημόσιου τομέα, στην ελάφρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, στην τόνωση της ανάπτυξης, στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ νέων επενδύσεων.


Κοντολογίς, αν πιστέψουμε τις κυβερνητικές εξαγγελίες, οι αποκρατικοποιήσεις του συνόλου σχεδόν της περιουσίας του κράτους θα λύσουν ταυτόχρονα, το πρόβλημα του χρέους, των ελλειμμάτων, της κρίσης, της ανεργίας. Είναι όμως τα πράγματα πραγματικά έτσι;

Ο πραγματικός στόχος των αποκρατικοποιήσεων

Γενικά, η πολιτική ιδιωτικοποίησης - πώλησης κρατικών επιχειρήσεων και της ακίνητης περιουσίας του κράτους καθορίζεται από τις ιστορικά διαμορφωμένες ανάγκες κερδοφορίας και διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και όχι - όπως θέλουν να την εμφανίσουν - ως αποτέλεσμα αυθαίρετων πολιτικών επιλογών της μιας ή της άλλης κυβέρνησης ή της τρόικας. Δεν επιβάλλεται εκτάκτως από το υπέρογκο δημόσιο δανεισμό, αν και φυσικά η υπαρκτή ανάγκη διαχείρισης του δημόσιου χρέους επιταχύνει και ως ένα βαθμό μεταβάλλει τους όρους μιας σειράς ιδιωτικοποιήσεων κρατικής περιουσίας.

Στην πραγματικότητα, η ιδιωτικοποίηση κρατικής περιουσίας ήταν δρομολογημένη και σε σημαντικό μέρος πραγματοποιήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες στο πλαίσιο της πολιτικής του ευρωμονόδρομου, πολύ πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, πολύ πριν τα μνημόνια και την τρόικα. Για παράδειγμα, η απελευθέρωση στρατηγικών τομέων της οικονομίας όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες κ.λπ. δεν ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, αλλά ξετυλίχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του '90.


Η πολιτική ιδιωτικοποίησης της κρατικής περιουσίας αποτελεί ένα βασικό μηχανισμό ενίσχυσης της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου απελευθερώνοντας πεδία οικονομικής δραστηριότητας, όπου μπορούν να τοποθετηθούν τα υπερσυσσωρευμένα κέρδη των ομίλων και ταυτόχρονα μια πηγή άμεσων πόρων για το χρέος, όπου προβλέπεται να κατευθυνθούν σχεδόν αποκλειστικά τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις. Ομως, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν βαθύτερη στόχευση, και η προώθησή τους δεν οφείλεται στο υψηλό χρέος και στην κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Για το λόγο αυτό προωθήθηκαν, όλο το προηγούμενο διάστημα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, από την Ελλάδα και την Ιταλία, μέχρι τη Σουηδία και τη Φινλανδία.

Η στρατηγική της απελευθέρωσης τομέων της οικονομίας και της αποκρατικοποίησης των πρώην κρατικών μονοπωλίων είναι ένας από τους δύο βασικούς μηχανισμούς, με τους οποίους το μεγάλο κεφάλαιο σε ολόκληρη την ΕΕ επιχειρεί να αναστρέψει την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, να ξεπεράσει την κρίση, να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητά του. Αποτελεί συνεπώς στρατηγική ανάγκη του μεγάλου κεφαλαίου, και για το λόγο αυτό κωδικοποιείται ως στρατηγική κατεύθυνση της ΕΕ, ξεκινώντας από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ εξειδικεύεται περαιτέρω σε επόμενες επεξεργασίες της.

Πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων όπως διαμορφώθηκε από το Μνημόνιο


Στην Ελλάδα, το γενικό πλαίσιο της απελευθέρωσης και των αποκρατικοποιήσεων εξειδικεύθηκε περαιτέρω με το περίφημο «Μεσοπρόθεσμο» και συμπληρώθηκε από το Μνημόνιο ΙΙ.

Στα πλαίσια αυτά προβλέπεται η ποικιλότροπη εκποίηση ενός σημαντικότατου χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, που περιλαμβάνει κρατική συμμετοχή ή πλήρη ιδιοκτησία επιχειρήσεων, υποδομών, μονοπωλιακά δικαιώματα και ακίνητα. Οι μορφές εκποίησης ποικίλλουν από την πώληση μέρους ή όλου μέχρι την εκμίσθωση. Το «Μεσοπρόθεσμο» (ΜΠΔΣ) προέβλεπε συνολικά έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις ύψους 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2015, ενώ καθόριζε το βασικό θεσμικό πλαίσιο των αποκρατικοποιήσεων, εισάγοντας ως όχημα των ιδιωτικοποιήσεων το ταμείο αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, στο οποίο θα μεταβιβαστούν όλα τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, εισήγαγε το θεσμό της επιφάνειας, με τον οποίο ο επενδυτής αυξάνει σημαντικά την κερδοφορία του, αφού δεν αγοράζει το ακίνητο αλλά ουσιαστικά το μισθώνει, ενώ στο ΜΠΔΣ υπήρχε και ένας αναλυτικός κατάλογος περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου προς αποκρατικοποίηση.

Το δεύτερο Μνημόνιο (Φλεβάρης του 2012) δεν περιλαμβάνει νέο κατάλογο περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου προς πώληση/αποκρατικοποίηση που να εξειδικεύει περαιτέρω τον κατάλογο που περιελάμβανε το ΜΠΔΣ του Ιουλίου 2011 (ο οποίος άλλωστε ήταν ενδεικτικός κατάλογος και όχι αποκλειστικός), αλλά εξειδικεύει περαιτέρω τη διαδικασία αποκρατικοποιήσεων στη βάση των ακόλουθων αξόνων, αναθεωρώντας τη χρονική εξέλιξη του στόχου των αποκρατικοποιήσεων και προβλέποντας 4,5 δισ. για το 2012, 7,5 δισ. για το 2013 και 15 δισ. για το 2015 αντανακλώντας τις αντικειμενικές εξελίξεις στην οικονομία που καθιστούσαν ανέφικτο το στόχο του ΜΠΔΣ. Ταυτόχρονα, προβλέπει ως υποχρέωση της κυβέρνησης να προχωρά σε πώληση όσων μεριδίων έχει σε επιχειρήσεις, προκειμένου να «πιάνονται» οι στόχοι, και επιβάλλει τη μεταβίβαση στο ταμείο αξιοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων. Ουσιαστικά, ανοίγει το δρόμο για αποκρατικοποίηση όλης της κρατικής περιουσίας, αφού το κριτήριο δεν είναι οι προσφορές, αλλά η επίτευξη των οικονομικών στόχων. Τέλος, η κυβέρνηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην προχωρήσει σε θέσπιση διατάξεων που θα παρεμποδίζουν τις αποκρατικοποιήσεις, ενώ καθίσταται υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να τροποποιήσει κατάλληλα το νομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας του 2008, ώστε να αρθούν ακόμα και οι στοιχειώδεις δικλίδες που περιείχε σχετικά με τον έλεγχο που ασκεί το ελληνικό κράτος στις επιχειρήσεις αυτές.

Η στρατηγική της τρικομματικής διακυβέρνησης για τις αποκρατικοποιήσεις


Το νέο κυβερνητικό πρόγραμμα για τις αποκρατικοποιήσεις κινείται στον κεντρικό άξονα που έχει αποτυπωθεί στο ΜΠΔΣ και το Μνημόνιο ΙΙ, ενώ οι τέσσερις ειδικοί άξονες για τις αποκρατικοποιήσεις που περιέχει, που παρατίθενται παρακάτω, εξειδικεύουν συγκεκριμένες πλευρές του γενικότερου πλαισίου.

«Διαδικασία αποκρατικοποιήσεων - εγγυήσεις διαφάνειας».

Η «διαφάνεια» στις αποκρατικοποιήσεις αποτελεί καταρχήν προπαγανδιστικό χειρισμό που επιχειρεί να τοποθετήσει τη διαχωριστική γραμμή στο γνωστό δίλημμα διαφάνεια -αδιαφάνεια, διαφθορά κ.ο.κ. και να στρέψει την προσοχή μακριά από τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης πολιτικής αποκρατικοποιήσεων που συνίσταται στην εκχώρηση κρατικών υποδομών και επιχειρήσεων στο μεγάλο κεφάλαιο, με στόχο τη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Είναι μια προσπάθεια να εμφανιστούν οι αποκρατικοποιήσεις ως κάτι «φυσικό, δεδομένο και καταρχάς επωφελές για όλους» και να φορτώσουν όλες τις επιπτώσεις της πολιτικής της απελευθέρωσης στην αδιαφάνεια και στη διαφθορά.

«Σύνδεση με την ανάπτυξη και όχι μόνο με εισπρακτικούς στόχους».

Από τη μια, η επίκληση στην ανάπτυξη κινείται στη γνωστή προπαγανδιστική τακτική που θέλει να παρουσιάσει την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν ανάπτυξη για όλους, σαν μια αταξική διαδικασία που είναι καταρχάς φιλολαϊκή. Στην πραγματικότητα, η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι ανάπτυξη για τα μονοπώλια και για τους εργαζόμενους ισοδυναμεί με σχετική και απόλυτη εξαθλίωση. Η ανάπτυξη όλο το διάστημα πριν την οικονομική κρίση βασίστηκε πάνω σε επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων (αντιασφαλιστικοί νόμοι, πενιχρές αυξήσεις 77 λεπτά την ημέρα, συχνά κάτω και από τον επίσημο πληθωρισμό). Η καπιταλιστική ανάπτυξη θα έρθει μόνο με όρους θωράκισης της κερδοφορίας των μονοπωλίων, δηλαδή με όρους θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των ομίλων των κρατών - μελών της ΕΕ με άλλες δυνάμεις όπως Κίνα και Ινδία όπου η αξία της εργατικής δύναμης είναι πολύ μικρότερη. Για το λόγο αυτό, βασικός άξονας για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ομίλων είναι η διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης. Ετσι, τα αναπτυξιακά κριτήρια όχι απλά δεν είναι εν δυνάμει φιλολαϊκά, αλλά αντίθετα είναι κατ' ανάγκη αντιλαϊκά.

Από την άλλη, η επίκληση αναπτυξιακών κριτηρίων θα επιτρέψει και την προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων ομίλων από το ελληνικό κράτος, αφού το κριτήριο της εξαγοράς θα είναι διανθισμένο με επιπλέον αναπτυξιακά κριτήρια.

«Διατήρηση της κυριότητας του κράτους στα δίκτυα και αξιοποίηση του θεσμού των συμβάσεων παραχώρησης για βασικές υποδομές / Ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ρυθμιστικές αρχές».

Η διατήρηση της κυριότητας των δικτύων στο κράτος και η παραχώρηση - χρήσης στην πραγματικότητα - των υποδομών στο μεγάλο κεφάλαιο στοχεύει στην αύξηση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Το τελευταίο απλά θα αξιοποιεί υποδομές που έχουν γίνει με κρατικούς πόρους, και την ίδια στιγμή θα επιδοτείται για την επέκταση των υποδομών αφού αυτές δεν θα είναι ιδιόκτητες. Η μακροχρόνια παραχώρηση δεν αναιρεί καμία από τις αρνητικές συνέπειες της πώλησης, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνει την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου που θα επενδύσει στις εν λόγω υποδομές. Τέλος, νομοτελειακά οδηγεί σε απαξίωση των υποδομών, αφού η συντήρησή τους θα γίνεται με γνώμονα την κερδοφορία του κεφαλαίου για το χρονικό διάστημα παραχώρησής τους, χωρίς να λαμβάνονται μέτρα μακροχρόνιας αποκατάστασης της φθοράς.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ρυθμιστικές αρχές επίσης δεν έχει στόχο να λύσει τα προβλήματα για το λαό που δημιουργούν οι αποκρατικοποιήσεις, η απελευθερωμένη αγορά, η όξυνση του ανταγωνισμού. Από τη μια, κάθε ρυθμιστική αρχή κινείται με γνώμονα τη θωράκιση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων μέσα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της «απελευθερωμένης αγοράς». Από την άλλη, κανένα ρυθμιστικό πλαίσιο δεν μπορεί να αναιρέσει την όξυνση του ανταγωνισμού, την αναγκαία καταστροφή τμήματος του κεφαλαίου στην κρίση, τη δημιουργία μονοπωλίων μέσα από τον ίδιο τον ανταγωνισμό.

«Επίσπευση με άμεσες ενέργειες, κυρίως των περιπτώσεων όπου η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα συνδέεται με επενδύσεις σε υποδομές και θέσεις εργασίας. Π.χ. λειτουργικό έργο ΟΣΕ».

Αποκαλύπτεται η αποφασιστικότητα της νέας κυβέρνησης να επιταχύνει τις αποκρατικοποιήσεις αξιοποιώντας ως πρόσχημα «τις θέσεις εργασίας» σε εκείνους τους τομείς που προκρίνει ως ιδιαίτερα κερδοφόρους το μεγάλο κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, οι αποκρατικοποιήσεις δε θα συνοδευτούν με νέες θέσεις εργασίας αλλά κυρίως με δραστική περικοπή θέσεων εργασίας, προκειμένου να γίνουν οι αποκρατικοποιούμενες επιχειρήσεις κερδοφόρες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ΟΣΕ, όπου προκειμένου να προχωρήσει η αποκρατικοποίηση, το προσωπικό του έχει ήδη μειωθεί κατά 55% και οι αποδοχές του κατά 45%. Επίσης, όποιες νέες θέσεις εργασίας αναπτυχθούν θα είναι θέσεις εργασίας με μισθούς πείνας και ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αφού η καπιταλιστική κερδοφορία πατάει πάνω σ' αυτές τις προϋποθέσεις.

Αποκρατικοποιήσεις και λαϊκό εισόδημα

Οι αποκρατικοποιήσεις θα έχουν πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στα λαϊκά εισοδήματα και στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα.

Θα οδηγήσουν άμεσα σε νέες αυξήσεις τιμών σε μια σειρά εμπορεύματα και υπηρεσίες που παρέχονται από τις προς ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και των επιχειρήσεων ύδρευσης γενικότερα θα οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών στο νερό, αντίστοιχα στις μεταφορές (εισιτήρια τρένου, τέλη σε αεροδρόμια και λιμάνια που θα οδηγήσουν σε αυξήσεις σε ακτοπλοϊκά και αεροπορικά εισιτήρια, νέα διόδια), αύξηση στα ταχυδρομικά τέλη και στα τέλη του φυσικού αερίου, στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ηδη έχουν δρομολογηθεί μεγάλες αυξήσεις στα εισιτήρια του ΟΣΕ, προκειμένου να γίνει ελκυστικός για τους επενδυτές, ενώ η αποτίμηση με όρους αγοράς, δηλαδή με όρους εξασφαλισμένης κερδοφορίας, θα εκτινάξει τις τιμές περαιτέρω. Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι στις αποκρατικοποιούμενες επιχειρήσεις θα γνωρίσουν νέα επιδείνωση των εργασιακών σχέσεών τους, με μετατροπή σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου και μεγάλο κύμα απολύσεων που προβλέπονται από την έκθεση της Κομισιόν μετά τη 12μηνη εργασιακή εφεδρεία.

Οδηγούν σε καταστροφή του περιβάλλοντος και επιδείνωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων. Απώλεια και των τελευταίων αδόμητων εκτάσεων στο εσωτερικό αστικών ιστών που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών (λ.χ. Ελληνικό). Αλλαγή χρήσης σε εκτάσεις που τώρα αξιοποιούνται με ήπιες χρήσεις και παρέχουν σχετικά φτηνές υπηρεσίες (π.χ. κάμπινγκ στα Καμένα Βούρλα, κάμπινγκ Παλιουρίου). Οριστικός αποκλεισμός της χρησιμοποίησης των Ολυμπιακών χώρων για τις ανάγκες μαζικού λαϊκού αθλητισμού.

Τέλος, η πώληση μεταλλευτικών δικαιωμάτων (λ.χ. του χρυσού στη Χαλκιδική) παραδίδει την εξόρυξη του εγχώριου πλούτου στους πολυεθνικούς ομίλους, ενώ η προωθούμενη διαδικασία εκχώρησης των δικαιωμάτων εξόρυξης υδρογονανθράκων ωφελεί αποκλειστικά τους πετρελαϊκούς ομίλους στους οποίους θα καταλήξουν αυτά τα δικαιώματα. Επιπλέον, η δρομολογούμενη ολοκλήρωση της πώλησης των ΕΛΠΕ προικοδοτεί τον αγοραστή με το πλουσιότατο αρχείο υποθαλάσσιων ερευνών, που σχετίζεται με δικαιώματα άντλησης υποθαλάσσιων υδρογονανθράκων. Επίσης, το κλείσιμο του ΙΓΜΕ συνεπάγεται την κατάργηση ενός κρατικού φορέα διερεύνησης των σχετικών μεταλλευτικών αποθεμάτων

Μονόδρομος η αντεπίθεση του λαϊκού κινήματος

Απέναντι στην άμεση επιδείνωση που θα επιφέρει η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων, ο λαός δεν πρέπει να παραμείνει παθητικός θεατής των εξελίξεων. Πρέπει να βάλει αποφασιστικά τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.

Να προτάξει ένα αγωνιστικό, ριζοσπαστικό πλαίσιο πάλης κατά των αποκρατικοποιήσεων, δίνοντας με κάθε μορφή μάχες για να μην εκχωρηθεί κανένας στρατηγικός τομέας της οικονομίας στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, για να μην ιδιωτικοποιηθεί ούτε σπιθαμή κρατικής γης, υποδομών, επιχειρήσεων. Να οργανώσει την πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και στην επέκτασή τους, για να μην πουληθεί καμιά μονάδα της ΔΕΗ, κανένα λιγνιτικό πεδίο στο μεγάλο κεφάλαιο, για να μην ιδιωτικοποιηθεί ο μεταλλευτικός και ορυκτός πλούτος της χώρας, για να μην πουληθεί η Λάρκο, να μη δοθούν στο μεγάλο κεφάλαιο τα δικαιώματα εξόρυξης υδρογονανθράκων. Να οργανώσει την πάλη του στη βάση της καθολικής αναμέτρησης και ρήξης με τη στρατηγική της ΕΕ και του ΣΕΒ για την «απελευθέρωση» στρατηγικών τομέων της οικονομίας, οργανώνοντας την πάλη για κατοχύρωση της ενέργειας, της μεταφοράς, της επικοινωνίας ως κοινωνικά αγαθά, σε αντίθεση με την εμπορευματοποίησή τους, με ενιαίους αποκλειστικά κρατικούς φορείς σε όλους τους τομείς στρατηγικής σημασίας (ενέργεια, μεταφορές κ.λπ.), οι οποίοι θα αποτελούν λαϊκή περιουσία και θα υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες. Να οργανώσει την πάλη του στην κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής με την εξουσία των μονοπωλίων και την ΕΕ που στηρίζει αυτήν την εξουσία, στην κατεύθυνση αποδέσμευσης απ' την ΕΕ και διαγραφής του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία. Ο λαός μπορεί και πρέπει να πιστέψει στη δύναμή του.


Του
Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ