ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Ιούλη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ο Δημήτρης Π. Αθανασίου γεννήθηκε στη Μενδενίτσα Φθιώτιδας το 1929. Τελειώνοντας το δημοτικό, βρέθηκε στη Λαμία παλεύοντας για μάθηση και μεροκάματο. Εκανε του κόσμου τις δουλιές μέχρι που διορίστηκε τελικά υπάλληλος του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε.

Από νεαρή ακόμα ηλικία δημοσίευσε στίχους και πεζά στις λαμιώτικες εφημερίδες «ΝΕΟΝ ΒΗΜΑ», «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», «ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ» και στη συνέχεια σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Καταπιάστηκε επίσης με το θέατρο, το σενάριο, το μυθιστόρημα.

Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί στην Ελλάδα από την «Πειραματική σκηνή νέων», σε σκηνοθεσία Διονύση Χιώνη και στο Λονδίνο από ομάδα Κύπριων καλλιτεχνών σε σκηνοθεσία Ανδρέα Λυσσάνδρου. Ιδρυσε τη «Νεανική Αυλαία Αθηνών». Εγραψε και σκηνοθέτησε παιδικές παραστάσεις.

Εξέδωσε τα βιβλία «ΠΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», «ΔΙΑΜΑΝΤΩ» και τελευταία τα διηγήματα με τίτλο «ΞΕΚΟΥΜΠΩΤΑ ΛΟΓΙΑ».

Η διεύθυνση του συγγραφέα είναι: Σπάρτης 115 Καλλιθέα, ΤΚ 17675 Αθήνα, τηλέφωνο: 9585.720.


Ο Παπακοσμάς

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Παπακοσμάς, ένας πανύψηλος γεροβαρκάρης, ψημένος πόντο - πόντο με ήλιο και πελαγίσια αρμύρα, είχε μετατρέψει τη βάρκα του σε κινητό μπακάλικο και κουβαλούσε τρόφιμα από τα παράλια της Αιδηψού, στην παραλία του Θρόνιου. Μιας μικρής πόλης που στα παλιά χρόνια, ήταν η επισημότερη πρωτεύουσα των υποκνημιδίων Λοκρών, μέχρι που καταστράφηκε ολότελα από τους σεισμούς, τους Φωκείς και τους Ρωμαίους.

Τα δρομολόγια γινόντουσαν και δυο φορές τη μέρα, αν και τα χρόνια εκείνα της κατοχής, δεν ευνοούσαν τέτοια μπάρκα. Τότε για να βγεις μεσοπέλαγα και μάλιστα νύχτα, όπως γινότανε ταχτικά, έπρεπε να το λέει η Περδικούλα σου!... Διαφορετικά σ' έτρωγε το σκοτάδι και ο βυθός σε κατάπινε.

Ο Παπακοσμάς, «λαδώνοντας» κάτι αρπαχτικά της ιταλικής διοίκησης, γινόταν κάτοχος μιας σχετικής άδειας, που κατά κάποιο τρόπο βοηθούσε για να περάσουν χωρίς άλλες ενοχλήσεις άνθρωποι και εμπορεύματα στα λοκρικά παράλια. Εκεί με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας, οι άνθρωποι ανταλλάσσανε τα προϊόντα τους και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.

Ο Παπακοσμάς, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στη θάλασσα, ήταν και γερό ποτήρι! Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν.

Ο πατέρας μου, που καμιά σχέση δεν είχε με τη θάλασσα - φραγκοράφτης ήτανε - αναγκάστηκε από τα πράγματα ν' αλλάξει επάγγελμα και να κάνει τον ψαρά, το λαδά, τον έμπορο κι ό,τι άλλο περνούσε από το χέρι του για να τα βγάλει πέρα. Βλέπετε, ήμασταν και έξι νοματαίοι φαμελιά τρομάρα μας. Χορταίναμε εύκολα;..

Ετσι ξεκίνησε από ψαράς και σταδιακά ήρθαν και τ' άλλα κι αποκοντά και γω που σα μεγαλύτερος γιος - κόντευα τα δώδεκα - έκανα το βοηθό του και καμαρωνόμουνα! Αγαπούσα πολύ τη θάλασσα και κάθε φορά που αφήναμε πίσω το βουνίσιο μας στέκι και κατηφορίζαμε στα καμποχώρια, το γλεντούσε η ψυχή μου. Οταν φτάναμε κοντά της και καρτερούσαμε τον Παπακοσμά να έρθει, έστελνα παγανιά το βλέμμα να κυνηγήσει τις ομορφιές της όλες, και τη φαντασία μου αχαλίνωτη να οργιάσει.

Με τον Παπακοσμά είχαμε γίνει φίλοι κι εκείνος κάθε φορά που έφτανε στο Θρόνιο όλο και κάτι θα κράταγε για την αφεντιά μου. Και γω, πανηγύριζα όταν τον έβλεπα να κοντοζυγώνει στο μόλο ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος. Ετρεχα, έπιανα το σχοινί που πέταγε και με τη βοήθεια κάποιου αλλουνού, σέρναμε τη βάρκα στην αμμουδιά να καθίσει. Μέχρι ν' αρχίσει το ξεφόρτωμα και το φόρτωμα ξανά, τράβαγαν μερικά ούζα ξεροσφύρι και λέγανε για το επόμενο ταξίδι.

Υστερα μαζί με τον πατέρα και κάνα δυο άλλους χωριανούς μας, σαλιγκώναμε δυο παλιογούμαρα, στο πιο νέο τα ψάρια γιατί υπήρχε λόγος και ανηφορίζαμε για τα κονάκια μας. Μόλις φτάναμε, αφήναμε το ένα ζωντανό να το ξεφορτώσει η μάνα και μεις παίρναμε το φορτωμένο ψάρια και δεν αφήναμε γειτονιά για γειτονιά αγύριστη. Μέχρι και σ' άλλα χωριά πηγαίναμε για να ξεπουλήσουμε στα γρήγορα μην τυχόν και μας μένανε και τότε... κλάφτα Χαράλαμπε!.. Θα μας παίρνανε από κοντά οι γάτες κι άντε ψαράδες να μου πείτε πώς γλιτώνετε. Το παρδαλό κατσίκι θα γέλαγε με την αφεντιά μας, ενώ οι φάτσες μας, με δυο μέτρα μούτρα κρεμασμένα, κουβέντα δε θα σήκωναν. Ευτυχώς αργότερα ανακαλύψαμε ότι οι σαρδέλες γινόταν εξαιρετικός μεζές όταν μύριζαν λίγο και τις πάστωνες με χοντρό αλάτι. Ετσι χωρίς καθυστέρηση βάλαμε τη φάμπρικα μπροστά και γλιτώσαμε το άγχος. Τώρα και να μας έμενε καμιά ψαριά απούλητη δεν ανησυχούσαμε. Είχαμε δέσει το γάιδαρό μας!..

Εκείνο το βράδυ ο καπετάν Παπακοσμάς, δέχτηκε πρόσκληση του πατέρα, ν' ανέβουν στο χωριό μαζί μας αυτός και ο βοηθός του, να τους φιλέψουμε! Ξεκινήσαμε αργά το σούρουπο και φτάσαμε στο χωριό κοντά μεσάνυχτα. Η μάνα, συνηθισμένη σε τέτοια καλωσορίσματα, απρόοπτα, δε δυσανασχέτισε καθόλου. Τι θα ωφελούσε άλλωστε όταν ήξερε ότι ο μαστρο-Πάνος δε χωράτευε. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν ο τρόπος που θα ξεντροπιαζότανε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά όταν βρισκότανε σε δύσκολη θέση και μάλιστα όταν επρόκειτο να τραπεζώσει ξένους ανθρώπους.

Τελικά ύστερα κι από τις τυπικές χειραψίες, κατέφυγε στο κοτέτσι που πάντα έδινε λύση σε τέτοιες περιστάσεις. Εσφαξε ένα κοκόρι, τόσβησε με κρεμμύδια και κόκκινο κρασί, τηγάνισε και μερικές πατάτες, έβγαλε και τυρί δερματίσιο, έβαλε κι ένα καρβελάκι μπομπότα στο τραπέζι, καλά ταβλωθήκαμε. Τεντωθήκαμε μετά και νιώσαμε άρχοντες του παλιού καιρού. Εγώ, είχα αναλάβει και την ιδιαίτερη φροντίδα να τους ρουπώνω με κρασί κι ανεβοκατέβαινα σαν ανελκυστήρας στο κατώι!.. Πού να τους προκάνω. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, μ' είχαν ξεποδαριάσει.

Κάποια στιγμή εντελώς αναπάντεχα, ακούω τον Παπακοσμά να φωνάζει: «Το βράχο. Φέρτε μου το βράχο να τη σπάσω τη ρημάδα!.. Φέρτε τη μεγάλη πέτρα να τη φουντάρω στα εξακόσια!..».

- Μη δίνεις σημασία σ' αυτά που λέει, μου ψιθύρισε ο βοηθός του. Ετσι κάνει πάντα άμα τα πίνει. Κι απόψε παραήπιε... «Φέρτε μου την πέτρα» ξανάπε ο Παπακοσμάς, κι έμεινε να κοιτάζει μπροστά με αγριεμένο βλέμμα. Είδανε και πάθανε οι άλλοι να τον καλμάρουν. Ο σύντροφος και βοηθός του, πιάστηκε απ' το σουξέ της εποχής και του τραγούδησε το, «μες την Παραγουάη, σε ξένο ακρογιάλι, θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό...». Τίποτε ο καπετάνιος... Ασυγκίνητος... «Φέρτε μου την πέτρα!..». Μπήκε στη μέση ο πατέρας με το, «πώς το τρίβουν το πιπέρι, καλογριές και καλογέροι». Στα μετερίζια του ο Παπακοσμάς και πάλι. «Φέρτε μου την πέτρα». Ξαναμπήκε στη μέση ο βοηθός του. Τούτη τη φορά τού τραγούδησε το, «νάταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες κι οι βάρκες κρασοπότηρα...». Με τα κρασοπότηρα, πήρε ανάσα ο καπετάνιος και με το «να πίνουν οι γλεντζέδες», γαλήνεψε!...

Κοντά τα ξημερώματα, ήτανε όλοι σκνίπα στο μεθύσι και το βαένι, κόντευε πάτο. Εγώ είχα ξεθεωθεί από το κουβάλημα, είχα τσούξει και μερικά στα κλεφτάτα, εκεί που τό 'πιανα και γλεντούσα, μ' όλα τούτα του κρασιού τα δέοντα, ενώ η μάνα, θέλοντας και μη, ξεροστάλιαζε ακόμα η δόλια για να προκάμει σε ορεχτικά τους χριστιανούς μουσαφίρηδες πούχανε κοινωνήσει μονοκοπανιά, κρασί ένα βαένι!..

Πάντως, μείνανε αρκετά ευχαριστημένοι κι όταν ξύπνησαν κατά το σούρουπο, νιώσανε την ανάγκη να της κάνουν κάποιο δωράκι. Θα μου πείτε τι; Ε, όλο και κάτι θα 'βρισκαν!.. Ψαχούλεψαν τις τσέπες τους, ξεχώρισαν ό,τι νόμιζαν πως είχε κάποια αξία και της το πρόσφεραν... Το δέχτηκε με συγκίνηση και τους χάρισε αυθόρμητα το χαμόγελό της, ενώ τους έβαλε και δυο κομμάτια στριφτόπιτα μην τους κόψει κάνας σαλιάς στο καράβι!..

- Βάρκα είναι κυρά Γεωργία, διόρθωσε ο Παπακοσμάς.

- Βάρκα καπετάνιεμ, ας είναι βάρκα.

Μη με παρεξηγείς. Εμείς από δω πάνω, όλα τα πλεούμενα, καράβια τα λέμε.

- Δε σε παρεξηγώ κυρά Γεωργία. Για νάμαι ειλικρινής, το χάρηκα που τη φτωχή βαρκούλα μου, την έκανες καράβι. Νάσαι καλά!

* * *

Οταν τους κατεβάσαμε στο Θρόνιο, ο πατέρας ταξίδεψε κι αυτός για τα Γιάλετρα. Είχε αποχτήσει φίλους εκεί κι ο καπετάνιος άλλο που δεν ήθελε. Τον πήρε συντροφιά του και ξεκίνησαν την ίδια ώρα.

Οταν ξαναγύρισε πίσω ο πατέρας, μάς είπε ότι τα πράγματα είχανε πολύ αγριέψει. Οι καταχτητές δε χαρίζονταν σε κανένανε. Αυτοί που τους κάνανε έλεγχο τούς πήραν τα μισά για να τους επιτρέψουν το ταξίδι. Ο Παπακοσμάς είχε γίνει θηρίο κι αγκάλιαζε κάθε τόσο με το βλέμμα τη μεγάλη πέτρα που την κρατούσε σα φυλαχτό στ' αμπάρι. Ευτυχώς που εκείνοι πήραν ό,τι πήραν και τους έδωσαν σινιάλο να συνεχίσουν. Και μάλιστα τους χαμογέλασαν κιόλας οι μπάσταρδοι από πάνω. Κι αν ήταν μόνο αυτουνού του επεισοδίου η σκασίλα, κομμάτια να γινόταν...

Πέρασε κάμποσος καιρός από τότε κι ο κόσμος του Παπακοσμά, γκρεμίστηκε ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα. Γιατί όλος ο κόσμος του, αυτή η μεγάλη βάρκα ήτανε.

Μια νύχτα, μπουκάρισαν μέσα οι καταχτητές αναπάντεχα κι αφού συγκέντρωσαν όλη την πραμάτεια στην πρύμνη για να τη φορτώσουν στο δικό τους ταχύπλοο, κατέβασαν τα βρακιά τους κι άρχισαν να κατουράνε την πλώρη κοιτάζοντας λοξά τον παγιδευμένο γίγαντα! Αυτό, δεν το βάσταξε η περήφανη καρδιά του Ελληνα καπετάνιου. Κατέβηκε γρήγορα στ' αμπάρι, άδραξε στα χέρια τη μεγάλη πέτρα και κοπάνησε άγρια τον πάτο της βάρκας. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να ανοιχτεί μια τρύπα τεράστια. Τα νερά όρμησαν μέσα, γεμίσανε το μικρό αμπάρι, ανέβηκαν στο κατάστρωμα κι αναποδογύρισαν το σκάφος παρασέρνοντας στο βυθό ό,τι υπήρχε πάνω του.

Η μόνη διαφορά σ' αυτή την ιστορία είναι, ότι τον Παπακοσμά δεν τον σκότωσε η θάλασσα. Εκείνη τον αγαπούσε και τον δέχτηκε στην αγκαλιά της με πολύ πόνο. Ο ψηλόκορμος καπετάνιος δεν πνίγηκε. Τον σκότωσαν οι καταχτητές μόλις αντελήφτηκαν την πρόθεσή του, που της αγανάχτησης γέννημα ήταν. Ωστόσο εκείνος άντεξε και μπόρεσε να τους φουντάρει στα εξακόσια μέτρα βάθος, άσχετα αν πήγε κι αυτός μαζί τους. Τούς είχε ξεκάνει και είχε βγάλει για καλά το άχτι του.

Ευτυχώς εκείνο το βράδυ, από τύχη και μόνο δεν υπήρχε άλλος Ελληνας στο μπάρκο του κι έφυγε ξελαφρωμένος και χωρίς τύψεις.

Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, η πολιτεία τον τίμησε με μια σεμνή γιορτούλα κι έναν έπαινο!.. Σπολλάτη κι αυτό, για ένα παλικάρι.


Του Δημήτρη ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ